Πώς υπό όρους μία τουρκική επίθεση στην Ελλάδα θα γίνει μπούμεραγκ
15/12/2022Η ευθεία απειλή του Ερντογάν για τουρκική επίθεση και πιο συγκεκριμένα ότι “αν δεν βάλουμε μυαλό” θα βομβαρδίσει την Αθήνα με τον τουρκικής κατασκευής αναπτυσσόμενο πύραυλο Tayfun, πέρα από τις άλλες διαστάσεις της, αντανακλά την μεγάλη πρόοδο που έχει πραγματοποιήσει η τουρκική πολεμική βιομηχανία ειδικά στους τομείς των drones και των πυραυλικών συστημάτων. Κι αυτό, όταν η ελληνική πολεμική βιομηχανία στους αντίστοιχους τομείς είναι υποτυπώδης, εάν όχι ανύπαρκτη.
Κρίνοντας από τις ελληνικές αμυντικές ανάγκες, η Ελλάδα όφειλε να πρωτοστατεί σε επίπεδο μεσαίων χωρών και στους δύο παραπάνω τομείς. Ας σημειωθεί ότι τα νέα συστήματα επιτρέπουν στις μονάδες πυροβολικού να παραμένουν παθητικές και ταυτόχρονα να βλέπουν καθαρά το πεδίο της μάχης. Αυτό προσδίδει στην άμυνα σαφές πλεονέκτημα. Οι ηλεκτρο-οπτικοί και ηλεκτρονικοί αισθητήρες μπορούν να παρέχουν πολλές πληροφορίες. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με εξωτερικούς αισθητήρες, όπως δορυφόρους (τις εικόνες από αυτούς μπορούν να “δανείσουν” στην Ελλάδα σύμμαχοι) και drones, επιτρέπουν στους αμυνόμενους να “βλέπουν” το πεδίο της μάχης, χωρίς να αποκαλύπτουν τις δικές τους θέσεις.
Εάν εκδηλωθεί τουρκική επίθεση, οι Έλληνες αμυνόμενοι δεν θα χρειαστεί να δώσουν στίγμα (εκπομπή όποιας μορφής ραδιοκυμάτων), μέχρι να εκτελέσουν πυρά. Και θα έχουν το πλεονέκτημα να πολεμούν από προετοιμασμένες (οχυρωμένες) θέσεις. Τα αυτόνομα και τα τηλεχειριζόμενα συστήματα αναπτύσσονται ταχύτατα παγκοσμίως. Άρα οι αμυνόμενοι μπορούν να βρίσκονται σε απόσταση από τα όπλα τους και να μην κινδυνεύουν με αποκάλυψη των θέσεων τους μετά την βολή. Τα φθηνά αυτόνομα drones που είναι εν χρήσει και υπάρχει πλέον η δυνατότητα να παραχθούν μαζικά, μπορούν και να επιτεθούν σε σμήνη. Άρα, θεωρητικά, ο αμυνόμενος μπορεί να εκτοξεύσει εκατοντάδες ή και χιλιάδες περιπλανώμενα πυρομαχικά, ή αυτόνομα drones για να προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους επιτιθέμενους.
Μια τουρκική επίθεση είναι δύσκολη επιχείρηση, όπως η διάβαση ποταμού (Έβρος) κι ακόμη δυσκολότερη η απόβαση σε νησί. Μπορεί να ναυαγήσει πριν καν εμπλακεί το πεζικό. Η εγγύτητα των ελληνικών νησιών κάνει την άμυνά τους πλέον αλληλοκαλυπτόμενη (Χίος-Σάμος 66 χλμ, Χίος-Λέσβος 52 χλμ, Χίος-Ικαρία 20 χλμ). Αντίθετα, ο επιτιθέμενος πρέπει να μετακινηθεί για να προβεί σε επιχειρήσεις και άρα θα προδώσει όχι μόνο τη θέση του, αλλά και τις προθέσεις του. Αυτό εν μέρει αναιρεί το παραδοσιακό πλεονέκτημα της επιλογής του χρόνου και του τόπου επίθεσης. Επίσης, το πλεονέκτημα της φυσικής συγκέντρωσης είτε επιθετικών είτε αμυντικών δυνάμεων μειώνεται, καθώς το εύρος των όπλων αυξάνεται δραματικά. Η πολεμική μάζα πλέον αφορά τη συγκέντρωση πυρών μεγάλης εμβέλειας αντί της μάζας στρατιωτών.
Τουρκική επίθεση στη θάλασσα
Σήμερα, τα χερσαία αντιπλοϊκά συστήματα μπορούν να ελέγχουν την επιφάνεια της θάλασσας σε ολοένα αυξανόμενη εμβέλεια. Τα συστήματα βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων κρουζ που εκτοξεύονται από ξηρά και αέρα, καθώς και τα drones που βασίζονται σε συστήματα επιτήρησης, έχουν το τεράστιο πλεονέκτημα να κρύβονται στο χερσαίο περιβάλλον. Αντίθετα τα πλοία επιφανείας πρέπει να λειτουργούν σε πολύ πιο ανοιχτά περιβάλλοντα.
Τα επίγεια συστήματα έχουν το πλεονέκτημα τόσο της εμβέλειας όσο και του γεγονότος ότι μπορούν να τροφοδοτούνται με πυρομαχικά. Και εάν τα συστήματα λέιζερ και μικροκυμάτων αποδειχθούν αποτελεσματικά, οι δυνάμεις που βασίζονται στην ξηρά θα έχουν τεράστιο πλεονέκτημα στην ικανότητα προβολής ισχύος. Το ρητό –αποδίδεται στο ναύαρχο Νέλσονα– «είναι ανόητο ένα πλοίο να πολεμά ένα οχυρό» όχι μόνο παραμένει αληθές, αλλά τώρα εκτείνεται σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από την ακτή.
Ο υποβρύχιος πόλεμος θα συνεχίσει να ευνοεί την επίθεση στα βαθιά ύδατα, αλλά θα ευνοεί την άμυνα σε θαλάσσια στενά και σε ρηχά νερά. Οι αναδυόμενες τεχνολογίες κάνουν τα ρηχά νερά πιο διαφανή από ποτέ, και οι συστοιχίες σταθερών αισθητήρων μπορούν να καλύψουν βασικά περάσματα μεταξύ ανοιχτών θαλασσών. Αυτός είναι ο λόγος που το Αιγαίο μπορεί να μετατραπεί de facto σε ελληνική θάλασσα.
Ο πλους στο Αιγαίο μπορεί να καταστεί απαγορευτικός για τους Τούρκους, επειδή υπό όρους το Αρχιπέλαγος μπορεί να μετατραπεί σε θάλασσα άρνησης περιοχής-άρνησης πρόσβασης (Α2/AD) κι όχι μόνο λόγω της δράσης του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ήδη οι από ξηρά και αέρα εκτοξευόμενοι αντιπλοϊκοί πύραυλοι, που βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο, καθιστούν τον πλου τουρκικών πολεμικών σκαφών πέραν της κάλυψης των μικρασιατικών ακτών, σχεδόν αυτοκτονική. Εάν, μάλιστα, η Ελλάδα αγοράσει και άλλα τέτοια πυραυλικά συστήματα (Exocet, Harpoon κλπ) θα υποχρέωνε τον τουρκικό στόλο ή να εγκλωβιστεί στα λιμάνια του με τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, ή να κινηθεί μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου, λόγω γεωγραφίας, επικρατούν άλλες συνθήκες.
Το γεγονός ότι οι Τούρκοι έχουν δώσει έμφαση στην παραγωγή των δικών τους αντιπλοϊκών συστημάτων (Atmaca) δείχνει ότι κατανοούν πλήρως την σημασία του δόγματος “άρνηση περιοχής-άρνηση πρόσβασης (Α2/AD), το οποίο από μόνο του καταδεικνύει την στροφή προς τις αμυντικές δυνατότητες, κυρίως εναντίον του ελληνικού στόλου. Η Ελλάδα οφείλει να διδαχθεί από την παραγωγή τουρκικών πυραυλικών συστημάτων. Η ανάπτυξη βιομηχανίας έξυπνων πυρομαχικών και πυραυλικών συστημάτων θα άλλαζε προς όφελος της Ελλάδας τον συσχετισμό δυνάμεων σίγουρα στο Αιγαίο και σε σημαντικό τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου.
Τουρκική επίθεση στον αέρα
Η εμφάνιση εγκιβωτιοποιημένων πυραύλων Κρουζ μεγάλης εμβέλειας και οπλισμένων με πυραύλους μη επανδρωμένων αεροσκαφών που αναπτύσσονται σε ποικιλία θαλάσσιων μέσων (ακόμη και σε εμπορικά πλοία) σημαίνει ότι μπορούν να χτυπηθούν βάσεις σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Ούτως εχόντων των πραγμάτων μπορεί μία χώρα να υπερασπιστεί τις εγκαταστάσεις της από σμήνη πυραύλων και drones; Σε μια σύρραξη περίπου ισότιμων αντιπάλων, αυτό δυσχεραίνει τις αεροπορικές επιχειρήσεις εκατέρωθεν και η έλλειψη της αεροπορικής υποστήριξης των επιτιθεμένων επίσης ευνοεί την άμυνα.
Χώρες, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, ποντάρουν πολύ σε όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας –λέιζερ και μικροκυμάτων (ηλεκτρομαγνητικός παλμός EMP)– για να εξουδετερώσουν τις επιθέσεις κορεσμού. Τα πολλά υποσχόμενα αυτά όπλα είναι ακόμη σε πρώιμη φάση ανάπτυξης. Αυτό, όμως, είναι ένας πρόσθετος λόγος που επιβάλει στην Ελλάδα να επενδύσει πριν χαθεί και άλλη μια ευκαιρία, ιδίως τώρα που οι σχέσεις της με το Ισραήλ είναι σε άριστο σημείο.
Τα κατευθυνόμενα ενεργειακά όπλα θα μπορούσαν να προστατεύουν κρίσιμες εγκαταστάσεις από drones και πυραύλους, αλλά και από μαχητικά αεροσκάφη. Όταν αναπτυχθούν, αυτά τα όπλα θα παρέχουν σημαντικό πλεονέκτημα στην άμυνα για δύο λόγους:
- Πρώτον, απαιτούν μεγάλα συστήματα ισχύος για να λειτουργήσουν. Ο επιτιθέμενος πρέπει να φέρει μαζί του συστήματα ισχύος για την παραγωγή σημαντικών ποσών ενέργειας, πράγμα δύσκολο από τη φύση του. Αντίθετα, ο αμυνόμενος απλά παίρνει ενέργεια απευθείας από το εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για ουσιαστικά απεριόριστη ισχύ, αν θέλει.
- Δεύτερον, ο αμυνόμενος μπορεί να κρύβει αυτά τα μικρά σε μέγεθος συστήματα στο χερσαίο περιβάλλον.
Ο επιτιθέμενος, από τη φύση του, πρέπει να κινηθεί προς την αμυνόμενη περιοχή, πράγμα που σημαίνει ότι θα παράγει ίχνη, που οι αμυνόμενοι θα εντοπίσουν. Αντίθετα, οι αμυνόμενοι δεν χρειάζεται να παράγουν ίχνος μέχρι να εμπλακούν. Καθώς τα κατευθυνόμενα ενεργειακά όπλα γίνονται επιχειρησιακά, θα αυξήσουν το πλεονέκτημα που έχει η άμυνα έναντι της επίθεσης στον τομέα του αέρα κι αυτό είναι κάτι που η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει.
Η προτίμηση του Ερντογάν
Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η ζυγαριά στις τωρινές συνθήκες και στο ορατό μέλλον, γέρνει αποφασιστικά στην πλευρά της άμυνας. Αυτό ευνοεί την Ελλάδα, η οποία δεν έχει επιθετική στρατηγική, δεν σκοπεύει να επιτεθεί στην Τουρκία. Εκτός αυτού, υπό όρους, την ευνοεί και η γεωγραφία. Ο όρος είναι η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα που αντιπροσωπεύουν τα νησιά, εάν αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία.
Από την άλλη πλευρά, κάποιοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι η επίθεση αυξάνει τη διακύμανση των στρατιωτικών αποτελεσμάτων. Καθώς η επίθεση γίνεται ισχυρότερη, είναι πιο πιθανό να προκληθεί ή ολική νίκη ή ολοκληρωτική ήττα του επιτιθέμενου στρατού, παρά ο πόλεμος να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, ή σε μικρές συνοριακές αλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι η επίθεση καθιστά τον πόλεμο λιγότερο ασφαλή για τον ηγέτη που την αποφασίζει.
Αντίθετα, όταν το πάνω χέρι έχει η άμυνα, ειδικά αυταρχικοί ηγέτες με επεκτατικές προθέσεις, όπως ο Ερντογάν, προτιμούν να διεξαγάγουν έναν πόλεμο στην περιφέρεια της επικράτειάς τους και με αντιπάλους, χωρίς παρόμοιες στρατιωτικές δυνατότητες. Και τον προτιμούν επειδή δεν υπάρχει φόβος μήπως μία ήττα, ή ακόμα και μία μεγάλη απώλεια, προκαλέσει την ανατροπή του καθεστώτος.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Ερντογάν δεν δίστασε να επέμβει στρατιωτικά στη βόρεια Συρία, στη Λιβύη και στο Ιράκ, αλλά παρά τους συνεχείς λεονταρισμούς και απειλές του απέφυγε μία σύρραξη με την Ελλάδα. Δεν κέρδισε μεγάλο πόλεμο, αλλά κέρδισε μικρούς. Αυτό σημαίνει ότι ο πειρασμός του είναι το θερμό επεισόδιο κι όχι ο γενικευμένος πόλεμος, ο οποίος στην ελληνοτουρκική περίπτωση θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις και για τον όποιο “νικητή”.