Θα αγοράζει η Κύπρος όπλα από τις ΗΠΑ, αλλά για τους… προσκόπους
20/09/2022Οι ΗΠΑ προχώρησαν στην άρση του εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι μια πολύ σημαντική απόφαση, που πρέπει να αντιμετωπισθεί χωρίς βαρύγδουπες τοποθετήσεις.
Το εμπάργκο σε βάρος της Κύπρου, που επιβλήθηκε το 1987, ήταν μια στρέβλωση καθώς οι αμερικανικές κυβερνήσεις επέβαλαν απαγόρευση στις πωλήσεις όπλων σε μια χώρα θύμα εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής. Την ώρα που πωλούσαν στην παραχαϊδεμένη κατοχική δύναμη. Η άρση του εμπάργκο, αποφασίσθηκε (δρομολογήθηκε με συγκεκριμένες κινήσεις από το 2019) και υλοποιείται επειδή διαπιστώνεται ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία πληροί τα κριτήρια» που θέτουν οι Αμερικανοί. Η απόφαση λαμβάνεται όταν στην αντίπερα όχθη, δεν επιβάλλεται εμπάργκο στην κατοχική Τουρκία, η οποία συστηματικά και ανενόχλητα παραβιάζει τους αμερικανικούς νόμους.
Πέραν των πιο πάνω, επί της ουσίας, στην πράξη πρέπει να αξιολογηθούν και μια σειρά από θέματα, που προκύπτουν: Πρώτο, με την απόφαση η Κύπρος αποκτά το αυτονόητο, έχει εφεξής το δικαίωμα της αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού. Ένα δικαίωμα, το οποίο στερήθηκε για δεκαετίες γι’ αυτό και είχε στραφεί προς άλλες αγορές για να διασφαλίσει όσο μπορούσε μια στοιχειώδη άμυνα. Το ζητούμενο είναι τι αγορές μπορεί να κάνει η Κύπρος από τις ΗΠΑ. Δεύτερο, οι προϋποθέσεις που τίθενται στην Κύπρο, επιβεβαιώνουν πως αυτή η απόφαση, δεν είναι χωρίς όρους (θα επανεξετάζεται κάθε χρόνο). Καθορίζονται προϋποθέσεις, που τίθενται σε συνάρτηση με την πλήρη ταύτιση με τα αμερικανικά συμφέροντα και στρατηγικές επιδιώξεις στην περιοχή.
Πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τίθετο από αμερικανικής πλευράς η υποχρέωση και προϋπόθεση όπως η Κυπριακή Δημοκρατία λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να απαγορεύσει στα ρωσικά στρατιωτικά σκάφη την πρόσβαση στα λιμάνια για ανεφοδιασμό και εξυπηρέτηση. Τότε, πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτός ο όρος θεωρήθηκε παρέμβαση για καθορισμό των συνεργασιών της Λευκωσίας με τρίτες χώρες. Η Κυπριακή Δημοκρατία, βέβαια, έχει εφαρμόσει πλήρως τις κυρώσεις που έχουν αποφασισθεί κατά της Ρωσίας, για την εισβολή της στην Ουκρανία. Μια στάση από μέρους της Λευκωσίας απόλυτα σωστή, καθώς δεν μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να μη στηρίξει αποφάσεις για μια εισβολή. Η ίδια είναι θύμα εισβολής και δεν μπορεί να συμπεριφερθεί διαφορετικά.
Όλα έχουν τίμημα
Καλείται η Κύπρος, λοιπόν, να εκπληρώνει όρους και προϋποθέσεις για να αγοράζει οπλικά συστήματα, την ίδια ώρα κατά την οποία η κατοχική Τουρκία, όχι μόνο υλοποιεί τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας αλλά αγοράζει και οπλικά συστήματα από τη Μόσχα. Επί τούτου, η Ουάσιγκτον αναλώνεται στις προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα, κάνει αναφορά σε ενδεχόμενες κυρώσεις και στη συνέχεια επανέρχεται στα φλερτ με την κατοχική δύναμη. Η Άγκυρα, με την αγορά των S-400 από τη Ρωσία, παραβιάζει την αμερικανική νομοθεσία, πλην όμως δεν έχει κανένα κόστος. Αν και στο βαθμό που εξαρτάται από το Κογκρέσο -που έχει σημαντικό λόγο- δεν θα μπορέσει να ικανοποιηθεί το αίτημα της για αγορά F-16 (όπως πριν με τα F-35. Προς το παρόν ο Ερντογάν το παίζει διπλοπόρτι.
Η απόφαση έχει γεωπολιτικές προεκτάσεις. Οι Αμερικανοί επανερχόμενοι δυναμικά στην περιοχή εφαρμόζουν το δόγμα: Είτε είστε μαζί μας, είτε είστε απέναντι. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εξουδετερώσει για κάποιες χώρες το δίλημμα. Ο τρόπος που λειτουργούν οι ΗΠΑ, δεν παραπέμπει σε συνεργασία μεταξύ “στρατηγικών εταίρων”. Ακόμη και όταν είναι μεταξύ υπερδύναμης και μιας μικρής χώρας.
Την ίδια ώρα, μέσα σε αυτή την… ευφορία που προκαλεί η αμερικανική απόφαση, έσπευσε να ξεκαθαρίσει το τοπίο ο υπουργός Εξωτερικών, Γιαννάκης Κασουλίδης: «Οποιαδήποτε ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου δεν στρέφεται εναντίον κανενός, γιατί άμυνα σημαίνει να αμυνθεί αν κάποιος άλλος στραφεί εναντίον της». Ετοιμόλογος και καθησυχαστικός. Θα αγοραστεί -εάν γίνει τούτο- εξοπλισμός για τους προσκόπους, τους θαλαμοφύλακες και τους φίλους αμπελοπουλιών; Μέχρι τώρα ξέραμε πως όπλα αγοράζονται για αντιμετώπιση της κατοχικής Τουρκίας, την οποία απέφυγε να κατονομάσει ο ΥΠΕΞ.
ΣΗΜ: Ευτυχώς που υπάρχουν ο Γερουσιαστής Μενέντεζ, το HALC και ο διευθυντής του, Έντι Ζεμενίδης.