Δύο μέτρα και δύο σταθμά ο ΣΥΡΙΖΑ για το δημοψήφισμα
21/01/2019«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου» (Άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος)
Πενήντα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (με πρώτη υπογραφή του Πρωθυπουργού) στις 5-11-2018 κατέθεσαν στο Κοινοβούλιο, πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, στην Αιτιολογική Έκθεση της οποίας αναφέρονται τα ακόλουθα: «Επειδή είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε, ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε. Γι’ αυτό προτείνουμε την κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και τη θεσμοθέτηση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μέτρα δηλαδή που φέρνουν το λαό, αλλά και την πολιτική, το διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες, όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται τη λαϊκή κρίση».
Η ανωτέρω πρόταση για τη δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων, αλλά ακόμα και καθιέρωσης νομοθετικής δυνατότητας, με λαϊκή πρωτοβουλία, συμπυκνώνουν μια ιδεολογική καταγωγή και ένα συμπέρασμα της μνημονιακής συγκυρίας. Η ιδεολογική καταγωγή αφορά το θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα της συνάρθρωσης θεσμών αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και δομών άμεσης δημοκρατίας.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη, το ρεύμα μορφοποιήθηκε από τους αριστερούς σοσιαλιστές, τα κόμματα της λεγόμενης “Δυόμισης Διεθνούς”, ως κριτική απέναντι στην αντιδημοκρατική εξέλιξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, των κομμάτων της Τρίτης Διεθνούς, αλλά και την ενσωματωτική στο καπιταλιστικό σύστημα πορεία της εξελικτικής μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας, των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς.
Στα μεταπολεμικά χρόνια η ανωτέρω κριτική επαναλήφθηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, αποτελώντας μέρος της θεματολογίας των κινημάτων του «1968», των ριζοσπαστικοποιημένων αριστερών σοσιαλιστικών κομμάτων και των ευρωκομμουνιστικών, απέναντι τόσο στην εξέλιξη της παραδοσιακής μη μαρξιστικής πλέον σοσιαλδημοκρατίας, όσο και στην εμπειρία των κοινωνιών του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Είναι χαρακτηριστικές επ’ αυτού οι αναφορές του ύστερου Πουλαντζά: «… να συλλάβουμε έναν ριζικό μετασχηματισμό του Κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών (που ήταν και μια κατάκτηση των λαϊκών μαζών) με την ανάπτυξη των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα ενός δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό και ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού».
Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η γραμμή της συνάρθρωσης θεσμών αντιπροσωπευτικής και μορφών άμεσης δημοκρατίας ως διαδικασία μετάβασης στον σοσιαλισμό, αναπτύχθηκε κατά βάση από το αρχειακό ΠΑΣΟΚ ή τμήματά του. Κυρίως με τα διακηρυκτικά-συνθηματολογικά «Αλλαγή-Αλλαγή Λαϊκή Συμμετοχή» και την προβληματική της αυτοδιαχειρίσης. Υπήρχαν λίγα γραπτά και στη συνέχεια αδύναμες και αποσπασματικές πράξεις, κυρίως στην αρχική φάση της πρώτης σοσιαλιστικής-αριστερής κυβέρνησης της χώρας.
Ήταν η στρατηγική του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου για τον σοσιαλισμό, που συμπύκνωνε το δημοκρατικό αίτημα, μαζί με εκείνο του κοινωνικού εξισωτισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας. Η ραγδαία κρατικοποίηση του κόμματος σε συνδυασμό με τον επελαύνοντα σοσιαλφιλελεύθερο ευρωπαϊσμό όπως συγκεκριμένα εσωτερικεύθηκε, ακύρωσαν τις απελευθερωτικές προοπτικές, υπονόμευσαν στην αρχή και δολοφόνησαν στη συνέχεια τα σοσιαλιστικά και εθνικο-ανεξαρτησιακά οράματα.
no discussions, no demonstrations
Η πολιτική εξέλιξη στη μνημονιακή συγκυρία οδήγησε μεταξύ άλλων στη ρευστοποίηση και υποχώρηση της λειτουργίας των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας, με πλέον τρανταχτά παραδείγματα τις διαδικασίες ψήφισης των τριών μνημονίων (ν. 3845/2010, 4046/2012, 4336/2015). Η πρόταση αναθεώρησης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ για τη δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων αλλά και καθιέρωσης νομοθετικής δυνατότητας με λαϊκή πρωτοβουλία αποτελεί -υποτίθεται- απάντηση του κόμματος της αριστεράς στη μνημονιακή εμπειρία. Παράλληλα έτσι θα ενισχυόταν η παρουσία του λαϊκού παράγοντα στη μεταμνημονιακή κανονικότητα, αλλά και θα αποτελούσε απάντηση στην υποχώρηση της δημοκρατικής συνθήκης απέναντι στις δυναμικές του διεθνοποιημένου καπιταλισμού.
Η πραγματικότητα όμως είναι σκληρή, ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός, η υπεριμπεριαλιστική εξάρτηση είναι θεσμοποιημένη και αποτυπώνεται στην έκρηξη των αντιφάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ της ενσώματης πολιτικής, της γραμμής της συνάρθρωσης μεταξύ αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, της πάλης απέναντι στη λογική της ανάθεσης, είναι το κόμμα, η κυβέρνηση, ο βασικός ιδεολογικο-πολιτικός μηχανισμός του αποικιακού κράτους. Ενός κράτους που αφενός αποδέχεται στη Συμφωνία των Πρεσπών τη δυνατότητα δημοψηφίσματος για τους πολίτες της ΠΓΔΜ (αρ. 1 παρ.4γ), αλλά δεν προβλέπει αντίστοιχη δυνατότητα για τους Έλληνες πολίτες.
Κατα αυτό τον τρόπο, εγγράφει στην πράξη τη γραμμή του επισπεύδοντος και ουσιαστικού συντάκτη της Συμφωνίας, του Ευρωαντλαντικού παράγοντα (είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη επίσκεψη της Καγκελαρίου στην Αθήνα). Αυτό αποτυπώθηκε στη σχετική ορολογία του «no discussions, no demonstrations», καταστρατηγώντας τόσο την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όσο και την αρχή της αμοιβαιότητας που πρέπει να διέπει τις διακρατικές σχέσεις (αρ. 28 παρ. 3 Σ).
Επιχείρημα κυβερνητικών στελεχών
Το επιχείρημα κυβερνητικών στελεχών, ότι δεν χρειάζεται δημοψήφισμα για την ελληνική πλευρά γιατί εκείνη δεν παραχωρεί, ούτε αλλάζει κάτι, σε αντίθεση με την πλευρά της ΠΓΔΜ που υποχρεώνεται να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα, στο βαθμό που επιχειρηθεί να κριθεί στην ουσία του (πέραν δηλαδή της κατά συνθήκη κομματικής υποχρέωσης υπεράσπισης μιας κυβερνητικής πολιτικής, όπως το αντιλαμβάνονται ορισμένοι) αποτυπώνει δύο πράγματα.
Αφενός τη γενικότερη υποτίμηση του συγκεκριμένου ζητήματος από το χώρο της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, όπως αυτός αυτοπαρουσιάζεται και αυτοκατανοείται. Αφετέρου, την αρνητικά εκπεφρασμένη θέση απέναντι στις διαθέσεις και τις μαζικές κινητοποιήσεις του λαϊκού παράγοντα στο συγκεκριμένο ταυτοτικό ζήτημα «ετερόκλειτος όχλος».
Επίσης, αποκρύπτεται το γεγονός ότι για το Μακεδονικό, που έχει οριστεί ως “εξαιρετικής σημασίας εθνικό ζήτημα” με κυβερνητική πράξη και προεδρικό διάταγμα (Π.Δ. 352/1993), έχουν διεξαχθεί ακόμα και πρόωρες εκλογές για να αντιμετωπιστεί. Συγκεκριμένα, οι εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 είναι οι μόνες που έχουν πραγματοποιηθεί για το Μακεδονικό και είναι η μοναδική φορά που οι πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας ρωτήθηκαν τυπικά αλλά και ουσιαστικά γι’ αυτό. Τότε αποτέλεσε βασικό ζήτημα τόσο της διαπάλης μεταξύ των κομμάτων κατά τα έτη 1992 και 1993, όσο και της προεκλογικής περιόδου εκείνης της εποχής.
Η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη υποστήριξε τη γραμμή της διπλής ονομασίας (προσφεύγοντας αμέσως σε εκλογές μόλις απώλεσε τους 151, χωρίς να επίδεται σε κοινοβουλευτικές ακροβασίες, σε θεωρήσεις περί κυβερνήσεων μειοψηφίας, ανοχής κλπ), ενώ το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου τη γραμμή ούτε Μακεδονία, ούτε παράγωγα (διατηρώντας τόσο δυναμικές εκδοχές αυτής της γραμμής, όπως το εμπάργκο του 1994, όσο και συμβιβαστικές εκδοχές, όπως αποτυπώθηκε στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995). Τα εκλογικά αποτέλεσματα είναι γνωστά.
Πρόδηλη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή την πρόδηλη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν και σε κάθε περίπτωση δεν επιλέγουν να αναδείξουν ως αντιπολιτευτική αιχμή προτάσσοντας το δημοκρατικό ζήτημα, ιδίως μετά τις εκφυλιστικές καταστάσεις που προκλήθηκαν στο Κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση της διαδικασίας παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, τόσο η ΝΔ, όσο και το ΚΙΝΑΛ.
Αυτό το κάνουν, αφενός επειδή είναι οργανικά πολιτικά τμήματα καθεστώτος αποικιοποίησης της χώρας, αφετέρου ως τέτοια είχαν καθορίσει τη λεγόμενη «εθνική γραμμή» όπως διαμορφώθηκε σταδιακά από το 1996 και μετά περί σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο Μακεδονία έναντι όλων (erga omnes), για όλες τις χρήσεις.
Αυτή είναι όμως μια θέση που καθιστά το Μακεδονία εθνολογικό (και όχι γεωγραφικό, όπως είναι το ιστορικά ορθό) υπονομεύοντας το «για όλες τις χρήσεις» και θέτοντας τις βάσεις για την αποκλειστική χρήση του όρου Μακεδονία από την πλευρά της ΠΓΔΜ, αποκλείοντας τον ελληνικό λαό από τον δικαίωμα στην ταυτότητα και τη μνήμη του όρου Μακεδονία. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν κυβερνητική κρίση την περίοδο ακριβώς πριν την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Θα ήταν μια δύσκολη απόφαση, αλλά τότε είχαν τη δυνατότητα. Επέλεξαν διαφορετικά.
Απολύτως αναξιόπιστοι
Η πολιτική είναι επιλογές. Σήμερα έχουν καταστεί απολύτως αναξιόπιστοι και η επίκληση περί δημοψηφίσματος απ’ αυτούς ακούγεται και είναι προσχηματική. Το ΚΚΕ και η ΛΑΕ ενώ τοποθετούνται απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών δεν υιοθετούν το αίτημα για δημοψήφισμα, δεν συμμετέχουν στα συλλαλητήρια, δεν διοργανώνουν δικές τους ξεχωριστές συγκεντρώσεις, για λόγους που υπερβαίνουν την παρούσα ανάλυση, αλλά έχουν να κάνουν με την ιδεολογική πόλωση εντός της αριστεράς για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και ευρύτερα για τη σχέση εθνικού-κοινωνικού.
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά στο ζήτημα αυτό είναι ηγεμονευόμενη ιδεολογικο-πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, με την τιμητική εξαίρεση της ΚΟΕ, που ζητά Δημοψήφισμα και καλεί σε συμμετοχή στα συλλαλητήρια. Γενικότερα από την κομμουνιστική παράδοση, μόνον οι οργάνωσεις που έχουν ιδεολογική προέλευση από μαοϊκά ρεύματα (όπως η ΚΟΕ ή η Κίνηση Πολιτών Άρδην) κινούνται ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών με συγκεκριμένες δράσεις. Και αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο, αλλά έχει να κάνει με την πρόσληψη του εθνικού και του λαϊκού από τα συγκεκριμένα πολιτικά ρεύματα.
Η πορεία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η εξέλιξη της κοινωνικής του πάλης κρίθηκε στη σχέση εθνικού-κοινωνικού-δημοκρατίας. Στη διαλεκτική τους ενότητα. Αυτό καταγράφηκε και στο Σύνταγμα του 1975, που προβλέπει δυνατότητα προώρης διάλυσης της Βουλής (αρ. 41 παρ. 2), αλλά και διεξαγωγής δημοψηφίσματος (αρ. 44 παρ. 2) για εθνικό θέμα. Η προσπάθεια οικοδόμησης της κεντροαριστεράς από το κυβερνών κόμμα και διάφορους πολιτικούς παράγοντες στην κατεύθυνση διάσπασης του εθνικού με το κοινωνικό, είναι γραμμή ήττας για τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις, οδηγεί σε πρακτικές και βήματα οπισθοδρόμησης της ίδιας της Δημοκρατίας.
Αυτό καταδείχθηκε σε συμβολικό επίπεδο με την πρόσφατη εκδήλωση για την κεντροαριστερά (13/1/19) με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού για την υποστήριξη της Συμφωνίας των Πρεσπών στο Μέγαρο Μουσικής και τις προσαγωγές στο «Τμήμα Προστασίας του Κράτους και του Πολιτεύματος» αγωνιστών του σοσιαλιστικού κινήματος επειδή σκόπευαν να αναρτήσουν πανό απέναντι από την εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής που θα αναγραφόταν το αίτημα για Δημοψήφισμα.
Η απουσία ενός πλατιού δημοκρατικού κινήματος, που να συνδέει το εθνικό με το κοινωνικό, όπως το ύστερο ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1991-1995 είναι εκκωφαντική. Ελλείψει μαζικού πολιτικού υποκειμένου, ο δρόμος περνά μέσα από τη δημοκρατική διεκδίκηση της διενέργειας δημοψηφίσματος από τον λαϊκό παράγοντα, μέσα από την αδιαμεσολάβητη παρουσία του στις πλατείες, «την εισβολή του στους χώρους που ρυθμίζονται τα πεπρωμένα του». Μια αναγκαία συνθήκη για τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού συλλογικού υποκειμένου για τον λαό και τον τόπο. Ο δημοκρατικός πατριωτισμός είναι ο δρόμος για την κοινωνική αλλαγή σε ιστορικές, θεσμικές και γεωπολιτικές πραγματικότητες όπως η ελληνική.