ΘΕΜΑ

Μπορεί να ελεγχθεί η δυναμική του πολέμου;

Μπορεί να ελεγχθεί η δυναμική του πολέμου; Κώστας Γρίβας

Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην αποκεντρωτική μεθοδολογία μάχης, την οποία οι Γερμανοί αναφέρουν ως Auftragstaktik και στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως Διοίκηση δια της Αποστολής και στις τεράστιες δυνατότητες που αυτή προσφέρει δυνητικά σε στρατεύματα όπως είναι το ελληνικό, αν την υιοθετήσουν σε όλο της το βάθος και εύρος.

Εδώ θα αναφερθούμε στις φιλοσοφικές ρίζες της Auftragstaktik για τον πόλεμο και την ιστορική της πορεία στον Πρωσικό και εν συνεχεία στον Γερμανικό Στρατό. Θα δούμε λοιπόν ότι η Auftragstaktik και οι αντίπαλοί της – υπό μία έννοια η μονομαχία της ανάγκης για προσαρμογή στη ρευστή πραγματικότητα της μάχης με την ουτοπία του ελέγχου της πολεμικής διαδικασίας – αποτέλεσε και αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των ανταγωνιστικών φιλοσοφικών ρευμάτων και κοσμοθεωριών που γεννήθηκαν μέσα σε αυτόν.

Σε μεγάλο βαθμό η Auftragstaktik υπήρξε προϊόν της σύγκρουσης της λογικοκρατίας και της θρησκειοποίησης της επιστήμης που έφερε μαζί του ο Διαφωτισμός και της αντίδρασης του γερμανικού Ρομαντισμού σε αυτές τις αντιλήψεις, αλλά και της επανάστασης στις στρατιωτικές υποθέσεις που προκάλεσε η ναπολεόντεια εποχή.

Συγκεκριμένα, η ναπολεόντεια τέχνη του πολέμου, η οποία έδωσε έμφαση στην κινητικότητα, την ταχύτητα και την τόλμη κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στους ευέλικτους ελιγμούς σε ανοικτές φάλαγγες πριν από την ανάπτυξη σε γραμμή μάχης και στη μετακίνηση των μεραρχιών ως ανεξάρτητων σχηματισμών, έπληξε σοβαρά την άκαμπτη «επιστημονική» μορφή των πολεμικών επιχειρήσεων που επικρατούσε μέχρι τότε. Ο συνδυασμός των αρχών του Διαφωτισμού με αυτήν τη νέα πραγματικότητα οδήγησε στη δημιουργία νέων σχολών μελέτης του πολέμου.

Μία από αυτές ήταν το γερμανικό κίνημα Aufklärung, οι οπαδοί του οποίου δεν ακολούθησαν το «επιστημονικό μοντέλο» με την αυστηρότητα που επέδειξαν οι Γάλλοι. Αντιθέτως, έδωσαν έμφαση στη δημιουργία στρατιωτικής γνώσης και στη διάδοσή της στο σώμα των Πρώσων αξιωματικών. Ένας από τους κυρίαρχους θεωρητικούς αυτής της σχολής ήταν ο Ferdinand von Nikolai, ο οποίος αντέδρασε στο αυστηρά «επιστημονικό» πρόγραμμα του Γαλλικού Διαφωτισμού και έδωσε προτεραιότητα στην απόκτηση ενός ευρέος σώματος γνώσεων από τους αξιωματικούς αντί στην υιοθέτηση άκαμπτων επιστημονικών μεθοδολογιών. Σε αυτήν τη μορφή του «σκεπτόμενου αξιωματικού» μπορούν να εντοπιστούν ορισμένες από τις πρώτες ρίζες της Auftragstaktik.

Τα χαρακτηριστικά του πολέμου

Σε ένα αντίθετο πνεύμα, ο von Bülow, στο έργο του “Η Εκστρατεία” (The Campaign) του 1800, όπου ισχυριζόταν ότι ήταν ο θεμελιωτής της στρατιωτικής επιστήμης, αναφερόταν σε μια «επιστήμη» της στρατηγικής γεωμετρικού χαρακτήρα. Προωθώντας δε τη σκέψη του στα άκρα, προχώρησε ακόμη και στη διατύπωση μιας «επιστήμης της πολιτικής», που θα μπορούσε να υπολογιστεί μαθηματικά.

Ο περιβόητος Ζομινί (Antoine Henri Jomini), από πλευράς του, υποστήριξε ότι ο πόλεμος διέπεται από αμετάβλητες επιστημονικές αρχές, τις οποίες η στρατηγική οφείλει να εντοπίσει και να εφαρμόζει αμετάκλητα. Από τον de Saxe έως τον Jomini παρατηρείται μια αξιοσημείωτη συνέπεια στον τρόπο με τον οποίο καθοριζόταν το πώς και γιατί οι στρατιωτικές ικανότητες σχεδιάζονταν και αναπτύσσονταν. Συλλογικά, η σκέψη των διανοητών αυτών αντιπροσώπευε μια σαφή ρήξη με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις περί πολέμου.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της ρήξης ήταν η ανάδυση της Λογικής ως θεμελιώδους οργανωτικής αρχής, που παρεμβαλλόταν μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Η εξέλιξη της στρατιωτικής θεωρίας χαρακτηρίστηκε έτσι από μια μετακίνηση προς ολοένα και πιο «επιστημονικές» μεθόδους πολέμου, οι οποίες μείωναν την αντίληψη του πολέμου ως τέχνη και τον μετέτρεπαν φαντασιακά σε «επιστήμη».

Η ουτοπία του απόλυτου ελέγχου της μάχης

Στην Εποχή του Λόγου υπήρξε λοιπόν μια ανανέωση στο πνευματικό κλίμα της εποχής, όπου ο κόσμος –δηλαδή η Φύση– θεωρείτο ως ο χώρος κυριαρχίας του Ανθρώπου, ο οποίος παρουσιαζόταν ως η ενσάρκωση όχι μόνο της Πρακτικής Λογικής, αλλά και της Καθαρής Λογικής και όχι μόνο μπορούσε αλλά και έπρεπε να θέσει τον κόσμο και τα φαινόμενα μέσα σε αυτόν υπό τον απόλυτο έλεγχο του.

Το κοσμοείδωλο του ανθρωποθεού (man – god) δημιουργήθηκε και είχε και την αντανάκλασή του – και πολύ έντονα μάλιστα – στις αντιλήψεις περί πολέμου. Οι στρατιωτικοί θεωρητικοί της Εποχής των Φώτων, όπως ο Guibert, o Lloyd και ο von Bülow, προσδοκούσαν να ανακαλύψουν ένα σύνολο λογικών αρχών βασισμένων σε σκληρά, ποσοτικά δεδομένα που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον πόλεμο σε κλάδο των φυσικών επιστημών, εξαλείφοντας πλήρως τον ρόλο της τύχης και της αβεβαιότητας. Με δυο λόγια, στο πλαίσιο των στρατιωτικών θεωριών της Εποχής του Διαφωτισμού, θεωρήθηκε δεδομένη η ανάπτυξη μεθοδολογιών που θα επέτρεπε την τέλεια υπολογισιμότητα της μάχης, κάθε μάχης.

Το κυρίαρχο στην εποχή του Διαφωτισμού νευτώνειο επιστημολογικό παράδειγμα (paradigm), υποστήριζε ότι η αντικειμενική πραγματικότητα μπορεί να ελεγχθεί. Η κυρίαρχη μεταφορά (dominant metaphor) που χρησιμοποιείτο για να αναπαραστήσει τον κόσμο ήταν εκείνη της μηχανής ή καλύτερα του ρολογιού, υποδηλώνοντας ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου, μπορούσε να καθυποταχθεί σε μηχανιστικά – ντετερμινιστικά μοντέλα λειτουργίας, η πιστή εφαρμογή των οποίων θα επέτρεπε σε αυτόν που τα ασκούσε να επιτύχει τον απόλυτο έλεγχο σε ότι έκανε. Από τη μάχη, μέχρι την οικονομία και την πολιτική.

Οι στρατιωτικοί θεωρητικοί της εποχής υποστήριξαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μαθηματικά εργαλεία για την ποσοτικοποίηση του πολέμου και ότι αυτές οι προσπάθειες θα απέδιδαν ένα σώμα καθολικών κανόνων και τύπων, η πιστή εφαρμογή των οποίων θα εγγυάτο τη νίκη σε κάθε περίσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιδέες που προέκυψαν από τους στρατιωτικούς θεωρητικούς του Διαφωτισμού και βρήκαν την έκφρασή τους στον στρατό του Φρειδερίκου του Μέγα, εξακολουθούν να επηρεάζουν τις σύγχρονες οργανώσεις. Έτσι, οι στρατοί σήμερα διατηρούν ακόμη ασκήσεις παρέλασης ως μέσο καλλιέργειας πνεύματος ενότητας και συνοχής, αλλά και έναν άκαμπτα γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας, ο οποίος είναι απλά ενοχλητικός και αντιπαραγωγικός στον καιρό της ειρήνης αλλά μπορεί να αποδειχθεί πάρα πολύ επικίνδυνος στον καιρό του πολέμου.

Ο Διαφωτισμός λοιπόν και η ουτοπία του ελέγχου που προέκυψε από αυτόν δημιούργησε ένα μηχανιστικό σύστημα στρατιωτικής οργάνωση, βασισμένο κατ’ ανάγκην στην ιεραρχία και την τυφλή υπακοή, το οποίο αναστέλλει την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την εμπιστοσύνη, κάτι που αποδείχθηκε άκρως προβληματικό μέσα στο ρευστό και χαοτικό περιβάλλον, στο οποίο διεξάγονται στην πραγματικότητα οι πολεμικές αναμετρήσεις σε όλο το μήκος της Ιστορίας.

Η κατάρρευση της ουτοπίας του ελέγχου

Και τότε ήρθε ο Ναπολέων και γκρέμισε τον τακτοποιημένο φαντασιακά κόσμο των στρατιωτικών θεωρητικών της εποχής του Λόγου. Καταρχάς, ο Ναπολέων παρείχε αυτονομία δράσης στα ανεξάρτητα Σώματα Στρατού και, κατά συνέπεια, προώθησε την αποκέντρωση του στρατεύματος, επιτυγχάνοντας στρατηγική ευελιξία.

Εν συνεχεία, οι Πρώσοι αξιωματικοί, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα στράτευμα νέου τύπου που θα αντιμετώπιζε τις ναπολεόντειες στρατιές βρήκαν έμπνευση σε ένα πνευματικό κίνημα που προέκυψε από τον πολιτισμικό πυρήνα του γερμανικού κόσμου. Τον Ρομαντισμό.

Οι ιδέες του Κινήματος του Γερμανικού Ρομαντισμού, οι οποίες άρχισαν να εμφανίζονται προς τα τέλη του 18ου αιώνα, αποτέλεσαν τη βάση για μια κριτική ανάλυση της στρατιωτικής θεωρίας που βασιζόταν στην αντίληψη ότι ο κόσμος είναι το πεδίο της κυριαρχίας του Ανθρώπου και την κυριαρχία αυτή μπορεί να την επιτύχει δια της εφαρμοσμένης λογικής, δηλαδή της επιστήμης. Αντιθέτως, οι θεωρητικοί του Ρομαντισμού πίστευαν ότι ο κόσμος είναι το πεδίο της ασάφειας, της τύχης και της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

Ο Σάρντχορστ (Scharnhorst) ξεκίνησε μια επαναστατική αναμόρφωση του Πρωσικού Στρατού, συνδυάζοντας με δημιουργικό τρόπο τις αρχές του Διαφωτισμού – του λόγου, της γνώσης, της κρίσης και της μόρφωσης  –με τα ρομαντικά ιδεώδη της ανεξάρτητης θέλησης και της δημιουργικότητας. Υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν επιστημονικοί κανόνες για τον πόλεμο, αλλά μόνο «ορθές έννοιες» που εδράζονται στη φύση των πραγμάτων ή στην εμπειρία. Η δε εφαρμογή τους αποτελεί τέχνη που αποκτάται μέσω της ιστορικής μελέτης και της εμπειρίας. Ο καλύτερος τρόπος να προετοιμαστεί ένας αξιωματικός για τις απαιτήσεις του πεδίου μάχης είναι να διδαχθεί τις ορθές έννοιες και, στη συνέχεια, να ενθαρρυνθεί να σκέφτεται, να αναλύει ανεξάρτητα και να λαμβάνει αποφάσεις μόνος του.

Ο Κλαούζεβιτς, ο πιο διάσημος προστατευόμενος του Σάρντχορστ, θεωρούσε ότι ο πόλεμος είναι περισσότερο τέχνη παρά επιστήμη και υποστήριξε ότι η μάχη κυριαρχείται από το άγνωστο και το απρόβλεπτο. Ως εκ τούτου, αναπτύσσεται αναπόφευκτα ένα χάσμα ανάμεσα στον σχεδιασμό και τα πραγματικά γεγονότα στο πεδίο. Όπως και ο Σάρντχορστ, ο Κλαούζεβιτς πίστευε ότι η φύση του πολέμου απαιτεί γρήγορες αποφάσεις και ευέλικτα σχέδια.

Η γερμανική πολεμική μηχανή του 20ου αιώνα

Στη συνέχεια, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η στρατιωτική θεωρία κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέα δεδομένα, όπως η εμφάνιση μεγάλων εθνικών στρατών. Οι στρατοί-ρολόγια του 18ου αιώνα, δηλαδή μικρές και «καλοκουρδισμένες» δυνάμεις, που αποτελούσαν «παιχνίδια» στα χέρια των ηγεμόνων, μπορούσαν να ελέγχονται έστω και δύσκολα από τους ίδιους. Στην εποχή του μεγάλου Πρώσου πολεμικού ηγήτορα Χέλμουτ φον Μόλτκε (Helmuth von Moltke), οι μεγάλοι εθνικοί στρατοί, αποτελούμενοι από εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκών σιδηροδρομικών δικτύων για ταχεία μεταφορά, οδηγούσαν στη διασπορά των δυνάμεων σε μεγάλες αποστάσεις, συχνά εκατοντάδων χιλιομέτρων.

Ο κεντρικός έλεγχος ενός τέτοιου στρατεύματος ήταν ανέφικτος. Η λύση του Μόλτκε ήταν η αποκέντρωση της διοίκησης. Όπως και ο Κλαούζεβιτς —τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του— έβλεπε την τριβή (friction) και την τύχη ως οργανικά στοιχεία του πολέμου και αντιτασσόταν σε κάθε περιορισμό της προσωπικής πρωτοβουλίας. Σύμφωνα με τον Μόλτκε, η στρατιωτική στρατηγική ήταν απλώς ένα «σύστημα ευκαιριών». Η στρατηγική βασίζεται και εξαρτάται από τις τακτικές ευκαιρίες, ενώ η νίκη προϋποθέτει την ικανότητα των διοικητών του τακτικού επιπέδου να εντοπίζουν και να εκμεταλλεύονται πρόσκαιρες δυνατότητες προς όφελος του στρατηγικού σκοπού.

Οι υφιστάμενοι λάμβαναν μόνο τις απαραίτητες πληροφορίες, μια δήλωση προθέσεων του διοικητή και μια αποστολή. Είχαν την ελευθερία να υλοποιήσουν τους στόχους με τον τρόπο που έκριναν κατάλληλο και τους εμπιστεύονταν ότι θα ενεργούσαν όπως ο διοικητής τους. Το σύστημα αυτό συνδύαζε την τοπική πρωτοβουλία με την ενότητα σκοπού, προσφέροντας στον Πρωσικό Στρατό τα πλεονεκτήματα της αποκέντρωσης χωρίς απώλεια ελέγχου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γερμανική Auftragstaktik εφαρμόστηκε με εντυπωσιακά αποτελέσματα κατά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870. Οι διοικητές πρώτης γραμμής είχαν την ελευθερία να ενεργούν αυτόνομα στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής οδηγίας «να προελάσουν προς τον ήχο των κανονιών», η οποία καθόριζε το αποφασιστικό σημείο πίεσης (Schwerpunkt). Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Χέλμουτ φον Μόλτκε έγκειτο ακριβώς στην ικανότητά του να προσαρμόζεται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες αντί να προσπαθεί να αναγκάσει τις στρατιές του να εφαρμόσουν ένα άκαμπτο προκαθορισμένο σχέδιο. Με άλλα λόγια, η μεγάλη του ιδιοφυΐα συνίστατο στον «ιδιοφυή οπορτουνισμό» του.

Όμως η ουτοπία του ελέγχου δεν είχε πει την τελευταία της λέξη…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx