Γιατί το ζήτημα των Σκοπίων δεν έχει λυθεί
12/01/2019Όσοι θεωρούν ότι το ζήτημα των Σκοπίων έχει λυθεί με τη Συμφωνία των Πρεσπών αυταπατώνται. Ένα εθνικό θέμα αντιμετωπίζεται ως εθνικό, δηλαδή ως θέμα του συνόλου του ελληνικού λαού και των εκπροσώπων του, μέσα από μια αντίστοιχη διαδικασία πραγματικά ενωτική, γενναία, δημοκρατική. Η οποιαδήποτε άλλη τακτική συγκολλήσεων, πολιτικών προσαρτήσεων, παρασκηνιακών τακτοποιήσεων βεβαιώνει, μέσα στην αγχωτική της λαθροβίωση, για την αδυναμία, το αδιέξοδο και τη ματαιότητά της.
Δεν τιμά το ελληνικό κοινοβούλιο, δεν τιμά καμία ελληνική κυβέρνηση, δεν τιμά κανένα πολιτειακό θεσμό, μια εικόνα αγχωτικής, οριακής υπέρβασης των “150”, όσον αφορά μια συμφωνία για την οποία ο ελληνικός λαός δεν έχει ερωτηθεί, ούτε και αποτολμάται να ερωτηθεί. Πάντως, η θέση του, επί 27 χρόνια, είναι πεισματικά αντίθετη από αυτήν που επίσημα προωθείται.
Τα παρακάτω ζητήματα είναι κρίσιμα, έχουν διαχρονικό χαρακτήρα, επανέρχονται και θα επανέλθουν και πρέπει να ξεκαθαρισθούν. Διευκρινίζουμε, λοιπόν:
Πρώτον, όσοι υποτιμούν τα Σκόπια, λέγοντας ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε ένα μικρό κράτος και ότι δεν μπορεί να αποτελεί “απειλή” για την Ελλάδα, παραγνωρίζουν την τάση των αδύναμων κρατών να μετατρέπονται σε όργανα, στα χέρια κρατών ισχυρότερων που θέλουν να προκαλέσουν ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Επίσης, σε ένα πιθανό περιβάλλον αναταράξεων οι χρόνιοι, ενεργοί, μη ακυρωμένοι αλυτρωτισμοί-επεκτατισμοί, μέσα από καιροσκοπικές “συμμαχίες” ισχυρών κέντρων, μπορούν να επιφέρουν ρήγματα και να επηρεάσουν καθοριστικά τα κύρια εθνικά μέτωπα.
Είναι, επιπλέον, σημαντικό να κατανοηθούν οι λόγοι και οι σκοπιμότητες που το τιτοϊκό μεταπολεμικό κατασκεύασμα, κυριολεκτικά σταλινικής έμπνευσης, δεν ακυρώθηκε με τη λήξη της ψυχροπολεμικής περιόδου, τουλάχιστον ως προς τα αλυτρωτικά-αναθεωρητικά του στοιχεία, αλλά κρατήθηκε, υποστηρίχθηκε και αναγνωρίσθηκε. Ο αλυτρωτισμός του, συνώνυμος σε βάθος χρόνου με σχέδια σφαιρών επιρροής και αλλαγής συνόρων, πέρασε σταδιακά από το πλαίσιο του Τίτο, στο πλαίσιο (και τα ενδεχόμενα ή προκύπτοντα πλάνα) των ισχυρών Δυτικών Κέντρων.
Κρίσιμο σημείο, το οποίο έχει διαφύγει από την οπτική της ελληνικής εθνικής πολιτικής, κάτω και από τις πιέσεις, αλλά και τα όποια δελεαστικά του δυτικού παράγοντα. Κανονικά, θα έπρεπε να αποτελέσει σημείο συζήτησης για την ξεκάθαρη αλλαγή στάσης των δυτικών, έναντι του «μακεδονικού αλυτρωτισμού», και πίεση των Σκοπίων για τη ριζική, πρακτική ακύρωσή του, ως πρωταρχικό όρο για να προχωρήσει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Αν ο Μάθιου Νίμιτς, ως διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, είχε ένα καθήκον, το οποίο η ελληνική πλευρά όφειλε να θέσει εξαρχής, αυτό ήταν το παραπάνω (δηλαδή η ακύρωση του «μακεδονικού αλυτρωτισμού»), ως θεμελιώδης όρος για τον σεβασμό των συνόρων, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή, και όχι η αναζήτηση ενός ονοματολογικού καμουφλάζ για τον αλυτρωτισμό.
Ανοιχτό μόνο το μέτωπο με την Τουρκία
Δεύτερον, διατυπώνεται η θέση ότι: η Ελλάδα έχει συμφέρον να μην έχει κανένα άλλο μέτωπο ανοικτό, παρά μόνο το “προς ανατολάς μέτωπο” (με την Τουρκία).
Μία κακή λύση, όμως, στο ζήτημα των Σκοπίων, λειτουργεί αντιστρόφως. Ενισχύει την εντύπωση και τις σκέψεις της Άγκυρας ότι αφού η Αθήνα κάνει υποχωρήσεις σε απαιτήσεις των αδύναμων Σκοπίων, αν πιεσθεί ασφυκτικά, θα υποχωρήσει πολύ περισσότερο, έναντι των απαιτήσεων της ισχυρότερης Τουρκίας. Αυτή, εξάλλου, είναι γραμμή της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, την οποία στην Αθήνα έχουν ήδη βαφτίσει “εκσυγχρονισμό της Λωζάνης”!
Τρίτον, είναι διαδεδομένη η άποψη ότι διαπραγμάτευση σημαίνει συμβιβασμός κι ένα είδος συναλλαγής (“παίρνεις και δίνεις”). Είναι κρίσιμο, όμως, να εννοηθεί ότι η διαπραγμάτευση για την Ελλάδα ξεκινάει από μία θέση αρχής: πως οτιδήποτε αμφισβητεί, οτιδήποτε επιζητά δικαιώματα πάνω στην ελληνική εθνική οντότητα δεν μπορεί να γίνει και δεν θα γίνει δεκτό. Δεν μπορεί να υιοθετείται η δήθεν διαπραγματευτική θέση, που αποτέλεσε θέση της ελληνικής κυβέρνησης: “θα πάρω το erga omnes και θα δώσω τη ‘μακεδονική ταυτότητα’ ” .
“Μακεδονική ταυτότητα” που αποτελεί συστατικό στοιχείο του “Μακεδονισμού”, δηλαδή της προσβολής της ελληνικής (ελλαδικής) oντότητας, του αλυτρωτικού επεκτατισμού των Σκοπίων. Επίσης, το γεγονός ότι είχε δημιουργηθεί ένα αρνητικό προηγούμενο σε πολιτικό επίπεδο από τον τρόπο που κυρίως οι κυβερνήσεις της ΝΔ διαχειρίσθηκαν το zήτημα, καθώς και το γεγονός ότι διεθνώς αρκετοί μιλούσαν για «Μακεδονία» και «Μακεδόνες», δεν σημαίνει ότι το θέμα είχε τελειώσει. Θεσμικό τετελεσμένο δεν υπήρχε. Υπογραφές δεν είχαν μπει!
Και ακόμα και εκείνοι που μιλούσαν για «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» ήξεραν και έδειχναν την Ελλάδα ως το κλειδί στο ζήτημα αυτό. Η ελληνική κυβέρνηση, κάθε ελληνική κυβέρνηση, θα μπορούσε να διαπραγματευθεί από μηδενική βάση. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διαπραγματευθεί μία καλύτερη λύση και, εν πάση περιπτώσει, να αφήσει τα Σκόπια στη διπλωματική μέγκενη, μέχρι να αποδεχθούν αυτό που πραγματικά αντιπροσωπεύουν στην περιοχή (κι όχι τη “Μακεδονία”, ή μέρος της -“Βόρεια Μακεδονία”-, για να διεκδικούν το υπόλοιπό της, ώστε να δημιουργηθεί η “Ενωμένη-Ενιαία Μακεδονία”).
Η σύγκριση
Τέταρτον, διατυπώνεται η άποψη ότι το «Μακεδόνας/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» είναι προτιμότερο, από το σκέτο «Μακεδόνας» που αναγραφόταν μέχρι τώρα στα διαβατήρια των γειτόνων μας. Η λογική αυτή εκκινεί από μία σύγκριση: τι ίσχυε πριν τη συμφωνία και τι θα ισχύσει μετά την εφαρμογή της. Η σύγκριση αυτή είναι παραπλανητική, γιατί παρακάμπτει την κρίσιμη ειδοποιό διαφορά: αυτό που ίσχυε μέχρι τώρα, δεν είχε τη σφραγίδα της Ελλάδας, ενώ αυτό που θα ισχύσει μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας θα έχει την υπογραφή της.
Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, ακόμα και εάν είχαμε συμφωνήσει στο όνομα «Μακεδονία-Σκόπια», μόνο για διεθνή χρήση, και πάλι θα έπρεπε να είμαστε ευχαριστημένοι, επειδή συγκριτικά είναι καλύτερο από το σκέτο «Μακεδονία». Ο συνειρμός που θα κάνουν τρίτοι, όσο θα υπάρχουν “Βόρεια Μακεδονία” και “Μακεδόνες”, είναι ότι υπάρχει και μία Νότια Μακεδονία με Μακεδόνες. Δηλαδή, εμμέσως, πλην σαφώς και καθαρά, επικυρώνεται το ιδεολόγημα της «διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας» (και, συνεπώς, το δίκαιο της ενοποίησής της, δηλαδή, γίνεται αποδεκτή η βάση προώθησης του αλυτρωτισμού-επεκτατισμού).
Επιπλέον, η ελληνική επικύρωση μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικής εθνικότητας -κι ας μην εκπλαγεί κανείς- ανοίγει τον δρόμο για τη νόμιμη (με βάση τη συγκεκριμένη Συμφωνία) διεκδίκηση και ίδρυση Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού (με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται), όχι μόνο στη Φλώρινα και το Αμύνταιο, αλλά και στην Έδεσσα, στην Αριδαία, στην Καστοριά, στο Κιλκίς, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, παντού επί της ελληνικής επικράτειας.
Το δικαίωμα το αυτοπροσδιορισμού
Πέμπτον, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού επανέρχεται με έναν χονδροειδή τρόπο. Πρώτα απ΄όλα, στο Διεθνές Δίκαιο το δικαίωμα αυτό είναι ατομικό. Αφορά το δικαίωμα του κάθε ατόμου να ορίζει ποια είναι η εθνική του συνείδηση. Δεν σημαίνει ότι ένας λαός ή μια κοινωνική πληθυσμιακή οντότητα μπορεί να επιλέγει, χωρίς περιορισμούς, όποιο όνομα θέλει για τον εαυτό του, για το κράτος και τη γλώσσα του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ζητήματα αμφισβήτησης, αντιπαράθεσης, προσβολής που μπορεί να δημιουργεί.
Επειδή η ονομασία ενός κράτους και ενός έθνους συμπυκνώνει την ταυτότητά του, η ελευθερία επιλογής ονόματος σταματάει εκεί που αρχίζει να θίγει άλλους, να συγκρούεται με άλλους, όπως ακριβώς συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση (των Σκοπίων έναντι της Ελλάδος).
Εάν ίσχυε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, όπως κάποιοι από τον κυβερνητικό χώρο εξακολουθούν να υποστηρίζουν, γιατί οι Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Κοτζιάς απαίτησαν από τους γείτονες να αλλάξουν το όνομα του κράτους τους; Θα έπρεπε, θα μπορούσαν να αποδεχθούν το σκέτο “Μακεδονία” (πράγμα που, δυστυχώς, αποτελούσε επίσημη παλιότερη θέση οργανωμένων μερών αυτού του πολιτικού χώρου). Όπως επίσης θα έπρεπε, θα μπορούσαν να αποδεχθούν ότι και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι τουρκική (όπως αυτοπροβάλλεται από τις υποκινούμενες από το τούρκικο προξενείο ομάδες).
Συντριπτική η θέληση του ελληνικού λαού
Έκτον, υπάρχουν ορισμένοι που μιλούν για ευαισθησία στο ζήτημα εντοπισμένη αποκλειστικά στη Βόρεια Ελλάδα. Επιθυμούν, μάλλον, να κρύψουν δική τους αδράνεια-χαλαρότητα ή και χαμηλό αίσθημα ευθύνης, χωρίς να συνειδητοποιούν τα επερχόμενα χειρότερα. Υπάρχουν ασφαλώς περιοχές στη Βόρεια Ελλάδα με ποσοστά 85% (“όχι”, στη χρήση του όρου Μακεδονία), 75% (“όχι”, στη Συμφωνία), ωστόσο συνολικά η θέληση του ελληνικού λαού είναι στο ζήτημα συντριπτική!
Συνολικά ο ελληνικό λαός, όπως έχει δείξει και με τις πρωτοφανείς συνεχείς κινητοποιήσεις του, παρά το μιντιακό προπαγανδιστικό ορυμαγδό, τώρα αλλά και τα τελευταία 27 χρόνια, έχει βαθιά συναίσθηση, στέκεται ανυποχώρητος και ενωμένος. Αυτή είναι η βάση για κάθε θετική πρόταση-λύση. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει στήριξη, δεν υπάρχει βάση, δεν υπάρχει λύση.
Αν ούτε οι κινητοποιήσεις του λαού, ούτε οι αποφάσεις των φορέων του, ούτε οι δημοσκοπήσεις, ούτε οι καθημερινές αντιδράσεις του, δεν λένε τίποτα για τους κυβερνώντες, ας δοθεί απευθείας ο λόγος στο λαό. Ιδιαίτερα οι δημοκράτες στις δημοκρατίες δεν φοβούνται να προσφύγουν στον λαό, να έχουν τη γνώμη και τις αποφάσεις του. Ας κάνουν, λοιπόν, ως δημοκράτες, αυτό που και επίμονα έχει ζητηθεί: δημοψήφισμα.