Η μάχη του ποταμού Σάβου – Νίκη των Βυζαντινών έναντι των Ούγγρων
23/01/2023Από τα μέσα του 11ου αιώνα μ.Χ. οι Ούγγροι εκτελούσαν επιδρομές στις βυζαντινές χώρες επιχειρώντας να φτάσουν μέχρι τις ακτές της Αδριατικής. Αργότερα οι Ούγγροι συμμάχησαν με διάφορους Σέρβους τοπάρχες, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες στους Βυζαντινούς που είδαν την κυριαρχία τους στα Δυτικά Βαλκάνια να απειλείται. Η αντιπαράθεση Βυζαντινών-Ούγγρων θα κριθεί στην μάχη του ποταμού Σάβου.
Για να επιστρέψουμε στους Βυζαντινούς, αυτοί απάντησαν στις ουγγρικές προκλήσεις, αρχικά υποδαυλίζοντας εσωτερικές αναταραχές στο ουγγρικό βασίλειο. Την ίδια στιγμή, ο βυζαντινός στρατός εκτελούσε με την σειρά του επιδρομές στο εχθρικό έδαφος. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για καιρό. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός θέλησε όμως να ειρηνεύσει με τους Ούγγρους εξασφαλίζοντας τα βορειοδυτικά του σύνορα.
Ο Ούγγρος βασιλιάς Στέφανος Γ’ φάνηκε στην αρχή πρόθυμος να συμφωνήσει. Έστειλε μάλιστα τον αδερφό του πρίγκιπα Μπέλα στην Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευτεί. Οι δύο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία, αλλά ο Στέφανος αρνήθηκε να τιμήσει την συμφωνία στην οποία κατέληξε ο αδερφός του. Έτσι ξέσπασε και πάλι ο πόλεμος. Ο αυτοκράτορας, θυμωμένος με την παρασπονδία του Στεφάνου, ήθελε να εκστρατεύσει προσωπικά εναντίον του. Όμως δεν μπόρεσε λόγω ασθενείας. Έτσι, το καλοκαίρι του 1167 μ.Χ. ανέθεσε στον αρχιστράτηγο Μέγα Δούκα Ανδρόνικο Κοντοστέφανο να οδηγήσει μια μικρή στρατιά κατά των Ούγγρων.
Η παράταξη του βυζαντινού στρατού
Ο βυζαντινός στρατός πέρασε τον ποταμό Σάβο αφήνοντας πίσω της την πόλη Σίρμιο (σημερινή Σμέρκα Μιτρόβιτσα στη Βοϊβοντίνα) στην τότε Κάτω Παννονία. Όπως αναφέρει ο αξιόπιστος ιστορικός Βυζαντινός Ιωάννης Κίνναμος ο βυζαντινός στρατός αριθμούσε περί τις 15.000 άνδρες εκ των οποίων το 1/3 ήταν μισθοφόροι Κουμάνοι και άλλοι τουρκογενείς ελαφροί ιπποτοξότες, καθώς και λίγοι δυτικοί ιππότες.
Ο στρατός αναπτύχθηκε σε τρία σώματα. Το πρώτο αποτελείτο από τους μισθοφόρους με τους ιππότες ως εμπροσθοφυλακή και τους ιπποτοξότες ως υποστήριξη. Το κέντρο, το οποίο διοικούσε ο ίδιος ο Κοντοστέφανος, αποτελείτο από επίλεκτα στρατεύματα, την Φρουρά των Βαράγγων και το επίλεκτο σώμα της φρουράς των Εταιρειών, μερικούς Λομβαρδούς μισθοφόρους και περί τους 500 Σέρβους συμμάχους. Επίσης διέθετε το πλέον επίλεκτο σώμα της αυτοκρατορικής φρουράς τους Οικείους, ή Εταίρους του αυτοκράτορα.
Αριστερά τάχθηκαν τέσσερις τάξεις βυζαντινών στρατευμάτων διοικούμενες από τον Δημήτριο Βρανά, τον Γεώργιο Βρανά, τον Τατίκιο και τον Βασίλειο. Δεξιά δε τάχθηκαν επίλεκτα βυζαντινά τμήματα με λιγοστούς Γερμανούς μισθοφόρους και μερικούς Κουμάνους. Το δεξιό διοικείτο από τον Ιωάννη Κοντοστέφανο και τον Ανδρόνικο Λαμπαρδά. Στο άκρο δεξιό και στο άκρο αριστερό τάχθηκαν επίλεκτα τμήματα ελαφρών ιππέων (προκουρσάτορες). Ως εφεδρεία διατέθηκαν τρεις σχηματισμοί κονταράτων (δορυφόροι πεζοί) και τοξοτών.
Στην άλλη πλευρά ο Ούγγρος Ντένις (Διονύσιο τον ονομάζουν οι Βυζαντινοί) κόμης του Μπατς διέθετε ανάλογο αριθμό ανδρών. Πέραν των ουγγρικών τμημάτων διέθετε Γερμανούς συμμάχους. Αντίθετα με τους Βυζαντινούς που διέθεταν εμπροσθοφυλακή και εφεδρεία, ο Ούγγρος διοικητής έταξε τις δυνάμεις του σε μια μόνο γραμμή μάχης σε τρία σχεδόν ισοδύναμα τμήματα.
Σύμφωνα με άλλες πηγές όμως οι Ούγγροι τάχθηκαν με το ιππικό μπροστά και το πεζικό πίσω. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό, καθώς θα τους εξέθετε σε πλευρικά πλήγματα των Βυζαντινών. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι Ούγγροι διέθεταν βαρύ και ελαφρύ ιππικό και κυρίως ελαφρύ πεζικό. Περιγράφει όμως τους Ούγγρους ιππείς της πρώτης γραμμής ως βαριά θωρακισμένους που ίππευαν θωρακισμένα άλογα.
Η καταλυτική μάχη
Ο Κοντοστέφανος βλέποντας την ουγγρική παράταξη αποφάσισε να αναγκάσει τους αντιπάλους να του επιτεθούν. Για τον σκοπό αυτό έστειλε μπροστά τους ιπποτοξότες του οι οποίοι άρχισαν να καταπονούν τους αντιπάλους τους με συνεχή τοξεύματα. Οι Ούγγροι αντέδρασαν όπως υποψιάστηκε ο Βυζαντινός στρατηγός και επιτέθηκαν μαζικά, με το σύνολο των δυνάμεών τους. Οι Ούγγροι πίεσαν τους Βυζαντινούς. Στο βυζαντινό αριστερό οι μονάδες των Βρανάδων υποχώρησαν, επίτηδες προς τον ποταμό Σάβο. Εκεί σταμάτησαν και ανασχημάτισαν τις γραμμές τους.
Το βυζαντινό κέντρο και το δεξιό πλευρό αντιμετώπισαν ευχερώς την ουγγρική έφοδο. Ο Λαμπαρδάς μάλιστα εκτέλεσε ορμητική αντεπίθεση με τους ιππείς του. Οι αντίπαλοι ενεπλάκησαν σε φονική μάχη σώμα με σώμα, με τους κεφαλοθραύστες των Βυζαντινών να κάνουν θραύση κατά των βαρύτερα θωρακισμένων αντιπάλων τους.
Ο Κοντοστέφανος επίσης αντεπιτέθηκε στο κέντρο ρίχνοντας στη μάχη και τις εφεδρείες του. Φαίνεται πως και η αριστερή πτέρυγα των Βυζαντινών αντεπιτέθηκε. Όλοι μαζί οι Βυζαντινοί απώθησαν, σε πρώτη φάση, τους Ούγγρους και κατόπιν διέσπασαν τις εχθρικές γραμμές. Οι Ούγγροι τρομοκρατημένοι το έβαλαν στα πόδια καταδιωκόμενοι από τους Βυζαντινούς, που τους κατέκοπταν αλύπητα. Ο Ούγγρος διοικητής κατάφερε να διασωθεί από κάποιον στρατιώτη του. Το λάβαρό του όμως και το άλογό του κυριεύτηκαν.
Άλλοι πέντε Ούγγροι στρατηγοί αιχμαλωτίστηκαν μαζί με πολλούς στρατιώτες. Οι νεκροί όμως ήταν πολλοί περισσότεροι. Οι Βυζαντινοί κυρίευσαν επίσης πάνω από 2.000 πανοπλίες και αμέτρητα όπλα και ασπίδες των εχθρών. Η συντριπτική ήττα υποχρέωσε τον Ούγγρο βασιλιά να ζητήσει αμέσως ειρήνη, αναγνωρίζοντας τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Επίσης δέχτηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας και να παραδώσει ομήρους συγγενείς του.