Η δύσκολη αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής Αριστεράς
02/07/2017Χρύσανθος Τάσσης *
Το βιβλίο του Γιώργου Σωτηρέλη «Ποια Αριστερά; Ανιχνεύοντας την προοδευτική ταυτότητα στην Ευρώπη της κρίσης» (εκδόσεις Πόλις, 2017), αναφέρεται στο ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσει η Αριστερά στη σύγχρονη εποχή μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από την τάση για παγκοσμιοποίηση, την αμφίβολη προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την αμηχανία των επιμέρους εθνών κρατών που την απαρτίζουν.
Σκοπός του βιβλίου όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας είναι να δείξει «τι μπορεί να σημαίνει Αριστερά σήμερα στην Ευρώπη της κρίσης της απογοήτευσης και του ξεθωριάσματος των αξιών…» σελ.11).
Είναι αναμφισβήτητη η αγωνία και η θέληση του συγγραφέα να επαναπροσδιορίσει το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί η Ευρωπαϊκή Αριστερά και γι’ αυτό το λόγο στο βιβλίο αναλύονται οι έννοιες του καπιταλισμού, του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού, του κοινωνικού κράτους, της οικονομικής ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού, της τάσης για παγκοσμιοποίηση, της οικονομικής κρίσης, του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, των στρατηγικών συμμαχιών.
Ζητήματα τα οποία θεωρούνται «κρίσιμα», για την Αριστερά, καθώς αποτέλεσαν την υλική βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε και αναπτύχθηκε (κοινωνικά, πολιτικά και εκλογικά) η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (εργατικά/σοσιαλιστικά/σοσιαλο-δημοκρατικά κόμματα) αλλά και τη συρρίκνωσή της, ιδίως τα τελευταία χρόνια.
Μόνη εναλλακτική επιλογή
Στο βασικό ερώτημα που θέτει αν θα πρέπει να υπάρχει Αριστερά, ο συγγραφέας τοποθετείται ξεκάθαρα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η Αριστερά θα πρέπει να υπάρχει «ως πολιτική δύναμη αμφισβήτησης, αντίστασης, αλλά και εποικοδομητικής αναζήτησης πολιτικών διεξόδων» (σελ. 14).
Ωστόσο, το πολιτικό πλαίσιο έχει αλλάξει καθώς κυριαρχείται πλέον από τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή νεοφιλελευθερισμό ο οποίος μέσω (της συναίνεσης της Ουάσιγκτον) των διεθνών οργανισμών φαίνεται να έχουν την ικανότητα να «επιβάλλουν» τα προτάγματά τους σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς να υπάρχει πεδίο για την ανάπτυξη οποιαδήποτε εναλλακτικής άποψης.
Η χωρίς ρύθμιση μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα, παρά την αρχική ευφορία η οποία καλλιεργήθηκε και από την πτώση των καθεστώτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και από την τάση για διεθνοποίηση του κεφαλαίου (παγκοσμιοποίηση) οδήγησε τελικά σε μια οικονομική κρίση με μεγαλύτερες επιπτώσεις σε σύγκριση με την κρίση του 1929/30.
Η σημερινή οικονομική κρίση φαίνεται να έχει βαθύτατες επιπτώσεις όχι μόνο στο επίπεδο της ευημερίας των πολιτών, αλλά όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «στην υπονόμευση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου. Ανέτρεψε τις μεταπολεμικές πολιτικοοικονομικές ισορροπίες του κεϋνσιανού μοντέλου […] ανέκοψε βίαια και την πορεία πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης…» (σελ.17).
Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας θεωρεί πως η Αριστερά είναι η μόνη πολιτική δύναμη με βάση την ιδεολογία της και το οργανωτικό της πρότυπο η οποία μπορεί να οικοδομήσει μια συνολική εναλλακτική πολιτική. Ωστόσο, για να το πετύχει, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της, την ιδεολογία της, τις κοινωνικές της συμμαχίες, αλλά και το πλαίσιο που ασκεί την πολιτική και τη δράση της.
Ανάχωμα αντίστασης και ελπίδας
Το πρώτο κεφάλαιο «Γιατί Αριστερά; Η κύρια αντίθεση και το ζήτημα αρχής», αναφέρεται στη βασική διάκριση που χαρακτηρίζει το Ευρωπαϊκό πολιτικό φάσμα. Τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς/Αριστεράς. Παρά το γεγονός ότι η πολιτική ατζέντα κυριαρχείται από το «τέλος των ιδεολογιών» η οποία θεωρεί τη διάκριση Δεξιά/Αριστερά ως ξεπερασμένη και πως οι λύσεις θα πρέπει να είναι «ουδέτερες μεταρρυθμίσεις» με βασικό χαρακτηριστικό την τεχνοκρατία, και αυτό είναι ένα πλαίσιο που υιοθετούν και πολλά στελέχη τα οποία αυτό-προσδιορίζονται στην Κεντροαριστερά.
Αντίθετα, ο συγγραφέας δεν αποδέχεται αυτή την πολιτική στάση καθώς θεωρεί πως «τα μεγάλα προβλήματα […] ούτε προέκυπταν αλλά ούτε και προκύπτουν σαν φυσικά φαινόμενα. […] Δημιουργούνται στο πλαίσιο ενός δεδομένου συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων, ο οποίος δεν είναι ούτε πολιτικά άχρωμος ούτε ιδεολογικά ουδέτερος. Και οι πολιτικές λύσεις […] δεν είναι και δεν μπορεί να είναι «ουδέτερες» (σελ. 23).
Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζει, ότι παρά τις διαφοροποιήσεις, το πολιτικό φάσμα στην Ευρώπη εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τη βασική διαίρεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, καθώς οι κοινωνίες συγκροτούνται από διαφορετικά και κατά βάση συγκρουόμενα συμφέροντα για τα οποία η πολιτική του δεν υπάρχει άλλη λύση που έχει βασική αναφορά στο «καλό της χώρας» δεν ανταποκρίνεται στη συνθετότητα των κοινωνιών αλλά ούτε και των κοινωνικών αντιθέσεων και ουσιαστικά η αποδοχή του δόγματος αυτού από μερίδα της Κεντροαριστεράς σηματοδοτεί την ουσιαστική προσαρμογή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία.
Ο συγγραφέας επισημαίνει τη συμβολή της – όλων των αποχρώσεων – Αριστεράς από τον 19ο αιώνα όσον αφορά στη διεύρυνση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η Αριστερά σε όλες τις εκφάνσεις της εναντιώθηκε στην «Ιερή Συμμαχία», στη συμμαχία συντηρητικών και φιλελεύθερων δηλαδή με βασικά χαρακτηριστικά τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος με περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων, με κράτος νυκτοφύλακα και υπό το καθεστώς πρωταρχικής συσσώρευσης.
Τα αιτήματα της Αριστεράς υλοποιούνται στις Δυτικές δημοκρατίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την επέκταση του καθολικού δικαιώματος της ψήφου και την οικοδόμηση του κοινωνικού και του παρεμβατικού κράτους το οποίο αντικατέστησε το κράτος νυχτοφύλακα.
Ωστόσο, μετά την οικονομική κρίση του 1974 και κυρίως μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες της Αν. Ευρώπης διαμορφώνεται ένα εκ νέου διαφορετικό πλαίσιο άσκησης της πολιτικής και της οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται υποχώρηση της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία, μια διαδικασία που φαίνεται να έχει αντίκτυπο και ερωτηματικά για τη συμβίωση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία: η μη ύπαρξη εναλλακτικής πολιτικής, η τάση για ιδιωτικοποίηση όλων των τομέων της οικονομίας, η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η σημαντική επιρροή των ιδιωτικών μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών εταιριών σε διεθνείς οργανισμούς αλλά και στην πολιτική των κρατών, σηματοδοτεί αυτή την τάση.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, «στην εποχή του αχαλίνωτου καπιταλισμού και του φονταμενταλισμού των αγορών η Αριστερά είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ ως δύναμη ευαισθησίας και εγρήγορσης, αντίστασης και ελπίδας» (σελ.37-38). Στόχος είναι να διαμορφώσει μια εναλλακτική πρόταση που θα εγγυάται τα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως επίσης, συνολικότερα και τη διεύρυνση της δημοκρατίας.
Νέα Πλουραλιστική Αριστερά
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Τί είδους Αριστερά; Οι ποικίλες εκδοχές και το ζήτημα της επιλογής» αναφέρεται στο ποιες πολιτικές τάσεις ανάμεσα στην Αριστερά θα πρέπει να συγκροτήσουν τη «σύγχρονη, μεταρρυθμιστική και δημοκρατική Αριστερά με κυβερνητική προοπτική» (σελ. 42).
Υποστηρίζει ότι η νέα Αριστερά δεν θα πρέπει να συμπορευτεί με τις αναρχικές, μαοϊκές αλλά και παλαιοκομμουνιστικές εκδοχές της Αριστεράς. Ωστόσο, την ίδια στιγμή διαφοροποιείται ριζικά και από την «στρατηγική του τρίτου πόλου», που αποβλέπει στην κάλυψη ενός ενδιάμεσου χώρου μέσω της τεχνητής διαμόρφωσης ενός πολιτικού κέντρου με καθεστωτική λογική» (σελ. 47).
Στη βασική εκδοχή της νέας Αριστεράς τοποθετεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία υπό την επιρροή του Μπερνστάιν η οποία αντιτάχθηκε στη λενινιστική προσέγγιση και ουσιαστικά συνέβαλε στη μεταπολεμική συναίνεση διαμέσου της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, καθώς και στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως ιδίως μετά το 1990 δεν στάθηκε ικανή ούτε να διαμορφώσει μια ουσιαστικά εναλλακτική λύση, αλλά και ούτε να εκπροσωπήσει τις δυνάμεις της εργασίας.
Οι άλλες δυο εκδοχές που θα οικοδομήσουν τη νέα Αριστερά είναι το ρεύμα του Ευρωκομμουνισμού και η πολιτική οικολογία.
Εισηγείται ότι τα τρία αυτά ρεύματα θα πρέπει να οικοδομήσουν μια νέα πολιτική συμμαχία τη Νέα Πλουραλιστική Αριστερά με βασικό πρόταγμα την «κοινωνική δημοκρατία» που είναι ο συγκερασμός της ατομικής ελευθερίας με την κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο πλαίσιο αυτό, στόχος της Νέας Πλουραλιστικής Αριστεράς είναι η αποκατάσταση της αυτονομίας της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία και αυτό θα γίνει με μια ατζέντα με δυο βασικούς στόχους:
α) την επαναθεμελίωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και
β) τη θέσπιση κανόνων που θα ρυθμίζουν την διεθνή χωρίς φραγμούς κίνηση του κεφαλαίου.
Μια τέτοια Αριστερά η οποία θα δώσει έμφαση στη δημοκρατία και στο κοινωνικό κράτος, θεωρεί πως μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό αντίβαρο στην όλο και αυξημένη ισχύς των δυνάμεων της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο των συμμαχιών, θεωρεί πως η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά πρέπει να ακολουθήσει αυτόνομη και διακριτή πολιτική πορεία, ωστόσο αναδεικνύει το θέμα της συνεργασίας με τα νέα κόμματα της Αριστεράς τα οποία έχουν αναδυθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και έχουν αποκτήσει πολιτική και εκλογική δυναμική όπως για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ και οι PODEMOS, καθώς και η Γαλλική Αριστερά εφόσον προσαρμόσουν την πολιτική τους ατζέντα σε πιο ρεαλιστικές πολιτικές, υπερβαίνοντας «παιδικές ασθένειες» όπως ο δογματισμός και ο αριστερισμός, αλλά και εγκαταλείψουν κυβερνητικές συμμαχίες με κόμματα που ανήκουν στην Δεξιά, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
Εκφραστής της νέας κοινωνικής συμμαχίας
Στο τρίτο κεφάλαιο «Πώς και πόσο Αριστερά; Οι σύγχρονοι συσχετισμοί και το ζήτημα των ορίων» αναφέρεται στους στόχους, στα κοινωνικά υποκείμενα και στη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά.
Ο συγγραφέας προσδιορίζει ως βασικό στόχο της Νέας Πλουραλιστικής Αριστεράς τον ριζικό μετασχηματισμό του Καπιταλισμού, καθώς παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει ότι έχει τη δυνατότητα να παράγει πλούτο, την ίδια στιγμή εκφράζει σοβαρότατες αντιρρήσεις ότι μπορεί να λειτουργήσει με δημοκρατία και να συμβάλλει στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό είναι επικριτικός στην πολιτική του εκσυγχρονιστικού Τρίτου Δρόμου.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας αντικαταστάθηκε από τον «εκσυγχρονισμό» και από τον «εξανθρωπισμό του καπιταλισμού» που σηματοδοτούν μια πλήρη προσχώρηση στη λογική της μετριοπαθούς Δεξιάς, η οποία έχει ενσωματώσει στην ιδεολογία της αφ’ ενός μεν μια ουδέτερη και άχρωμη πολιτική ρητορεία που συσκοτίζει τις ιδεολογικές επιλογές της, αφ’ ετέρου δεν μια συρρικνωμένη παραλλαγή της κοινωνικής προστασίας εν είδει κοινωνικής φιλανθρωπίας για να φανεί υποτίθεται το «ανθρώπινο πρόσωπο» του συστήματος που με συνέπεια υπηρετεί» (σελ. 74).
Στο πλαίσιο αυτό προτείνει
α) την έμφαση στην κοινωνική οικονομία και
β) την επέκταση του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δίνει έμφαση στο ρεαλισμό και τις προτεραιότητες της οικονομίας και της αγοράς με έμφαση όχι στην αλλαγή, αλλά στον περιορισμό της «αλόγιστης κερδοσκοπίας».
Στο σημείο αυτό διακρίνεται μια αντίφαση με το διακηρυκτικό στόχο για ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας καθώς και τα όρια της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης σήμερα ακόμα και στην πιο προωθημένη του μορφή.
Ωστόσο, στη συνέχεια ασκεί κριτική στον «πλασματικό» χαρακτήρα του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας και κάνει ένα βήμα παραπάνω και δίνει ένα πρότυπο ριζικού μετασχηματισμού με βασικούς άξονες:
α) τον εκδημοκρατισμό με έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία,
β) στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων,
γ) στην καθολικότητα των παροχών του κοινωνικού κράτους και την ουσιαστική διαφοροποίηση από τη φιλανθρωπία που σημαίνει επανασχεδιασμό της σχέσης κοινωνίας/αγοράς προς όφελος της κοινωνίας,
δ) τον έλεγχο της κερδοσκοπίας της αγοράς,
ε) την αντιμετώπιση της αποικιοποίησης του δημόσιου χώρου από την αγορά.
Στο πεδίο των κοινωνικών υποκειμένων, ο συγγραφέας θεωρεί πως η χωρίς ρύθμιση κίνηση της αγοράς σε διεθνές επίπεδο και η προτεραιότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει δημιουργήσει ένα «ιδιωτικό Λεβιάθαν» με βασικό χαρακτηριστικό την στροφή της παραγωγικής διαδικασίας από τον παραγωγικό/βιομηχανικό τομέα σε υπηρεσίες και άυλα προϊόντα, όπως επίσης και στην χωρίς εμπόδια κίνηση του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι, η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά ενώ δεν θα πρέπει να αφήσει την παραδοσιακή συμμαχία με την εργατική τάξη, η οποία όμως χάνει μέλη και ισχύ από το νέο καταμερισμό της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να εστιάσει και στα νέα στρώματα τα οποία δημιουργούνται τόσο με την επέκταση των νέων τεχνολογιών, όσο και τη νέα εργατική τάξη που εργάζεται με ελαστικές μορφές απασχόλησης.
Επίσης, θα πρέπει να δώσει έμφαση στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας της παλαιάς και νέας εργατικής τάξης, με τους άνεργους, αλλά και με μερίδες της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης οι οποίες επικεντρώνουν τη δραστηριότητά τους σε παραγωγικές επενδύσεις.
Ο στόχος της νέας Πλουραλιστικής Αριστεράς θα πρέπει να είναι να οικοδομήσει αλλά και να εκφράσει πολιτικά αυτή τη νέα κοινωνική συμμαχία.
Σε πολιτικό επίπεδο, η δράση της νέας Πλουραλιστικής Αριστεράς προσδιορίζεται όχι σε εθνικό, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στόχος για τον συγγραφέα θα πρέπει να τεθεί η πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης με βάση τους εξής άξονες:
α) την αναβάθμιση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας ώστε να μπορέσει να αποτελέσει αντίβαρο στην όλο και αυξανόμενη ισχύ των παγκοσμιοποιημένων αγορών,
β) στη θεσμική αναβάθμιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είτε μέσω της αναβάθμισης του κοινοβουλευτισμού, είτε μέσω της εισαγωγής Προεδρικού συστήματος για την ισχυροποίηση της θεσμικής δημοκρατίας στην Ευρώπη,
γ) στη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και
δ) την προώθηση της οικονομικής ενοποίησης με βάση την αρχή της αλληλεγγύης των κρατών μελών.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η μεταβίβαση εξουσιών των εθνικών κρατών σε υπερεθνικά όργανα πρέπει να τελεί υπό την προϋπόθεση τα όργανα αυτά να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένα» (σελ.110).
Σε οργανωτικό επίπεδο, προτείνει την οικοδόμηση ενός «ομοσπονδιακού» πανευρωπαϊκού κόμματος , «ενός συλλογικού διανοούμενου» (κατά Γκράμσι) με δυο προτεραιότητες: αφ’ ενός μεν το να επιτευχθούν οι αναγκαίες ιδεολογικοπολιτικές συνθέσεις σε υπερεθνικό επίπεδο, αφ’ ετέρου δε το να διατυπωθούν επεξεργασμένες προτάσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση…» (σελ. 114).
Με τη συγκεκριμένη οργανωτική θέσμιση, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση σε διεθνές επίπεδο με την Διεθνική δραστηριότητα, ο συγγραφέας θεωρεί πως είναι μια αναγκαία συνθήκη για τη μείωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στις συμπράξεις
Στο τέταρτο κεφάλαιο «Μόνον Αριστερά; Οι ευρύτερες αντιθέσεις και το ζήτημα των συμμαχιών» ο συγγραφέας υποστηρίζει πως παρά το γεγονός ότι η παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ Δεξιάς / Αριστεράς συνεχίζει να χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ωστόσο υπάρχουν και άλλα σημαντικά ζητήματα τα οποία δημιουργούν αντιθέσεις που φαίνεται να διαπερνούν τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κομματικά συστήματα: το ζήτημα της Δημοκρατίας, και το ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στο ζήτημα της Δημοκρατίας η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά θα πρέπει να «ενστερνίζεται τις αρχές του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού μοντέλου με προεξάρχουσες αυτές της λαϊκής κυριαρχίας, του πολυκομματισμού, του κοινοβουλευτισμού και του κοινωνικού κράτους δικαίου» (123).
Ο συγγραφέας υιοθετεί την ανάλυση του Ν. Πουλαντζά για τη σχετική αυτονομία του κοινοβουλίου και του συνταγματικού κράτους σε σχέση με την οικονομική εξουσία, γι’ αυτό δίνει έμφαση στην υπεράσπιση των συγκεκριμένων κατακτήσεων στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Η θεσμική κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών και ο κοινοβουλευτισμός είναι τα πεδία που η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά θα πρέπει να εστιάσει, ενάντια στις πρακτικές του ολοκληρωτισμού, της άκρας δεξιάς αλλά και του λαϊκισμού ο οποίος θεωρεί ότι ο λαός δεν δεσμεύεται από κανόνες.
Σε αυτό το σημείο ωστόσο, επισημαίνει ότι το νέο κόμμα την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να είναι καθεστωτικό και δεν θα πρέπει να υιοθετεί άκριτα τις αντιλαϊστικές προσεγγίσεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «ο «αντιλαϊκισμός» υποκρύπτει άλλοτε έντεχνα και άλλοτε υποτυπωδώς και αντιλαϊκές αντιλήψεις.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά πίσω από τις γραμμές της «αντιλαϊκιστικής» ρητορείας, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει, με στολή παραλλαγής, τη «διαλεκτική των τεχνικών της εξουσίας», οι οποίοι θεωρούν ότι μόνον αυτοί μπορούν να διερμηνεύσουν «το συμφέρον της χώρας».
Με άλλα λόγια, ο «”αντιλαϊκισμός” […] συχνά αντανακλά νοοτροπίες και πρακτικές ολιγαρχικού χαρακτήρα που εκκινούν από την απέχθεια των οικονομικών και πολιτικών ελίτ απέναντι στον πραγματικό λαό, που θεωρείται ανώριμος και ακαλλιέργητος, και φτάνει στην αμφισβήτηση ακόμη και του συνταγματικού ρόλου του, ως πηγής και φορέα των εξουσιών, δηλαδή του ίδιου του πυρήνα της δημοκρατίας» (σελ.134-135).
Στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ο συγγραφέας θεωρεί ότι πρωταρχικό καθήκον για τη Νέα Πλουραλιστική Αριστερά είναι η υπεράσπιση της πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση με βάση το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κεκτημένο.
Ωστόσο, τονίζει την ακατάλληλη αρχιτεκτονική της ΕΕ με την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της αυστηρής λιτότητας, τα διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και χρέους, όπως επίσης και τη γερμανική πρωτοκαθεδρία και σε πολιτικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά θα πρέπει να επιδιώξει την πολιτική και εκλογική αυτοδυναμία, καθώς ο συγγραφέας πιστεύει πως παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρξουν κυβερνητικές συγκλίσεις τόσο με τις δυνάμεις της μετριοπαθούς Δεξιάς, όσο και με τις δυνάμεις της άλλης Αριστεράς, η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να συνδυάσει το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κεκτημένο με τη ρύθμιση των αγορών και την αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους και ουσιαστικά να προωθήσει την ιδέα της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης σε στέρεες βάσεις.
Καταλύτης για το αύριο
Το βιβλίο του Γιώργου Σωτηρέλη είναι μια εξαιρετική προσπάθεια να συμβάλει στο διάλογο που έχει ανοίξει στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη για το ρόλο, τις δυνατότητες, αλλά και τα όρια των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας (εργατικά, σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά).
Καταφέρνει και προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό κοινωνικό σχηματισμό με τρόπο διεπιστημονικό, καθώς συνδυάσει την πολιτική επιστήμη με την ιστορική προσέγγιση και την εμπλουτίζει με στοιχεία συνταγματικού δικαίου και κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.
Είναι ένα βιβλίο με το οποίο ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει με επιστημονικό τρόπο ζητήματα που η δημόσια συζήτηση με την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης σκέψης τα παραλείπει ή τα συσκοτίζει.
Όπως για παράδειγμα η σχέση και τα όρια ανάμεσα στον καπιταλισμό τον φιλελευθερισμό με τη δημοκρατία, το ρόλο της Αριστεράς για την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, το ρόλο του λαϊκισμού, τα όρια του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη χωρίς ρύθμιση λειτουργία των αγορών, ζητήματα τα οποία πραγματεύεται τόσο πολιτικά όσο και επιστημονικά, καθώς όπως βλέπει και όπως τονίζει, η χωρίς ρύθμιση κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν απειλεί μόνο την ευρωπαϊκή ενοποίηση ή τα επιμέρους έθνη κράτη καθώς δημιουργεί έναν νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, αλλά ουσιαστικά υπονομεύει τα κοινωνικά δικαιώματα αλλά και συνολικά τη μεταπολεμική συναίνεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή αποτελεί απειλή και για τη φιλελεύθερη παράδοση, αλλά και για τη Δημοκρατία.
* Διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Θράκης