Η πεταλούδα των Χριστουγέννων
29/12/2022Θυμάμαι ακόμα ολοζώντανα εκείνα τα τελευταία Χριστούγεννα στο μακεδονίτικο χωριό, πριν την μετάθεση των γονιών μου στη Θεσσαλονίκη. Ήταν προχωρημένο βράδυ προπαραμονής της Πρωτοχρονιάς, όταν ξύπνησα κλαίγοντας σε κακά χάλια. Καθόμουν ανακούρκουδα στο κρεβάτι μου με τα μαλλιά ανάκατα να πέφτουν στα μάτια μου, το πρόσωπο κατακόκκινο και τα βλέφαρα ερεθισμένα απ’ τον πυρετό που με έδερνε λόγω των πρησμένων αμυγδαλών μου.
Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά και η δίψα μού είχε στεγνώσει το στόμα. Η μητέρα με βοήθησε να γείρω στο μαξιλάρι μου και ύστερα με τα μαγικά της χέρια απόθεσε στο μέτωπό μου, τους κροτάφους και τις αρθρώσεις μου μικρές παγωμένες κομπρέσες με ξύδι και νερό απ’ τη λεκανίτσα που είχε στο πλάι. Δίχως να το καταλάβω, βυθίστηκα αμέσως σε ύπνο απαλλαγμένη απ’ τους πόνους και τις δονήσεις του σώματός μου, που τις προκαλούσε το ρίγος του πυρετού. Ήταν μια νυκτερινή έξοδος στην καρδιά του Χειμώνα. Στο μέσο του βραδινού λυκόφωτος είχαν βγει ήδη τα αστέρια και σκορπούσαν λάμψη βασιλική στο στερέωμα.
Γλιστρούσα απαλά μέσα στο χρόνο ακολουθώντας το μελιχρό φως του φεγγαριού, που πήρε τη θέση του στον κατάμαυρο φόντο και με τύλιγε ονειρικά στους αργυρούς ρόμβους του. Κατά περίεργο τρόπο ένιωθα ελεύθερη, απελευθερωμένη, παρασυρμένη σε μια μαγεία ηδονική, σχεδόν παραδεισιακή, που μου έδινε την εντύπωση ότι έπλεα μέσα στην μνήμη μου, ευάλωτη σε συγκινήσεις και πειρασμούς ασυμβίβαστους με την ηλικία μου, που μ’ έκαναν να νιώθω… ”μεγάλη”.
Και ήμουν ”μεγάλη”! Μια πεταλούδα χειμωνιάτικη, μια πεταλούδα των Χριστουγέννων που είχε μετασχηματιστεί μαγικά βγαίνοντας απ’ το κουκούλι του σώματός της. Ήταν σαν να άνοιξα ξαφνικά μια πόρτα της ψυχής μου, απ’ όπου ξεπετάχτηκαν βιαστικά οι σκέψεις και τα όνειρά μου, οι αναμνήσεις και οι θεϊκοί ασπασμοί, που μ’ έκαναν ν’ αναγνωρίζω τους αρχαίους προγόνους, τους συγγενείς και τους φίλους μου στο γοργοκύλισμα του χρόνου. Μέσα σ’ αυτούς τους τελευταίους αναγνώρισα την Φανή, τη φιλενάδα μου, που ήταν μεγαλύτερη από μένα, αναπτυγμένη, κομψή, τέλεια δεσποινίδα. Η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά, αναγκασμένη καθώς ήταν να μένει άλαλη και τυφλή μέρες και νύχτες υπομένοντας τα μαρτύρια της αρρώστιας μου.
Η προετοιμασία για την έξοδο
«Επιτέλους, ζω!», ομολόγησα με χαρά και γλίστρησα σαν σύννεφο προς το μέρος της με ζωντανεμένο κορμί, για να την αγκαλιάσω και να την φιλήσω μ’ ένα σκαστό γελάκι, μεθυσμένο απ’ τον πυρετό. Εκείνη με κοίταξε ένα λεπτό σιωπηλή με τα ζουμπουλιά μάτια της κι ύστερα μου χαμογέλασε γλυκά σχηματίζοντας δυο υπέροχα λακκάκια στα μάγουλά της. Γρήγορα όμως σοβάρεψε πάλι και, υψώνοντας τα τόξα των καλογραμμένων φρυδιών της, με ρώτησε με ύφος ανήσυχο αν ήμουν σε θέση να καλαντίσω μαζί της. «Μα τι λες τώρα, Φανή; Και βέβαια είμαι», της απάντησα με προσποιητή βεβαιότητα και συμπλήρωσα βιαστικά αποφεύγοντας τη ματιά της. «Θα προτιμούσα όμως να πάμε στα σπίτια της γειτονιάς αυτήν τη φορά, για να γυρίσω γρήγορα σπίτι…».
«Δεν ήξερα πως είσαι άρρωστη. Τώρα που σε βλέπω, όμως, φοβάμαι πως δεν πρέπει να έρθεις…», μουρμούρισε στενάχωρα λοξοκοιτώντας προς την μεριά της μητέρας μου που τη μάλωνε με τα μάτια. «Έννοια σου και νιώθω καλύτερα με τα φάρμακα που με έδωσε ο γιατρός. Έπεσε κιόλας ο πυρετός. Το νιώθω… Μην ανησυχείς. Μπορούμε να πάμε!..», την καθησύχασα και με ύφος ανέμελο, για να την ξεγελάσω, άρχισα να κάνω σχέδια… «Θα πάρουμε και τον Λάμπη μαζί μας, για να κρατάει τα κεράσματα που θα μας δώσουν: τα δεματάκια με τις χορτόπιτες, τα μελομακάρονα, και τους κουραμπιέδες…».
«Αν δεν τα φάει καθ’ οδόν ο ίδιος, όπως έκανε πέρσι…», έκανε γελώντας πειραχτικά η φίλη μου και με έστειλε γρήγορα να ντυθώ, για να πάμε μια βόλτα στο μικρό πευκοδάσος και να δούμε από κοντά τα χιονισμένα δέντρα και τα φυτά του.
Στον χιονισμένο αυλόγυρο
Βγήκαμε με πολλές προφυλάξεις στον χιονισμένο αυλόγυρο του σχολείου, για να μην γλιστρήσουμε. Κοντά στους κήπους των τάξεων είδαμε τον χιονάνθρωπο του πατέρα, με τον κόκκινο σκούφο του, τα καρβουνένια του μάτια και το μισάνοιχτο στόμα με το καρότο στην μέση, που στράβωνε αστεία προς τα δεξιά, σπρωγμένο απ’ το φύσημα του ανέμου. Μέσα σε λίγα λεπτά φτάσαμε στο μικρό πευκοδάσος, όχι πολύ μακριά απ’ το (κρατικό) σπίτι μας, το ”σπίτι του δασκάλου”, όπως λεγόταν. Σταθήκαμε άφωνες κοντά στις σκεπασμένες με χιόνι βρύσες, όπου έδωσαν ”μάχη” προ ημερών ο Σταυράκης με τον Στεφανή για μια παρεξήγηση.
Ο πρώτος είχε αρπάξει τον δεύτερο από τον γιακά σ’ ένα διάλειμμα και του έριξε της χρονιάς του, μέχρι να τρέξουν οι άλλοι να τον βοηθήσουν. «Πού σε πονεί, βρε Στεφανή;» έσκυψε με αγωνία πάνω του ο Πάτυχος βλέποντας πως ο ξυλοδαρμένος συμμαθητής του είχε μετατραπεί σε “τραυματία πολέμου” απ’ τις μελανιές και τα γρονθοκοπήματα. Μα πριν προλάβει να του απαντήσει εκείνος, τέσσερις μεγαλόσωμοι της Έκτης έκαναν αυτοσχέδια καρέκλα τα χέρια τους και τον πήγαν σηκωτό στις βρύσες για να ξεπλύνουν τα δάκρυα και τα αίματά του.
Ένα σκούντημα της Φανής με έκανε να ξεχάσω το περιστατικό και άρχισα να αποχαζεύω μαζί της το λευκό μεγαλείο των πεύκων, που ήταν φορτωμένα με τούφες χιόνι. Τα λίγα πουλιά που υπήρχαν στα παγωμένα κλαδιά τους είχαν φουσκώσει σαν μπάλες χιονιού κι οι κρυσταλλένιες φωνούλες τους έφταναν λυπημένες στ’ αυτιά μου. Το κρύο μπατσάκι στο μάγουλο από μια ριπή του ανέμου περόνιασε το κορμί μου, μα δεν είπα τίποτα στη φίλη μου, για να μην με τρέξει στο σπίτι. Στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του χιονιού ανακατεύτηκε ήδη με εκείνην του ιωδίου και του ιδρώτα μου, που συνόδευε μέρες τον πόνο στη γούβα του λαιμού και τις αμυγδαλές μου.
Η εξομολόγηση της φίλης
Ξαφνικά η φίλη μου σταμάτησε και με τράβηξε να καθίσουμε στο παγκάκι που συνηθίζαμε να καθόμαστε παλιά στα διαλείμματα του σχολείου. Είχε αλλάξει διάθεση τώρα και φαινόταν θλιμμένη και απελπισμένη. Κάποια στιγμή μάλιστα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της και τα άφησε να ξεχειλίζουν στο ταραγμένο της πρόσωπο. «Τι έχεις, Φανίτσα; Γιατί κλαις;» τη ρώτησα ξαφνιασμένη νιώθοντας την καρδιά μου να σφίγγεται από ένα κακό προαίσθημα. Γύρισε και με κοίταξε με απλανές βλέμμα, δίχως να πει τίποτα. Μόνο έκλαιγε με αναφιλητά. «Είμαι ερωτευμένη με τον Μάρκελλο, είπε κάποια στιγμή ψιθυριστά. Ήμουν από καιρό, δηλαδή, αλλά δε στο είπα, γιατί είσαι μικρή ακόμα για να με καταλάβεις…», ξέσπασε και τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα.
Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει στο στήθος μου. Μπροστά απ’ τα μάτια μου πέρασε σα ζωγραφιά η εικόνα του όμορφου γιου του γιατρού μας, που ετοιμαζόταν να πάει για σπουδές στην Ιταλία, όπως έκαναν τότε τα πλουσιόπαιδα. «Έγινες το… κορίτσι του»; τη ρώτησα ξεψυχισμένα και το κοκκίνισμα στα μάγουλά μου δεν ήταν αυτήν τη φορά απ’ τον πυρετό, που ένιωθα πως είχε υποχωρήσει. «Ναι…», είπε με λυγισμένη φωνή, «μα τώρα τέλειωσαν όλα και φεύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Τον χάνω… Τον έχασα, Κρινιώ… Το καταλαβαίνεις;» έκανε μ’ έναν λυγμό σκύβοντας σαν κατάδικος το κεφάλι.
Στο ημίφως του φεγγαριού και του φωτισμού του σχολείου είδα με απόγνωση τις γραμμές του προσώπου της να λιώνουν από σπαραγμό. Γύρισε και με κοίταξε καρφωτά στα μάτια. Τα δικά της περιτριγυρίζονταν από κύκλους, που έδιναν στο σμαραγδένιο της βλέμμα της μια λάμψη άγρια κι απελπιστική. Πετάχτηκα πάνω τρομαγμένη και την τράβηξα με το ζόρι, να τη σηκώσω απ’ το παγωμένο παγκάκι μας. Τα ονειροπολήματά μου για την αγάπη, που έκαναν άλλοτε την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, τώρα πέταξαν μακριά, λες και τρόμαξαν απ’ τα λόγια της. Η φίλη μου σηκώθηκε με δυσκολία. Από εκεί, πιασμένες μπράτσο, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
«Εσύ μου έλεγες, άλλοτε, πως ο έρωτας είναι υπέροχο πράγμα, μια… ‘βακχεία’ μεθυστική, που σε ζαλίζει, σε συνεπαίρνει και σε κάνει να πετάς στα ουράνια. Μα τώρα βλέπω πως είναι σκληρός και άκαρδος, γιατί σε έχει τσακίσει, Φανίτσα…», είπα με ραγισμένη φωνή και, μη μπορώντας να κρύψω την απογοήτευσή μου, πρόσθεσα ψιθυρίζοντας, σαν έτοιμη για να κλάψω. «Αν είναι να περάσω αυτά που περνάς για χατίρι του, καλύτερα να μην τον γνωρίσω ποτέ μου…».
Τι όνειρο και αυτό…
«Σσσσ, είναι αμαρτία και μόνο που το λες, Κρινιώ…», μ’ έκοψε σε δραματικό τόνο εκείνη. «Δεν καταλαβαίνεις πως αυτό που περνάω εγώ τώρα είναι μέρος της μαγείας, που σου έλεγα;» συμπλήρωσε με μικρό αναστεναγμό και συνέχισε με βραχνιασμένη φωνή σαν να απάγγελνε στίχους ή σαν να μονολογούσε: «Γεννιέται απρόσμενα στις ψυχές μας σαν μαγικό αίσθημα, που κρύβει τη λαχτάρα της ένωσης, μαζί με μια μυστική προειδοποίηση για τα καλά και τα κακά που θα την ακολουθήσουν…».
«Εγώ τώρα είμαι στα δεύτερα, Κρινιώ, και πονάω…», ομολόγησε. «Είναι κάτι απλό και σύνθετο μαζί, που μόνο όταν θα μεγαλώσεις θα το καταλάβεις…», κατέληξε με ύφος μεγάλης, σαν να φιλοσοφούσε. Την λοξοκοίταξα με βλέμμα που έκρυβε αμφιβολία και διάθεση κριτική, αλλά δεν είπα τίποτα, για να μην τη στεναχωρήσω. Μόνο τάχυνα το βήμα μου, για να φτάσουμε γρήγορα σπίτι. Ήδη θαμπόφεγγε το γλαυκό φως του ορίζοντα κατά μήκος του Γαλλικού ποταμού, καλωσορίζοντας την καινούρια μέρα που ξημέρωνε, την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Βγήκα απ’ τον ύπνο μου μες στον ιδρώτα. Το πνιγμένο στα φάρμακα σώμα μου έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Οι συριγμοί απ’ το στήθος μου είχαν εξαφανιστεί και τα σημάδια ανάκαμψης στον λαιμό μου ήταν προμήνυμα ραγδαίας βελτίωσης. Μισάνοιξα τα βαριά μου βλέφαρα και κοίταξα ανακουφισμένη τους γονείς και τον αδελφό μου, που στέκονταν σαν άγρυπνοι φρουροί από πάνω μου.
Συλλάβισα τα ονόματά τους και τους χαμογέλασα ενθαρρυντικά, για να τους βεβαιώσω πως ήμουν καλύτερα. Λίγες ώρες μετά, με τη δική τους βοήθεια, σηκώθηκα, ντύθηκα και ”πρόβαρα” τη γιατρεμένη φωνή μου ανεβάζοντας τις χορδές της στα υψηλά ημιτόνια έκτασης, για να συνοδέψω τη φωνή της Φανίτσας που ήρθε να μας καλαντίσει…