Ευρωπαϊκή άμυνα: Ο βασιλιάς είναι γυμνός!
14/09/2025
Η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται ενώπιον μιας τεράστιας αύξησης των αμυντικών δαπανών. Η δικαιολογία, φαινομενικά, είναι προφανής. Όμως, οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί στην ΕΕ έχουν ήδη διπλασιαστεί, από την τελευταία δεκαετία. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν χρειάζεται περισσότερες δαπάνες για να μεταμορφώσει τις σχεδόν ανύπαρκτες ένοπλες δυνάμεις της – χρειάζεται περισσότερη διασυνοριακή συνεργασία.
Λέγεται ότι η άμυνα των χωρών της Ευρώπης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι ένα ερείπιο, την στιγμή που Βρυξέλλες και ΝΑΤΟ επισείουν το φόβητρο της ρωσικής επεκτατικότητας. Είναι όντως έτσι; Υπάρχει κάτι που δεν φαίνεται τόσο καθαρά από τα καφενεία των Αθηνών, όπου το κόστος της άμυνας πλανιέται βαριά κάτω από τον μικρό-εθνικό προϋπολογισμό.
Για παράδειγμα, στο κλεινόν άστυ η είδηση για την διόγκωση του γερμανικού στρατού και της αύξησης των γερμανικών αμυντικών δαπανών ανασύρουν μνήμες κατοχής. Όμως, σχεδόν αγνοείται ότι κάποια στιγμή η Γερμανία είχε τον μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ. Σήμερα η Bundeswehr είναι ένα φάντασμα του παλιού εαυτού της, όταν καλούνταν να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η κατάσταση όντως δεν είναι καλύτερη στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και κάπου είναι ακόμα και χειρότερη. Μόνο η Γαλλία διατηρεί στρατιωτική ισχύ, αλλά προσανατολισμένη σε υπερπόντιες επιχειρήσεις εναντίον υποδεέστερων αντιπάλων, πχ στην Υποσαχάρια Αφρική. Πάντως, είναι το Παρίσι που διαθέτει την μόνη πυρηνική δύναμη εντός της ΕΕ, λόγω Brexit.
Τρισεκατομμύρια μέσα σε μια δεκαετία
Η δεκαετία πριν από την εισβολή της Ρωσίας δεν ήταν ακριβώς “χαμένη δεκαετία” για τους Ευρωπαίους στρατιωτικούς, αλλά μάλλον μία δεκαετία άσκοπης δαπάνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του NATO και του SIPRI, το 2023 οι συνολικές δαπάνες των ευρωπαϊκών μελών της Συμμαχίας στην Γηραιά Ήπειρο ανήλθαν σε πάνω από 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια – πολύ μεγαλύτερες από τη Ρωσία.
Βέβαια το νούμερο είναι παραπλανητικό, καθώς περιλαμβάνει και τις σταθερά αυξανόμενες δαπάνες της Τουρκίας, που στο διάστημα αυτό ξεπέρασαν τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια – ακόμα και τις δαπάνες της Ελλάδας που ήταν σταθερά πάνω από το 2% του ΑΕΠ. Να σημειωθεί ότι οι δαπάνες αυτές περιλαμβάνουν μισθούς και πάγια σταθερά έξοδα (πολύ πάνω από το 50%). Σπάνια οι εξοπλιστικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 20% των συνολικών δαπανών, πριν το 2024.
Σήμερα είναι κοινώς αποδεκτό ότι η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερες δυνάμεις που θα μπορεί να αναπτύξει στο πεδίο. Αλλά η Ευρώπη έχει ήδη 1,47 εκατομμύρια ένστολο προσωπικό – δηλαδή περισσότερους στρατιώτες εν ενεργεία από τις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα δεν αποτελεί σκάνδαλο που οι ευρωπαϊκοί αμυντικοί προϋπολογισμοί έχουν ήδη αυξηθεί. Το σκάνδαλο είναι ότι η Ευρώπη ξοδεύει και ξόδευε ήδη τόσα πολλά, με ελάχιστο όμως αντίκρισμα: Καμία αποτελεσματική αποτροπή, λίγα αναπτυσσόμενα στρατεύματα, κανένα απόθεμα όπλων – και δη για προμήθεια στην Ουκρανία.
Ένας αναλυτής έκανε τον εξής εύστοχο παραλληλισμό: Φανταστείτε οι ίδιες δαπάνες να πήγαιναν για καθαρή ενέργεια και παρά τις επενδύσεις και τα κονδύλια να λαμβάναμε ελάχιστη αξιοποιήσιμη καθαρή ενέργεια, χωρίς κατάργηση του άνθρακα! Θα αποτελούσε τεράστιο σκάνδαλο αν ενώπιον μιας νέας ενεργειακής κρίσης θα προχωρούσαμε στον διπλασιασμό των δαπανών για αυτή την άσκοπη πολιτική. Αλλά αυτό κάνει η Ευρώπη με την άμυνα!
Ευρωπαϊκή Άμυνα: Πόσο άδειο είναι το ποτήρι
Οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, καθώς στην πραγματικότητα η Ευρώπη έλαβε τουλάχιστον κάποια οφέλη για τα έξοδα της. Αλλά αυτά τα είδαν κυρίως η Γαλλία, η Βρετανία και η Ελλάδα, ενώ στις δαπάνες του ΝΑΤΟ συμμετέχει και η προβληματική σύμμαχος Τουρκία. Με τόσο καθυστερημένη δε αναδιοργάνωση, ακόμη και η Γερμανία θα μπορούσε να βρίσκεται στον δρόμο για την δημιουργία μιας αξιόπιστης-αποτρεπτικής ισχύος. Θα έκανε τεράστια διαφορά η συμφωνία σε βασικά στοιχεία, όπως ένα κοινό σύστημα αεράμυνας, ή μια περιορισμένη επιλογή αρμάτων μάχης.
Ο πήχης είναι χαμηλός για ορισμένους: Ισχυρίζονται ότι το μόνο που χρειάζεται να κάνει η Ευρώπη για να έχει μια ισχυρή δύναμη είναι να επιτύχει το μέσο επίπεδο αποτελεσματικότητας του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Αντίθετα, οι πιο κυνικοί βλέπουν παιδαριώδη τον ισχυρισμό περί “μπαρόκ μιλιταρισμού” της Ευρώπης: Θεωρούν ότι μόνο οι πολύ αφελείς πιστεύουν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες αφορούν πρωτίστως την εθνική ασφάλεια και όχι το κέρδος!
Η σπατάλη κάθε άλλο παρά ακούσιο σφάλμα είναι. Πώς αλλιώς εξηγείται το σύστημα τιμολόγησης που χρησιμοποιείται για την πληρωμή πανάκριβων οχημάτων, αλλά και το ό,τι η συντριπτική πλειονότητα των στρατιωτικών προμηθειών από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κράτη παραμένει εντός εθνικών συνόρων; Κανείς που ενδιαφέρεται πραγματικά σοβαρά να αποκτήσει χρησιμοποιήσιμα όπλα, σε επαρκή ποσότητα και σε αξιοπρεπή τιμή, δεν θα προχωρούσε με αυτόν τον τρόπο.
Τόσο οι αισιόδοξοι, όσο και οι κυνικοί, έχουν δίκιο. Όμως, κανενός οι απόψεις δεν ισχύουν αυτή τη στιγμή. Η κοινή λογική λέει ότι η κρίση στην ευρωπαϊκή άμυνα είναι πραγματική και επείγουσα. Αφού η Ευρώπη ξόδεψε περισσότερα από τρία τρισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα μιας δεκαετίας, κατάφερε κυριολεκτικά να μείνει χωρίς σχεδόν καμία στρατιωτική ικανότητα! Τώρα η Ευρώπη αναζητά να ξοδεύει ορθώς τα χρήματα, αφού έχει ήδη κατασπαταλήσει όλα τα προηγούμενα!
Απαιτούμενες αλλαγές
Για να μην αποτελέσουν μία ακόμα συνταγή καταστροφής, αυτές οι επιπλέον δαπάνες θα πρέπει να συνδεθούν με αλλαγές-τομές. Στην πραγματικότητα, η κοινή αμυντική πολιτική δεν απαιτεί περισσότερα χρήματα, απλώς περισσότερη διασυνοριακή συνεργασία. Για να δικαιολογηθεί η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα πρέπει να γίνει ακράδαντα πιστευτό ότι τα νέα κονδύλια θα μετατρέψουν τα λείψανα των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων του 20ού αιώνα σε μαχητικές δυνάμεις του 21ου αιώνα, έτσι ώστε η ποσοτική αύξηση των δαπανών να επιφέρει με κάποιο τρόπο και μία ποιοτική βελτίωση.
Τα αμυντικά σχέδια της Ευρώπης είναι τεράστια και θα επιβάλουν σημαντική πίεση στους ήδη πιεσμένους προϋπολογισμούς. Το ελάχιστο που οφείλουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες στους πολίτες τους είναι η πλήρης διαφάνεια σχετικά με το τεράστιο στοίχημα που αναλαμβάνουν.
Το ζήτημα δεν είναι καθόλου απλό: Δεν αναφερόμαστε σε μία καθυστερημένη ενίσχυση μιας κατά τα άλλα υγιούς στρατιωτικής μηχανής, αλλά για ένα μεγάλο στοίχημα πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ που προσδοκά να διορθώσει ένα ξεχαρβαλωμένο αμυντικό τοπίο…