Μαύρος Σεπτέμβρης: Όταν ο Χουσεΐν της Ιορδανίας έσφαξε τους Παλαιστινίους
05/09/202252 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη σύγκρουση του Ιορδανού μονάρχη Χουσεΐν με τις παλαιστινιακές οργανώσεις που φιλοξενούνταν στη χώρα, σύγκρουση που έμεινε γνωστή ως ο “Μαύρος Σεπτέμβρης”. Τα γεγονότα αυτά ήταν καθοριστικά τόσο για την Ιορδανία, με τον Χουσεΐν να εμπεδώνει την εξουσία του, όσο και για το παλαιστινιακό κίνημα, το οποίο εγκατέλειψε την Ιορδανία ως βάση των επιχειρήσεων του εναντίον του Ισραήλ και μετακινήθηκε στο Λίβανο.
Περισσότερο ενδιαφέρον και από τα ίδια τα γεγονότα έχουν οι αιτίες που προκάλεσαν τη σύγκρουση. Αυτές σχετίζονται με τις φιλοδοξίες της Ιορδανίας επί της Δυτικής Όχθης, τη σχέση της με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), την παλαιστινιακή αντίσταση και ειδικά τον τρόπο με τον οποίο έδρασε η τελευταία στην Ιορδανία. Σκοπός της Ιορδανίας στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο ήταν να προσαρτήσει την κεντρική Παλαιστίνη.
Η προσάρτηση αυτή επετεύχθη κατόπιν μυστικής συμφωνίας με την ηγεσία του σιωνιστικού κινήματος, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα της αραβικής λίγκας (ιορδανικού στρατού) στα άλλα πολεμικά μέτωπα. Η προσάρτηση αυτή ευνοούσε τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια του Ιορδανού μονάρχη Αμπντουλάχ για την δημιουργία ενός μεγάλου αραβικού βασιλείου με κέντρο την Ιορδανία (Μεγάλη Συρία).
Η Ιορδανία και το Παλαιστινιακό ζήτημα
Με τη προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, η Ιορδανία αναβάθμισε το γεωπολιτικό της ρόλο και ήλθε σε σύγκρουση με άλλα αραβικά κράτη, όπως η Αίγυπτος, που ήθελαν επίσης να ωφεληθούν από τον διαμελισμό της Παλαιστίνης. Εκτός όμως από τις εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο, η προσάρτηση της Δυτικής Όχθης είχε συνέπειες για το Αμμάν και σε δημογραφικό επίπεδο. Ο πληθυσμός της χώρας τριπλασιάστηκε.
Στους περίπου 400.000 κατοίκους του πρόσφατα ανεξάρτητου βασιλείου (1946), προστέθηκαν 810.000 Παλαιστίνιοι και πιο συγκεκριμένα 460.000 κάτοικοι της Δυτικής Όχθης, 280.000 πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Παλαιστίνης που κατέφυγαν στη Δυτική Όχθη και 70.000 αντίστοιχα στην Ανατολική Όχθη. To Αμμάν ακολούθησε μια διττή πολιτική απέναντι στο παλαιστινιακό πληθυσμό.
Αφενός μεν, προσπάθησε να ενσωματώσει και να αφομοιώσει τους νεοφερμένους. Παραχώρησε την ιορδανική υπηκοότητα στο σύνολο των Παλαιστινίων (πρόσφυγες και μόνιμους κατοίκους). Κατένειμε ισότιμα τις θέσεις του Κοινοβουλίου μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Όχθης. Δεν έθεσε περιορισμούς στην άσκηση επαγγελμάτων και επέτρεψε την μετεγκατάσταση Παλαιστινίων, εκτός των προσφυγικών δομών.
Από την άλλη πλευρά απαίτησε την νομιμοφροσύνη των Παλαιστινίων απέναντι στο νέο κράτος, απαγορεύοντας κάθε πράξη ή έκφραση που θα δημιουργούσε μια διακριτή παλαιστινιακή ταυτότητα. Η επιβίωση του βασιλείου απαιτούσε τη δημιουργία εθνικής συνοχής και μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας, Στο πλαίσιο αυτό το κεντρικό αφήγημα του καθεστώτος ήταν πως «Κάθε Παλαιστίνιος είναι και Ιορδανός. Κάθε Ιορδανός είναι και Παλαιστίνιος».
Η γέννηση της ΟΑΠ
Μέχρι το 1964 η Ιορδανία αρνούνταν να δεχθεί την ύπαρξη κάποιας παλαιστινιακής ηγεσίας σε τοπικό ή παναραβικό επίπεδο. Τόνιζε σε όλους τους τόνους ότι το Παλαιστινιακό ήταν ζήτημα που αφορούσε την Ιορδανία, αφού αυτή ενσωμάτωσε ένα μέρος της Παλαιστίνης και δέχθηκε το μεγαλύτερο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού.
Στη διάσκεψη όμως του Καΐρου, ο Χουσεΐν δέχθηκε τη δημιουργία ενός αυτόνομου φορέα που θα εξέφραζε τα συμφέροντα των Παλαιστινίων στον Αραβικό Σύνδεσμο και τα διεθνή φόρα. Ο φορέας αυτός ήταν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Τι έκανε όμως τον Ιορδανό μονάρχη να αλλάξει στάση;
- Πρώτον, η διατήρηση των καλών σχέσεων με το Κάιρο που είχαν πρόσφατα αποκατασταθεί.
- Δεύτερον, η αφόρητη πίεση που ασκούσαν οι προσφυγικές κοινότητες για εμπλοκή τους στο δικό τους εθνικό πρόβλημα.
- Τρίτον, η αποδοχή από την παλαιστινιακή οργάνωση της ενσωμάτωσης της Δυτικής Όχθης στην Ιορδανία.
- Τέταρτον, η πεποίθησή του Χουσεΐν ότι η ΟΑΠ δεν θα καταφέρει να αλλάξει κάτι στο Παλαιστινιακό ζήτημα και πως σύντομα θα ανέθετε πάλι στον Αραβικό Σύνδεσμο τη διαχείριση του.
Η εμφάνιση της Φατάχ
Όντως η ΟΑΠ της πρώτης περιόδου, απόλυτα ελεγχόμενη από τον Αραβικό Σύνδεσμο, δεν κατάφερε να αλλάξει κάτι στα τεκταινόμενα του Παλαιστινιακού, ούτε κέρδισε την υποστήριξη του προσφυγικού πληθυσμού στις αραβικές χώρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όμως, μια άλλη παλαιστινιακή συλλογικότητα έκανε αισθητή τη παρουσία της στα παλαιστινιακά πολιτικά πράγματα.
Ήταν η παλαιστινιακή αντίσταση, η οποία εκπροσωπούνταν από τη Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ. Είχε συγκροτηθεί στο Κουβέιτ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και με τη βοήθεια της μπααθικής Συρίας ξεκίνησε το 1965 μια σειρά από χτυπήματα εναντίον του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας τα εδάφη της Δυτικής Όχθης. Η οργάνωση κέρδισε την συμπάθεια τμήματος του προσφυγικού πληθυσμού στη Δυτική Όχθη.
Οι ιορδανικές αρχές συνέλαβαν εκατοντάδες στελέχη της οργάνωσης στη Δυτική Όχθη και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για τον περιορισμό της δράσης της. Όμως, η ήττα των αραβικών χωρών στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967, έφερε μια σειρά από αλλαγές που ευνόησαν το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα. Ο παλαιστινιακός πληθυσμός συνειδητοποίησε την αδυναμία των αραβικών χωρών να απελευθερώσουν την Παλαιστίνη και επένδυσε στη παλαιστινιακή αντίσταση.
Τα δε αραβικά κράτη, μεταξύ αυτών και η Ιορδανία, έγιναν πιο ανεκτικά στη δράση της Φατάχ, αφού αυτή εξυπηρετούσε τον πόλεμο φθοράς εναντίον του Ισραήλ, τον οποίο σκόπευαν να εφαρμόσουν. Η Φατάχ εγκατέστησε τις βάσεις της στην Ανατολική Όχθη, κοντά σε προσφυγικά στρατόπεδα και συνέχισε τις επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ. Στις 21 Μαρτίου 1968 κατάφερε να απωθήσει μια ισραηλινή επίθεση στο ιορδανικό έδαφος, κοντά στη πόλη Καράμεχ. Η ανάσχεση της επίθεσης θα ήταν αδύνατη, χωρίς την συνδρομή του ιορδανικού στρατού.
Η ενίσχυση της παλαιστινιακής αντίστασης
Η πύρρειος νίκη στο Καράμεχ πιστώθηκε στους φενταγίν και συνέβαλε στην αναγνώριση και αναβάθμισή τους, κάτι που θα σφραγιζόταν ένα χρόνο αργότερα με την ανάληψη της ηγεσίας της ΟΑΠ από τον Γιασέρ Αραφάτ. Η νίκη στο Καράμεχ ήταν το εφαλτήριο για την αναβάθμιση του ρόλου της παλαιστινιακής αντίστασης. Στις πρώτες, μετά τη διεξαγωγή της μάχης, εβδομάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι στρατολογήθηκαν στην ΟΑΠ, γεγονός πρωτόγνωρο για την μέχρι τότε εξέλιξη της. Οι χώρες του Κόλπου, με πρώτο το Κουβέιτ, ανακοίνωσαν την οικονομική ενίσχυση της σε μόνιμη βάση, ενώ Συρία και Ιράκ προσφέρθηκαν να εκπαιδεύσουν νέους μαχητές.
Η αναπάντεχη οικονομική της ενίσχυση κατέστησε την παλαιστινιακή αντίσταση ικανή να εμπλακεί στη διαχείριση της καθημερινότητας των στρατοπέδων και σε πολλές περιπτώσεις να προσφέρει υπηρεσίες καλύτερες από αυτές των Ηνωμένων Εθνών. Η εξέλιξη αυτή ήταν κρίσιμη για την εξάπλωση της επιρροής της και τον έλεγχο του παλαιστινιακού πληθυσμού των στρατοπέδων από την παλαιστινιακή αντίσταση.
Η στρατιωτική ενίσχυση της αντίστασης και η αναγνώριση της θέσης της από τους ηγέτες των αραβικών χωρών επέτρεψε μια σταδιακή αυτονόμηση της δράσης της. Οι επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ πολλαπλασιάστηκαν, τις περισσότερες φορές χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον ιορδανικό στρατό, προκαλώντας δυσανάλογα αντίποινα από τη πλευρά του Ισραήλ.
Στο εσωτερικό των στρατοπέδων οι ιορδανικές αρχές δεν μπορούσαν να ασκήσουν κανενός είδους έλεγχο, ούτε καν επιτρεπόταν η είσοδός τους. Μια σειρά από θεσμοί, ανάμεσά τους η στρατιωτική αστυνομία και τα δικαστήρια, αντικατέστησαν τις επίσημες αρχές στους τομείς της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Η αυτονομία των παλαιστινιακών οργανώσεων δεν σταμάτησε όμως στα παραπάνω.
Ιορδανία και φενταγίν
Μια σειρά από πρακτικές των φενταγίν έθεταν σε αμφισβήτηση την εξουσία του ιορδανικού κράτους, ακόμα και εκτός στρατοπέδων. Οι φενταγίν έδειχναν χαρακτηριστική απείθεια απέναντι στους νόμους και τις αρχές της Ιορδανίας, όταν βρισκόταν εκτός στρατοπέδων. Κυκλοφορούσαν οπλισμένοι στο Αμμάν και τις άλλες πόλεις και είχαν τα δικά τους σημεία ελέγχου στις πόλεις, ή σε κομβικούς οδικούς άξονες.
Έφτασαν στο σημείο να προχωρούν σε απαγωγές στρατιωτικών και απλών πολιτών, προκειμένου να ανταλλαχθούν με Παλαιστίνιους που κρατούσαν οι αρχές και να αφαιρούν χρηματικά ποσά από ντόπιους και ξένους για την χρηματοδότηση του αγώνα για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Οι πρακτικές αυτές δεν αντιπροσώπευαν όλες τις παλαιστινιακές οργανώσεις, ούτε και είχαν αποφασιστεί από τα όργανα της ΟΑΠ.
Ήταν όμως αρκετές για να εξοργίσουν το καθεστώς και τον μη παλαιστινιακό πληθυσμό της Ιορδανίας. Το αποκορύφωμα της συμπεριφοράς τμήματος της παλαιστινιακής αντίστασης (ειδικά των οργανώσεων Λαϊκό Μέτωπο και Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ήταν η ανάμειξή τους στα εσωτερικά της Ιορδανίας και η ανοιχτή έκκληση τους για ανατροπή του μονάρχη. Σε αυτό το σκηνικό σύγχυσης και ανομίας, η ανακίνηση του Μεσανατολικού το καλοκαίρι του 1970 (σχέδιο Ρότζερς) έκανε αγεφύρωτες τις θέσεις των δυο πλευρών και επιτάχυνε την πορεία προς την αιματηρή σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία ως ο “Μαύρος Σεπτέμβρης”.