Παιδί του λαού στο σινεμά και στη ζωή ο Νίκος Ξανθόπουλος
22/01/2023Έφυγε από κοντά μας ο Νίκος Ξανθόπουλος, που από την αρχή της καριέρας του αποκαλούνταν “το παιδί του λαού”, ενσαρκώνοντας σταθερά κινηματογραφικούς ήρωες φτωχούς, δυστυχισμένους, άτυχους και τίμιους, αλλά και αγωνιστές. Ο 89χρονος “μικρός ήρωας” νοσηλευόταν από διμήνου σε κλινική στο Αιγάλεω επειδή είχαν επιδεινωθεί τα καρδιολογικά του προβλήματα. Τις παραμονές των Χριστουγέννων διασωληνώθηκε επειδή παρουσίασε σοβαρή επιδείνωση. Πριν από τρεις ημέρες αποσωληνώθηκε και φαινόταν ότι πήγαινε καλύτερα, όμως αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για την τελευταία αναλαμπή. Σήμερα η καρδιά του έπαψε να χτυπά για πάντα.
Σοβαρά ζητήματα υγείας αντιμετωπίζει και η σύζυγος του Εριφύλλη. Ο ηθοποιός είχε καμφθεί ψυχολογικά και σωματικά όταν έχασε πέρσι τον αδελφικό φίλο και κουμπάρο του, ηθοποιό Ανέστη Βλάχο, αλλά κάμφθηκε ακόμα περισσότερο πέρσι την άνοιξη, όταν διαγνώσθηκε η 85χρονη Εριφύλη με σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά. Ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε κάνει δύο γάμους. Από τον πρώτο γάμο με την ηθοποιό Ελένη Καρπέτα, απέκτησε τον γιο του Παναγιώτη Ξανθόπουλο. Από τον δεύτερο γάμο του, το 1973, απέκτησε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.
Η σχέση της πρώτης και της δεύτερης οικογένειας δεν ήταν πάντα αγαστή και το 2021 είχε κάνει δυσάρεστη εντύπωση η ανάρτηση μιας ανιψιάς του (από τον πρώτο γάμο) που τον μεμφόταν ότι κάνει διαρκώς αναρτήσεις για γενέθλια κ.λπ. για την δεύτερη οικογένειά του αγνοώντας τον γιο και εγγονό του από την πρώτη του σύζυγο Ελένη Καρπέτα. Εκείνος είχε απαντήσει «κάνεις λάθος, έχω κάνει αναρτήσεις για τον Παναγιώτη και για τον εγγονό μου Νίκο». Εδώ και δεκαετίες ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε αποσυρθεί στην Παιανία, όπου καλλιεργούσε τα κτήματά του.
Από τα προσφυγικά στην κορυφή
Ο αγαπημένος ηθοποιός, μια εξαιρετικά σεμνή παρουσία στο ελληνικό σταρ σύστεμ, γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία το Μάρτη του 1934. Ήταν παιδί Ποντίων προσφύγων και ο πατέρας του για να τα βγάλει πέρα δούλευε άλλοτε ως τσαγκάρης και άλλοτε ως ψαράς. Ήταν όμως και αντιστασιακός και υπέστη διώξεις, με αποτέλεσμα λόγω των παρατεταμένων πατρικών απουσιών, ουσιαστικά ο Νίκος Ξανθόπουλος να μεγαλώσει μόνος με τη μητέρα του. Όταν ήταν 9 ετών δεν γλίτωσε αυτός και η μητέρα του τη σύλληψη από τους Γερμανούς.
Νεαρός ήταν αθλητής της ΑΕΚ, καθώς οι περισσότεροι Μικρασιάτες και Κωνσταντινουπολίτες ήταν τότε ΑΕΚτζήδες. Κάποια στιγμή, παρά την φτώχεια τους, αποφάσισε να γίνει ή ηθοποιός ή φιλόλογος, όμως έχοντας ως ίνδαλμα τον Μάνο Κατράκη, τον κέρδισε το πρώτο. Κατάφερε να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μετά από 10 χρόνια στο σανίδι, στράφηκε στον κινηματογράφο. Λατρεύοντας πάντα το θέατρο και την επαφή με το κοινό, το 1970 συνέστησε τον δικό του θίασο και έκανε περιοδείες στην επαρχία. Επίσης έκανε πάνω από 20 περιοδείες στην Ευρώπη (κυρίως στη Γερμανία), στην Αυστραλία και στις ΗΠΑ, όπου η ομογένεια τον αποθέωνε.
Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία, μετά από απουσία 24 ετών, ήταν το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο” και το 2005 το ντοκιμαντέρ “Για πέντε διαμερίσματα και ένα μαγαζί”. Το 2005 εξέδωσε και την αυτοβιογραφία του “Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα”. Συμμετείχε πάντως σε τηλεοπτικές σειρές κατά καιρούς, όπως στα “Αγρίμια” το 1973, “Το ημερολόγιο ενός θυρωρού” το 1981, “Στην κόψη του ξυραφιού” (1994), στο “Μινόρε μιας καρδιάς” (1989)
Όμως ο Ξανθόπουλος ήταν και αγαπημένος τραγουδιστής, ξεκινώντας τη συγκεκριμένη καριέρα για τις ανάγκες των ταινιών υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Με το τραγούδι ασχολήθηκε κυρίως μετά το 1971 και κυκλοφόρησε εννέα άλμπουμ και 55 δισκάκια, με συνολικά 300 τραγούδια του Άκη Πάνου, του Χρήστου Νικολόπουλου, του Σταύρου Ξαρχάκου και άλλων γνωστών συνθετών. Οι επιτυχίες του στον κινηματογράφο και στο τραγούδι τον βοήθησαν να αποκτήσει ένα πολυτελές σπίτι στη Φιλοθέη, αλλά η το πούλησε για να αγοράσει σπίτι στην Παιανία, και να μπορεί να εκεί να ασχολείται με την γη.
Οι ταινίες και τα σουξέ
Πάνω από 30 ταινίες, από τις περίπου 50 που έπαιξε, ήταν καθαρά δραματικές. Οι ταινίες αυτές, όπως και όλες της δεκαετίας του ΄60, διαμόρφωναν και την κοινωνική κουλτούρα. Ο κόσμος τότε, όταν ήθελε να σχολιάσει κάποια άτυχη γυναίκα που έκλαιγε, την έλεγε “Μάρθα Βούρτση” και αν είχε ξεστρατίσει, της έλεγε ειρωνικά “αμάρτησες για το παιδί σου”, πάλι από τις ταινίες της ίδιας ηθοποιού που “είχαν πολύ κλάμα”. Όταν αντίστοιχα ήθελε να χαρακτηρίσει κάποιον βιοπαλαιστή, τον αποκαλούσε “Ξανθόπουλο” ή “παιδί του λαού” ή “φτωχό αλλά τίμιο”, πάλι από τις ταινίες του αγαπημένου ηθοποιού.
Ανάμεσα στις ταινίες που ξεχώρισαν ήταν οι εξής: Το εισπρακτοράκι (1958), Πώς περνούν οι παντρεμένοι (1959), Ηδονή και πάθος, Το κορίτσι του δρόμου (1959), Σταχτοπούτα, Μήτρος και Μητρούσης, Τα ντερβισόπαιδα, (1961), Ο παλικαράς καλόγερος, Το σπίτι της ηδονής (1962), Η εκδίκηση του καβαλάρη, Δεν γνώρισα μητέρα, Κατρακύλισμα στον βούρκο,(1963), Αγάπησα και πόνεσα, Πληγωμένες καρδιές, Μίσος, Για την αγάπη του παιδιού μου (1964), Είναι μεγάλος ο καημός, Ζητιάνος μιας αγάπης, Ζωή γεμάτη πόνο (1965), Απόκληροι της κοινωνίας, Καρδιά μου, πάψε να πονάς. Με πόνο και με δάκρυα, Περιφρόνα με, γλυκιά μου (1966),Ο άνθρωπος που γύρισε από τον πόνο, Ο κατατρεγμένος, Σκλάβοι της μοίρας (1967), Άδικη κατάρα, Κάποτε κλαίνε κι οι δυνατοί (1968), Η καρδιά ενός αλήτη, Ταπεινός και καταφρονεμένος, Ξεριζωμένη γενιά (1969). Η σφραγίδα του Θεού, Για την τιμή και για τον έρωτα, Φτωχογειτονιά, αγάπη μου, Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1970), Εσένα μόνο αγαπώ, Ο αετός των σκλαβωμένων, Οι άνδρες ξέρουν ν’ αγαπούν (1971).
Ανάμεσα στα τραγούδια που ερμήνευσε και αγαπήθηκαν το “Πετραδάκι-πετραδάκι” (από την ταινία “Κλαίνε και οι δυνατοί”), “Αραμπάς περνά”, αλλά και τα ποντιακά που τα αγαπούσε ιδιαίτερα ο ίδιος. Επίσης το “Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι” και “Στα βουνά δεν παν’ οι πόνοι”.