Στη σκιά του Σέιχ Σου και της άδικης μοίρας ενός αθώου
09/01/2023Ένα απ’ τα λίγα πράγματα που δεν νοσταλγώ όταν θυμάμαι τη Θεσσαλονίκη είναι οι εκδρομές με τα σχολεία υπηρεσίας μου στο περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου (30.000 στρεμμάτων και βάλε), μολονότι αυτό ήταν και παραμένει ιδιαίτερα όμορφος, καταπράσινος προορισμός, ιδανικός για ημερήσιες αποδράσεις. Προορισμός κατάφορτος από 277 είδη φυτών (θάμνων και πουρναριών στην πλειοψηφία τους) και χιλιάδων πεύκων και κυπαρισσιών, που μαζί με τα πλατάνια, τις λεύκες, τις φτελιές και τις πικροδάφνες στις όχθες των ρεμάτων, αποτελούν την πλούσια χλωρίδα του.
Τη χλωρίδα η οποία εκπέμπει τους ανοιξιάτικους μήνες τα διαπεραστικά αρώματα της φλούδας των κωνοφόρων του δάσους. Του δάσους, που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ’30 με στόχο την αναβάθμιση του υποβαθμισμένου οικοσυστήματος της συμπρωτεύουσας και την αποτροπή πλημμυρών οι οποίες την ταλαιπωρούσαν. Του δάσους που, παρά τις αναδασώσεις του, εξακολουθεί να αποψιλώνεται λόγω των πυρκαγιών και της υπερεκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει ελάχιστα απομεινάρια από την περίοδο της Τουρκοκρατίας η οποία έδωσε και το όνομα στο δάσος (Σέιχ Σου=νερό του Σεῒχη).
Ακόμα πιο λίγα, φυσικά, είναι τα απομεινάρια της βυζαντινής περιόδου, δείγματα της οποίας ήταν (σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες) οι πηγές, τα ποτάμια και το πυκνό δρυοδάσος. Το δρυοδάσος που δεν υπάρχει πια, πέρα από κάποιο μικρό τμήμα του το οποίο επιβιώνει αγκομαχώντας. Τη θέση του πήραν τα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Δέντρα με ρίζες που σαλεύουν στα σκοτεινά, για να μεταγγίσουν τους χυμούς τους στους κλώνους και τα φύλλα τους και να γονιμοποιήσουν τους σπόρους των φυτών και των αγριολούλουδων ένα γύρο.
Κάθε χάραμα σηματοδοτεί την αρχή νέου αγώνα επιβίωσης της χλωρίδας και της πανίδας του δάσους. Της πανίδας με τα αγριμάκια, τα πουλιά, τα φλοιοφάγα έντομα και τα ερπετά, ως και τα πιο έρημα όλων τυφλά σκουλήκια, που τρέχουν να κρυφτούν με σπαραχτικές φωνές στις φλούδες των δέντρων, πριν γίνουν μεζές ή ποδοπατηθούν απ’ τα ζώα, τα πουλιά και τους ανθρώπους. Η εικόνα του εαυτού μου να χαϊδεύει τους διψασμένους φλοιούς (πολλοί από τους οποίους είχαν χαραγμένα ονόματα πάνω τους), μου προκαλεί ανατριχίλα κάθε φορά που λοξοδρομούν οι ονειροπολήσεις μου στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη.
Ανατριχίλα γιατί αφουγκράζομαι ακόμα στα ”ταξίδια” αυτά το καρδιοχτύπι των κρυμμένων ψυχών που έδιναν αγώνα επιβίωσης στους κορμούς των δέντρων. Αγώνα που διέκοπταν μόνο το θρόισμα των φύλλων και τα λόγια των ερωτευμένων. Αγωνία που έσμιγε εντός μου, σε κάθε σχολική εκδρομή, με τις εκκλήσεις βοήθειας των δολοφονημένων ανθρώπων (δεκαετία ’60), τις ιστορίες των οποίων αφηγούνταν αναπαραστατικά οι μεγάλοι σε ηλικία συνάδελφοι που είχαν βιώσει τα τραγικά γεγονότα.
Ο “Δράκος του Σέιχ Σου”
Εκείνες οι αφηγήσεις τους για τον θρύλο του ”Δράκου του Σέιχ Σου” με έκαναν να λοξοδρομώ έντρομη κάθε φορά που περνούσα με τους μαθητές μου απ’ τις στοιχειωμένες περιοχές των άγριων δολοφονιών, οι οποίες αποδόθηκαν δυστυχώς σε έναν αθώο.
Στον αθώο Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος έπεσε θύμα δικαστικής και αστυνομικής πλάνης ταυτόχρονα, γιατί… πληρούσε τις προϋποθέσεις του ιδανικού θύτη της εποχής (”ανήκε στον υπόκοσμο”), με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εκτέλεση (Φεβρουάριος 1968). Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι μέχρι το τέλος κραύγαζε την αθωότητά του και δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του, καθώς τα ίχνη πελμάτων στον τόπο των εγκλημάτων δεν ταυτοποιήθηκαν με τα δικά του.
Επιπλέον, δεν υπήρξε καμιά ενοχοποιητική μαρτυρία σε βάρος του. Από τους 71 μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν (μεταξύ των οποίων και οι επιζήσασες των δολοφονικών επιθέσεων: ο 33χρονος λεβητοποιός Αθαν. Παναγιώτου, η συνομήλική του Ελεονώρα Βλάχου και η νοσοκόμα-μαία Φανή Τσαμπάζη), κανείς δεν αναγνώρισε τον 27χρονο κατηγορούμενο ως δράστη. Αντίθετα όλοι τους τόνιζαν επανειλημμένα ότι εκείνος που τους χτύπησε ”ήταν τελείως άλλο πράγμα” απ’ τον κατηγορούμενο για τρεις ανθρωποκτονίες και τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας, οι οποίες είχαν τελεστεί το ’59.
Η καταδίκη Παγκρατίδη
Έτσι ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάστηκε το ’66 τετράκις σε θάνατο από το Εφετείο (κι όχι το Κακουργιοδικείο) Θεσσαλονίκης — με Πρόεδρο τον Ανδρέα Αλετρά και εισαγγελέα έδρας τον μέχρι τότε αντιεισαγγελέα Εφετών Μιχάλη Σγουρίτσα — επειδή το δικαστικό σύστημα θεώρησε ότι κίνητρο του Παγκρατίδη για τις ανθρωποκτονίες ήταν η ληστεία των θυμάτων…
Ας σημειωθεί εδώ ότι οι αφηγήσεις για την εν λόγω υπόθεση στα πρώτα χρόνια της εκπαιδευτικής μου πορείας γίνονταν πάντα θέμα συζήτησης στις σχολικές εκδρομές στο Σέιχ Σου. Ειδικά όταν περνούσαμε απ’ τις συστάδες των δέντρων τα οποία έγιναν άθελά τους αυτόπτες μάρτυρες δολοφονιών και βουβοί αναμεταδότες της Μεγάλης Σιωπής που ακολούθησε. Της Σιωπής που στόμωνε τη λαχτάρα για την αποκάλυψη της αλήθειας. Έπαιρναν μάλιστα οι αφηγήσεις αυτές δραματικές διαστάσεις μέσα στον χρόνο, αντί να ξεθωριάζουν, με αποτέλεσμα να ποτίζουν με ανατριχίλα κάθε γλυκιά ανάμνηση των μαθητικών εκδρομών στο πανέμορφο δάσος. Ανάμνηση που κατέληξε να είναι επώδυνη και τυραννική, γιατί με βασάνιζε.
Με βασάνιζε, προπάντων, η απουσία ηχηρής και διεγερτικής φωνής που να μπορεί να υψώνεται διαχρονικά πάνω από κόμματα και επωνυμίες, για να πει την αλήθεια. Η απουσία αναστήματος πάνω και πέρα από εξουσίες, που να εκπέμπει πύρινο λόγο για να υπερασπιστεί την ελευθερία της έκφρασης και τη δικαιοσύνη.
Για να υπερασπιστεί με πάθος το ”κατηγορώ” των αδικημένων απέναντι στο δικαιικό σύστημα, όταν αυτό έκανε λάθη που καταδίκαζαν αθώους και άφηναν στο απυρόβλητο τους αληθινούς ενόχους. Τους ενόχους που εκμεταλλεύονταν την ατιμωρησία τους και έπνιγαν στο λαρύγγι την κραυγή των αθώων για αλήθεια και δικαιοσύνη. Έπνιγαν την κραυγή του Αριστείδη Παγκρατίδη, η μοίρα του οποίου ήταν προδιαγεγραμμένη από μια καθεστωτική Αρχή, τη Χωροφυλακή (οι μεθοδεύσεις της οποίας έκρυβαν, ενδεχομένως, πολιτικό δόλο) και ένα δικαστικό σύστημα που δεν τολμούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης.
Έτσι όλοι από κοινού, όπως αποδείχθηκε, συνηγόρησαν στην καταδίκη σε θάνατο ενός αποδιοπομπαίου τράγου ”σεσημασμένου” για μικροκλοπές, κατοχή και χρήση χασίς, με ”κερασάκι στην τούρτα” το γεγονός ότι ήταν ηδονοβλεψίας. Αυτά ήταν αρκετά για να τον καταδικάσουν σε θάνατο και να τον οδηγήσουν στο πεδίο εκτέλεσης (”Στην αλάνα”), ένα πρωί με παγωνιά (07:06 πμ της 16ης Φεβρουαρίου 1968) με το στίγμα του αντιήρωα ειδεχθών εγκλημάτων. Με το στίγμα του ”Δράκου του Σέιχ Σου”…
«Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος!!!», φώναζε ο δόλιος Αρίστος μέχρι την τελευταία στιγμή που τον έστησαν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα της Χωροφυλακής.
Μα ποιος να τον ακούσει τότε; Η δικαιοσύνη ήταν τυφλή μπροστά στην αλήθεια. Γι’ αυτό το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων βιάστηκε να τον καταδικάσει ”τετράκις εις θάνατον” με αποδεικτικά στοιχεία ατεκμηρίωτα, που δεν έπειθαν κανέναν. Δεν έπειθαν και δεν πείθουν κανέναν ότι ο Αριστείδης Παγκρατίδης ήταν αυτός που σκότωσε και βίασε ανυποψίαστα θύματα στο περιαστικό δάσος της συμπρωτεύουσας (από τον Φεβρουάριο του ’59 μέχρι τον Δεκέμβριο του ’63).
Η δικαιοσύνη στη δικτατορία
«Σε δικτατορικό καθεστώς δύσκολα βγαίνουν στο φως οι αλήθειες. Και όσα εγκλήματα γίνονται, τα φορτώνουν σε αποδιοπομπαίους τράγους που δεν διαφέρουν πολύ από τους ‘”Αθλιους” του Β. Ουγκώ», άκουγα να λένε οι Νέστορες συνάδελφοί μου κάθε φορά που ανοίγαμε το δυσάρεστο αυτό θέμα. Και η ιστορία απέδειξε πως είχαν δίκιο. Είχαν δίκιο γιατί πέντε χρόνια μετά την εκτέλεση του άμοιρου νέου είχαμε στην Ελλάδα τη δολοφονία της 25χρονης Βρετανής δημοσιογράφου Αν Ντόροθι Τσάπμαν (Καβούρι, 1971) για την δολοφονία της οποίας συνελήφθη και καταδικάστηκε (για να του δοθεί ”χάρη” μετά από 11 χρόνια, κάτι που δεν απέκλειε νέα δικαστική πλάνη) ο Νίκος Μουντής.
Σημειωτέον ότι η καταδίκη του τελευταίου σε ισόβια (μετά την υπό πίεση ”ομολογία” του που δεν ταυτιζόταν με άλλα τεκμήρια και με την ιατροδικαστική έκθεση, αφού προήλθε από εκβιασμό των δικτατορικών Αρχών ότι θα τον πετάξουν από το παράθυρο αν δεν την κάνει) δεν βρήκε σύμφωνο τότε τον πατέρα Έντουαρντ Τσάπμαν, ο οποίος — μετά από αγωνιώδεις έρευνες — κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την κόρη του τη δολοφόνησαν η CIA και η Χούντα (βλ. έκθεση Cottrell στο Ευρωκοινοβούλιο).
Ήταν μια περίοδος σκοτεινή για την χώρα μας, γιατί μαινόταν οικονομική, ηθική και πολιτική κρίση. Μαινόταν υπόγεια, ουσιαστικά, η σύγκρουση δύο κόσμων: του μιλιταριστικού αυταρχισμού και της δημοκρατίας. Της δημοκρατίας που πάλευε να αποτινάξει την παραφροσύνη των ”γαλονάδων” της Χούντας με αγώνες υπεράσπισης της δικαιοσύνης και της ατομικής ελευθερίας των Ελλήνων…