Φθινόπωρο 1918: Η ισπανική γρίπη στην Ελλάδα, τα ελληνικά θωρηκτά στην Πόλη
05/11/2022Το φθινόπωρο του 1918 τα θωρηκτά “Αβέρωφ” και Κιλκίς αγκυροβολούσαν στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαχτσέ και η ελληνική σημαία κυμάτιζε κοντά στην Αγία Σοφία. Όμως ο ελληνικός στρατός έδινε και μια άλλη μάχη που περνούσε στα μονόστηλα. Εκτός από τους 5.000 που τους σκότωσε ο πόλεμος, ήταν και 400 φανταράκια στην Αθήνα που τα αφάνισε μέσα σε ένα μήνα η ισπανική γρίπη.
Και ενώ είχαν πια χωριστά λεωφορεία για τους φαντάρους και τους απαγόρευαν να μπαίνουν σε “βαγόνια πολιτών”, τη γρίπη δεν την έβαζαν στα πρωτοσέλιδα. Έφταιγε διεθνώς η λογοκρισία του πολέμου (για να διατηρείται “το ηθικόν ακμαίον”) αλλά και η αμφίσημη στάση των γιατρών. Και τι να πρωτολογαριάσει ο άνθρωπος, ή ακόμα και η κυβέρνηση τότε; Μέσα σε έξι μήνες είχαν γίνει οκτώ κινήματα στο στρατό και σιγόβραζε εμφύλιος. Από πείνα είχαν πεθάνει μέσα σε ένα μήνα 6.000 άνθρωποι μόνο στην Καβάλα και άλλοι τόσοι στις Σέρρες. Υπήρχε και η φυματίωση.
Το 1918 οι Γάλλοι ήξεραν ότι η φυματίωση σκότωνε τον έναν στους έξι Γάλλους. Δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν καλύτερα. Και εκτός από το “χτικιό”, όπως την έλεγαν, μέσα στη φτώχεια και την πείνα, υπήρχε και η ελονοσία, η σύφιλη, η ευλογιά, η ιλαρά, ο τύφος και η προσφυγιά. Και η επίσκεψη «εις τον ιατρόν 300 δραχμαί».
Όμως το ημερομίσθιο ήταν 10-20 δραχμές για τον ανειδίκευτο, ή τον τυχερό που είχε δουλειά ή χωράφι. Υπήρχαν και οι άλλοι, δίχως εισόδημα με τη μαύρη αγορά στο φόρτε της – το 40% των Αθηναίων υποσιτιζόταν. «Εις το κρυφεμπόριον, 23 δραχμάς η οκά το βούτυρον». Το λάδι κόστιζε «2,4 δραχμάς η οκά και ο άρτος 1,10». Και το «θαυματουργόν φάρμακον δια την γρίππην 30 δραχμαί».
Φθηνότερα ήταν «το οξυγονούχον ύδωρ, ο ζωϊκός άνθραξ εις πολτώδη και ξηράν κατάστασιν, η υγρά αμμωνία, φαινασετίνη-αντιπυρίνη [αντιπυρετικά της εποχής που ακόμα υπάρχουν σε σκευάσματα με άλλες εμπορικές ονομασίες], θερμά καλύμματα, καθαρτικά άλατα». Τζάμπα ήταν μόνον «ο καθαρισμός χειρών και εσωρούχων». Επίσης τζάμπα «η αποφυγή εντεύξεων» (συναντήσεις). Το κινίνο δυσεύρετο και για τους πλούσιους.
Η μαύρη αγορά της γρίπης
Το κινίνο (θεωρούμενο τότε σωτήριο ή πάντως χρήσιμο, χορηγούμενο με ένεση) μόνο στη μαύρη αγορά υπήρχε. Έγινε κρατικό μονοπώλιο το 1930. Στη μαύρη αγορά και τα κάρβουνα ή και τα ψάρια ακόμη, με την Πολιτεία να κάνει διανομή ζάχαρης, καφέ, κάρβουνων και σίτου. Και ο κόσμος έψαχνε και τη διαφημιζόμενη ένεση σουμπλιμέ ή υδραργύρου, διότι «καθηγηταί Βιενναίοι την θεωρούν σωτήριον». Ώσπου τρεις μήνες μετά ευτυχώς η ένεση υδραργύρου απαγορεύθηκε και ήταν τυχεροί όσοι φτωχοί δεν μπόρεσαν να την κάνουν.
Ήταν η εποχή που η μέση διάρκεια ζωής ήταν μισή από τη σημερινή και οι εφημερίδες έγραφαν «άμαξα ελαύνουσα παρέσυρε τεσσαρακοντούτη γέροντα. Ο ατυχής γέρων, μεταφερόμενος εις το νοσοκομείον, εξέπνευσεν», η δε βρεφική θνησιμότητα ήταν στο 20%. Η “ισπανική γρίπη” χτυπούσε κυρίως παιδιά και νέους. Και να θυμίσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι τη λέμε ισπανική κατά λάθος, επειδή η Ισπανία ήταν η μόνη χώρα που πρόβαλε διαρκώς το θέμα, καθώς ήταν ουδέτερη στον πόλεμο και δεν λογοκρίνονταν οι εκεί ειδήσεις. Στη Σενεγάλη την έλεγαν “βραζιλιάνικη γρίπη” ή “γερμανική γρίπη” και στην Πολωνία “αρρώστια των Μπολσεβίκων”.
Ήρθε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1918 (το πρώτο, σχετικά ήπιο κύμα) και το Σεπτέμβρη ήρθε το δεύτερο που ήταν πολύ βαρύ. Ήρθε και τρίτο κύμα το 1919, αλλά άφησε λιγότερους νεκρούς στην Αθήνα και περισσότερους εκεί που δεν είχε χτυπήσει το φθινόπωρο. Ο ΕΟΔΥ της εποχής ενημέρωνε: «κατά το τελευταίον 24ωρον απέθανον εκ γρίππης 7 εις τας Αθήνας» και για την Ήπειρο «στα Ιωάννινα 40 θάνατοι την ήμερα εκ της γρίππης».
Την άνοιξη του 1918, στο πρώτο κύμα, ο Τύπος των Αθηνών έβλεπε τη γρίπη σαν υστερία των ολίγων και μόδα και χαριτολογούσαν οι προνομιούχοι σε χρονογραφήματα: «Ομιλούσα εις το τηλέφωνον με φίλον και μόλις φταρνίσθηκα, μου το έκλεισε». Και «άπαξ και υγρανθεί ο ρώθων λέγει ο άλλος, με ηύρε η ισπανική γρίπη». Έλεγαν «είναι μόδα», ή τα διαδίδουν «βαλτοί εκ των εχθρών» και «πρόκειται δια την κοινή γρίππην, αλλά υπερβάλλουσιν» και άλλα συνωμοσιολογικά. Το φθινόπωρο στο δεύτερο κύμα την πήραν πιο σοβαρά και έλεγαν «οι Γερμανοί την έσπειραν επί τούτου», και άλλοι «φταίει η ασπιρίνη της Bayer» και «είναι μικροβιακός πόλεμος». Κι αυτά όχι μόνον στην Ελλάδα. Παντού ο κόσμος έφτιαχνε και μια θεωρία συνωμοσίας στα μέτρα του.
Η ισπανική γρίπη και τα φανταράκια
«Ήμουνα σε ένα θάλαμο με άλλους 20-30, 50, ούτε που θυμάμαι, φανταράκι κι εγώ σαν τους άλλους. Ήτανε πάντως γεμάτος ο θάλαμος θυμάμαι. Και πλάγιασα γιατί από τον πυρετό ήμουνα ζαλισμένος. Όταν ξύπνησα κάποιες ώρες ή μέρες αργότερα, ούτε που ξέρω, ο θάλαμος ήτανε άδειος. Πού πήγανε όλοι; ρώτησα τη νοσοκόμα. Είσαι τυχερός, μου απάντησε εκείνη». Αυτό είχε πει σε συνέντευξη ένας άνθρωπος 102 ετών (το 2002). Τον είχαμε ρωτήσει πώς τα κατάφερε και έφτασε τα 102, γιατί η συνέντευξη δεν ήταν για την γρίπη, μα για τους αιωνόβιους και τις “συνταγές” τους για μακροβιότητα. «Δεν ξέρω πώς έζησα τότε ή ως τα 100. Ξέρω ότι μου άρεσαν πολύ οι κλημεντίνες και τα αμύγδαλα. Κάπνιζα κιόλας. Το έκοψα στα 90. Δεν έσκαγα και εύκολα για τίποτα, ήμουν καρτερικός. Σε όλη τη ζωή μου, δεν αρρώσταινα συχνά», είχε πει. Ο άνθρωπος ήταν “γερό κόκαλο” ή όπως λένε οι γιατροί, τον ευνόησε το DNA του.
Η έρευνα της αναπληρώτριας καθηγήτριας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευγενίας Μπουρνόβα, που με κόπο αναζήτησε σε αρχεία τις απώλειες στην Αθήνα, δείχνει τις μεγάλες απώλειες στο στρατό τον Οκτώβρη του 2018. Οι απώλειες δεν σταμάτησαν ως το Δεκέμβρη. Σε ένα χωριό ένας άλλος αιωνόβιος, που η γρίπη τον βρήκε οκτώ χρονών, θυμόταν ότι «όλοι κρεβατώθηκαν, μα σταθήκαμε τυχεροί, στο δικό μας σπίτι δεν πέθανε κανείς. Εγώ και η γιαγιά φτιάχναμε κοτόσουπες στους άλλους. Δεν αρρωστήσαμε. Πέθαναν πολλοί στο χωριό τότε. Ούτε φάρμακα είχαμε ούτε γιατρούς. Ούτε τίποτα αλλάξαμε απ’ όσα κάναμε, κανονικά ζούσαμε. Και αγκαλιές και φιλιά. Δεν μαθαίναμε και τίποτα τότε. Από πού να μάθουμε; Όποιος ήτανε να φύγει, έφευγε, όποιος ήταν να μείνει, έμενε».
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς στο βιβλίο του “Η γρίππη στη Σκύρο” μεταφέρει την απελπισία των ντόπιων: «Ο Πρόεδρος τηλεγραφούσε κάθε μέρα στην Κυβέρνηση για φάρμακα και γιατρούς, που λείπανε ολότελα από τον τόπο και η Κυβέρνηση του ‘στελνε για απάντηση ανόητες και εξωφρενικές οδηγίες για σύσταση επιτροπών καθαριότητας των δρόμων και των σπιτιών, την ώρα που τρεις χιλιάδες άνθρωποι πεσμένοι κάτω χαροπαλεύανε. Ούτε φάρμακα, ούτε γιατρός, ούτε τρόφιμα σταλθήκανε σ’ όλο τον άναμμα του κακού, έξω από ένα βαρέλλι σόδα και λίγες ένεσες κινίνο που αρπαχτήκανε και ξοδευτήκανε από την ίδια στιγμή, κι ο τόπος απόμεινεν έτσι, να χάνει τους δικούς του, να φεύγει μέσα στο σπαραγμό μιας χωρίς όνομα εγκατάλειψης, το δρόμο που δεν έχει άλλο γυρισμό».
Υπήρξε και τρίτο κύμα το 1919. Βαριά ήταν και η γρίπη του 1931, όμως δεν άφησε πολλούς νεκρούς σαν του 1918 και δεν ξέρουμε αν ήταν το ίδιο στέλεχος με την ισπανική. Το 1931 αρρώστησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το μισό Υπουργικό Συμβούλιο και έκλεισε η Βουλή και πήραν μέτρα καραντίνας. Μετά το φοβερό φθινόπωρο του 1918 και την άνοιξη του 1919, όμως, ο ιός φαίνεται πως μάλλον μεταλλάχθηκε σε λιγότερο θανατηφόρο, γιατί σε όλες τις χώρες οι νεκροί πλέον μειώθηκαν θεαματικά κι ας σημειώθηκε σε πολλές και τέταρτο κύμα.
Θα εξαφανιστεί κι ο κορονοϊός;
Επειδή πολλά στελέχη θανατερά εξαφανίστηκαν, λένε πολλοί ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα εξαφανιστεί κι ο κορονοϊός. Γιατί αυτό έγινε με την ισπανική γρίπη μετά από δύο έως τέσσερα κύματα ανά χώρα: το δεύτερο κύμα διήρκεσε 6-12 εβδομάδες και ήταν εξοντωτικό. Έπειτα ο ιός σαν να αραίωσε, και χάθηκε, εξαλείφθηκε μέσα από την πορεία του στον πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι τότε είχε προσβληθεί το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού και είχαν πεθάνει πάνω από 50 εκατομμύρια. Η ανοσία της αγέλης προϋποθέτει να έχει μολυνθεί πάνω από το 50% του πληθυσμού σε κάθε χώρα. Πολλοί λένε ότι χάθηκε ο ιός χάρη στην ανοσίας της αγέλης και πολλοί θεωρούν ότι ο ιός μεταλλάχθηκε και έγινε λιγότερο επικίνδυνος από ό,τι ήταν αρχικά.