Το Έπος του 1940 έχει και σκοτεινή όψη
28/10/2022Ιδίως σήμερα, αυτό που επίμονα απασχολεί την κοινή γνώμη είναι κατά πόσον το “Όχι” του 1940 το είπε ο Μεταξάς ή ο Λαός. Και η εν προκειμένω λογική είναι σαφής: Εφόσον ο Μεταξάς θεωρήθηκε “φασίστας”, πώς μπορούσε να πει “Όχι” στην Ιταλία του φασισμού; Αξίζει λοιπόν τον κόπο να εξεταστεί το εν λόγω ερώτημα και ιστορικώς να επιχειρηθεί η “αναβίωση” των συμβάντων, ώστε να επιτευχθεί η προσέγγιση της πραγματικότητας. Και εξυπακούεται, βάση αυτής της προσπάθειας θα είναι πηγές πρωτογενείς, μεταξύ των οποίων το ημερολόγιο του τότε πρωθυπουργού.
Ας αρχίσουμε λοιπόν από την αρχή: Εάν αποδεχθούμε την αλήθεια του “Όχι”, απάντηση έχει δοθεί εδώ και δεκαετίες από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: Τον Μεταξά και όχι τον Ελληνικό Λαό ξύπνησε εκείνο το μοιραίο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο πρεσβευτής της Ιταλίας. Και έχοντας αυτό κατά νούν, μπορούμε πια να προχωρήσουμε στην περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος.
Κατά πρώτο και κύριο λόγο, κανένα “Όχι” δεν ειπώθηκε την ημέρα εκείνη. Ο Εμμανουέλε Γκράτσι γαλλικά μίλησε στον Μεταξά κι αυτός, απορρίπτοντας τις ιταλικές απαιτήσεις, γαλλικά τού απάντησε: “Alors c’est la guerre” (Λοιπόν έχουμε πόλεμο). Ευλόγως τώρα θα αναρωτηθεί κανείς: Καλά, τόση σημασία έχει το σε ποια γλώσσα μίλησαν οι δυο τους; Ναι, έχει σημασία. Κι αυτό, διότι η μυθοποίηση των γεγονότων αρχίζει από “ελαφρά”, αλλά συχνά ταχύτατα μεταβάλλεται σε “βαριά”…
Γνωστό βέβαια παραμένει το ότι “με παραμύθια ζουν οι λαοί”. Το ζήτημα όμως είναι να μη γίνονται τα παραμύθια τόσο πυκνά, ώστε αποπνικτικώς να καλύπτουν την ιστορική αλήθεια. Και τότε επέρχεται η –όπως επισήμανε ο Παπαρρηγόπουλος– άγνοια της Ιστορίας, με άμεση συνέπεια (όπως τόνισε ο Καραμανλής ο παλαιός), να μη μπορεί αυτή να αναχθεί σε “Παίδευση του Έθνους”.
Ο Μεταξάς
Ποιος ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς; Τα σχετικά με αυτόν σκεπάζονται από μορφή μυθοποίησης ή, όπως σήμερα λέγεται, παραπληροφόρησης. Λοιπόν, ήταν αξιωματικός του Μηχανικού, πολύ καλός όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του και, επιπλέον, άριστος επιτελικός νους. Εξαιρετικός οικογενειάρχης, με φροντίδα που άγγιζε τον πόνο για όλα τα μέλη της οικογένειάς του, και –για τα ελληνικά, τουλάχιστον, δεδομένα– καθαρός έως πολύ καθαρός. Σαφές όμως είναι ότι, παρά την επιτυχή σταδιοδρομία του στο στράτευμα, τελικώς “ασφυκτιούσε” μέσα στο όλο εκεί ιεραρχικό πλέγμα, με αποτέλεσμα να θέλει να φύγει και να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Έτσι, στράφηκε στην πολιτική…
Η βασική κατηγορία που κυρίως σήμερα εκτοξεύεται εναντίον του είναι η “φασιστική του ιδεολογία”. Ουδετερόφιλος, δηλαδή γερμανόφιλος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ταλαντούχος οργανωτής των τότε Επιστράτων, αντιπαθούσε βαθύτατα τον κοινοβουλευτισμό και τελικώς επέβαλε στη χώρα μας καθεστώς που, παρά την παρουσία και επιβολή του βασιλιά Γεωργίου Β’, ήταν, ως προς τα εξωτερικά γνωρίσματα τουλάχιστον, φασιστικό. Οπότε, πώς ήταν δυνατόν να αντιταχθεί ο “φασίστας Μεταξάς” στην Ιταλία του Μουσολίνι, που μάς επιτέθηκε απρόκλητα και μάλιστα με δυνάμεις “συντριπτικά ανώτερες από τις δικές μας”;
Και πάλι, ας αρχίσουμε από την αρχή. Ο Μεταξάς δεν ήταν ό,τι μπορεί να θεωρηθεί χαρακτηριστικός γερμανόφιλος. Οπωσδήποτε ήταν προσηλωμένος στη Γερμανία συναισθηματικώς, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με όλους όσους έχουν κάνει μεταπτυχιακές κυρίως σπουδές σε χώρα του εξωτερικού. Ήδη από την αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου όμως εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον νικήτρια της παγκόσμιας σύρραξης έμελλε να αναδειχθεί η Γερμανία. Γιατί λοιπόν επέμεινε στην ελληνική ουδετερότητα; Ευχερής η απάντηση: Φοβόταν τη Ρωσία, την οποία θεωρούσε ως “κολοσσιαίον εχθρόν” της Ελλάδας! Και η Γερμανία υπήρξε η μοναδική σύγχρονη ευρωπαϊκή Δύναμη που στάθηκε ικανή να νικήσει τη Ρωσία…
Για να πούμε την αλήθεια όμως, ο Μεταξάς ήταν γενικώς “σλαβόφοβος”. Έτσι εξηγείται και η στενή φιλία του με τον Κεμάλ Ατατούρκ. Φίλος πολύ καλός, πράγματι, του Τούρκου ηγέτη δεν ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά ο Ιωάννης Μεταξάς. Και εάν δεν είχε πεθάνει, το 1938 ο Ατατούρκ, θα είχε ίσως επιτευχθεί η σύμπηξη μιας “ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας”. Βασικό αίτιο του πολύ φιλικού δεσμού των δύο ανδρών ήταν, ιδίως από την πλευρά του Μεταξά, ο φόβος των Βουλγάρων. Και διακατεχόταν ο τότε πρωθυπουργός από τη φοβία αυτή, σε μια εποχή κατά την οποία η Βουλγαρία, ηττημένη στον Β’ Βαλκανικό και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήτανε καταρρακωμένη.
Ελληνοβρετανικό σύμφωνο
Έχοντας αυτά υπόψη, ας έλθουμε τώρα και στα “οκτώ εκατομμύρια ιταλικές λόγχες” που επιτέθηκαν στην “αυστηρώς ουδέτερη” δική μας χώρα. Αυτή η τελευταία δεν ήταν τότε καθόλου ουδέτερη. Ήδη τον Φεβρουάριο του 1936 είχε υπογραφεί στην Αθήνα ελληνοβρετανικό σύμφωνο, βάσει του οποίου το αγγλικό Βασιλικό Ναυτικό αποκτούσε το δικαίωμα της απολύτως ελεύθερης χρήσης των ελληνικών χωρικών υδάτων και λιμενικών εγκαταστάσεων. Κι αυτό χωρίς καμία, από την ελληνική πλευρά, απαίτηση “αντισταθμιστικού οφέλους”! Επιπλέον, μόλις άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με πρωτοβουλία του ίδιου του Μεταξά, οι Έλληνες εφοπλιστές τάχθηκαν στο πλευρό του Ηνωμένου Βασιλείου, με ευεργετικές για τους Βρετανούς συνέπειες στον κρίσιμο τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μουσολίνι δεν σκόπευε να επιτεθεί στην Ελλάδα, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά την έναρξη των μεταξύ Αγγλογάλλων και Γερμανών εχθροπραξιών, είχε κινητοποιήσει ιταλικό στράτευμα για να αντιμετωπίσει… γερμανική επίθεση στην ευρύτερη περιοχή των Άλπεων. Ποιος τον έπεισε να μπει στο πόλεμο στο πλευρό του Γ’ Ράιχ; Εδώ είναι που η πραγματικότης υπερβαίνει και την πλέον καλπάζουσαν φαντασίαν: Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ! Και αυτό, επειδή ο τελευταίος γνώριζε την έκταση της αγγλοφιλίας στα ανώτερα και ανώτατα στελέχη των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων και ιδίως στους αξιωματικούς του Ναυτικού.
Και πάλι όμως, ο Μουσολίνι επίθεση στην Ελλάδα δεν θα έκανε. Σχετικώς τον έπεισε ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, σύζυγος της κόρης του Έντα, ο οποίος ήταν σχεδόν φανερά “άνθρωπος του Λονδίνου”. Ο Μουσολίνι για πολύ καιρό τον ανέχθηκε, κυρίως διότι ήτανε γαμπρός του, μα τελικώς τον έβγαλε από το υπουργείο Εξωτερικών και το 1944 επέτρεψε να καταδικαστεί σε θάνατο και να εκτελεστεί. Απίστευτα όλα αυτά; Μπορεί. Γεγονός αναμφισβήτητο όμως παραμένει το ότι, όταν περί τα τέλη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Ελλάδα επισήμως ζήτησε τη διερεύνηση του τορπιλισμού της “Έλλης” και τον συνακόλουθο καταλογισμό ευθυνών, αυτά ρητώς απαγορεύθηκαν βάσει άνωθεν βρετανικής εντολής.
Στο Πόγραδετς
Και ας κλείσουμε την –όπως έλεγε ο αείμνηστος Εμμανουήλ Ροΐδης– “αντικειμενικήν και φιλαλήθη διήγησίν μας” με την εξέταση του ζητήματος των κατά τον Οκτώβριο του 1940 ελληνικών και ιταλικών δυνάμεων. Σύμφωνα λοιπόν με επίσημες ελληνικές πηγές –εκδόσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού συγκεκριμένα– ακριβώς κατά την παραμονή της κατά της Ελλάδας επίθεσης, το σύνολο των ανά την αλβανική επικράτεια ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων ήτανε μόλις… 100.000 άνδρες. Ιταλικές πηγές δίνουν νούμερο ελαφρώς ανώτερο.
Πόσοι ήταν οι Έλληνες που λίγο-πολύ παρέμεναν προετοιμασμένοι για την απόκρουση της ιταλικής επιβουλής; 350.000 άνδρες, που γρήγορα έφτασαν το μισό εκατομμύριο. Απλώς ο Μεταξάς είχε την ευφυία, ενώ ήταν πλήρως ενημερωμένος για την επίθεση των Ιταλών, να παρατάξει στην ελληνοαλβανική μεθόριο μικρές μόνο δυνάμεις, ώστε η ηγεσία του εχθρού να πέσει στην παγίδα μιας “εύκολης νίκης”.
Το ότι οι Έλληνες πολέμησαν με ηρωισμό σχεδόν υποδειγματικό είναι αναμφισβήτητο. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που θυμούνται τον Έλληνα αξιωματικό που άοπλος, προκειμένου “να μη γίνει αίτιος αιματοχυσίας”, μπήκε στο Πόγραδετς, συνέλαβε δέκα πέντε Ιταλούς αιχμαλώτους, ύψωσε στην πόλη την ελληνική σημαία και συνακολούθως “προήχθη επ’ ανδραγαθία” και τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό. Υπάρχει όμως και άλλη ιστορία που, μάλιστα, προσφάτως δημοσιεύθηκε και αφορά Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς. Στην αιχμαλωσία του αυτήν ο ειλικρινής συμπατριώτης μας ουσιαστικώς αποδίδει τη σωτηρία του από τις κακουχίες του πολέμου.
Οι Ιταλοί τον έθρεψαν, τον πότισαν, τον μετέφεραν στην Ιταλία όπου τον “φλέρταραν τα κορίτσια” και μετά τον εγκατέστησαν σε διαμονή άνετη κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας τους. Εκεί πλήρως συναδελφώθηκε με τους φρουρούς του, έμαθε τα τραγούδια τους και κατέληξε να τους γίνει τόσο συμπαθής, ώστε κάποια στιγμή να τού πουν: «Άντε, φεύγα, πήγαινε στην [ουδέτερη] Ελβετία, για να ησυχάσουμε όλοι μας, κι εμείς και συ». Σε κραυγαλέα αντίθεση, οι Ιταλοί οι οποίοι, μετά την κατά το 1943 συνθηκολόγηση της χώρας τους, κατέφυγαν σε ελληνικά χωριά, περιήλθαν σε κατάσταση δουλείας και συχνά “σφάζονταν με μαχαίρια”, όποτε αρρώσταιναν ή διαπιστωνόταν αδυναμία διατροφής τους.
Το “ηθικόν συμπέρασμα”; Εντάξει, “Ἐπος του ‘40” και ορθώς συνεχίζουμε εορταστικώς να περιβάλλουμε με τιμή τα επιτεύγματα των Πατέρων μας. Ας μη υπερβάλλουμε όμως! Και αυτό, διότι, εάν συνεχίσουμε τις συνήθεις μας μεγαλοστομίες και πάλι θα περιέλθουμε στην κατάσταση της “αερολογίας”, βασικής κατά τον Παπαρρηγόπουλο αιτίας της παραδοσιακής κακοδαιμονίας μας.