Drones, η σύγχρονη εθνική αυταπάτη!
26/11/2025
Η Ελλάδα το τελευταίο διάστημα έχει οικοδομήσει μια ολόκληρη δομή δημόσιου λόγου, βασισμένη στην ψευδαίσθηση ότι τα drones συνιστoύν αυτάρκες οπλικό σύστημα, σαν να πρόκειται για τεχνολογικό άλμα που μπορεί να ανατρέψει ισορροπίες, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί μόνο το τελευταίο, πιο επιφανειακό και ταυτόχρονα το λιγότερο καθοριστικό στοιχείο μιας αλυσίδας.
Η αλυσίδα αυτή ξεκινά από δορυφορική επιτήρηση υψηλής ανάλυσης, συνεχίζεται με δίκτυα SIGINT και ELINT, περιλαμβάνει σταθμούς πολυφασματικών αισθητήρων, απαιτεί ικανότητα ανίχνευσης υπέρυθρης αποτύπωσης, στηρίζεται σε GEOINT επεξεργασία αναγλύφου, διασυνδέεται με στρατιωτικό clouding χαμηλού latency και ολοκληρώνεται μέσα από αλγοριθμικά fusion centers που ενώνουν χιλιάδες διαφορετικά δεδομένα σε μια ενιαία επιχειρησιακή εικόνα, από την οποία προκύπτουν διαδρομές, στόχοι, επίπεδα κινδύνου και επιχειρησιακές συντεταγμένες, που το drone απλώς εκτελεί χωρίς να κατανοεί.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία, ωστόσο, προβάλλει την ύπαρξη μιας πλατφόρμας UAV σαν να είναι ισοδύναμη με την ύπαρξη της αισθητηριακής υποδομής, που καθιστά χρήσιμο το UAV, αγνοώντας πλήρως ότι χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, χρειάστηκαν δεκαετίες επενδύσεων, δισεκατομμύρια σε δορυφορική τεχνολογία και ένα ολόκληρο οικοσύστημα επιστημονικών και στρατιωτικών κέντρων για να παράγουν αυτή τη δυνατότητα. Στην αμερικανική επιχειρησιακή πραγματικότητα, το drone δεν είναι ποτέ ο αισθητήρας. Είναι ο εκτελεστής.
Ο εντοπισμός γίνεται από δορυφόρους LEO που καταγράφουν θερμικές ανωμαλίες σε βάθος δεκάδων χιλιομέτρων, από GEOINT δίκτυα που ανιχνεύουν μικροσκοπικές μεταβολές σκιάς και εδαφικής υφής, από SIGINT πλατφόρμες που αναλύουν εκπομπές σε ηπειρωτική κλίμακα, από ιπτάμενα RC-135 που καταγράφουν την ενεργοποίηση ραντάρ, από Ε-8 JSTARS που χαρτογραφούν μετακινήσεις μηχανοκίνητων μονάδων και από fusion centers που συνθέτουν όλα αυτά τα δεδομένα σε μία ολοκληρωμένη επιχειρησιακή εικόνα, μέσα στο οποίο το UAV λειτουργεί σαν μία από τις τελευταίες βαθμίδες εκτέλεσης.
Εφαρμογή στα πεδία
Στην Ουκρανία, που συχνά χρησιμοποιείται αφελώς στην ελληνική συζήτηση, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο ενδεικτική, με την χώρα να χρησιμοποιεί δεκάδες χιλιάδες drones σε τακτικό επίπεδο, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τις γραμμές μάχης, για παρακολούθηση χαρακωμάτων, διόρθωση πυρών, αναγνώριση μικρών κινήσεων πεζικού, και ρίψεις μικρο-φορέων βομβών σε τοπικά σημεία επαφής. Όλα αυτά αποτελούν αισθητηριακή τακτικού πεδίου μάχης, όχι στρατηγική ικανότητα. Στην τακτική ζώνη, το drone “βλέπει”, επειδή οι στόχοι είναι εκτεθειμένοι, οι αποστάσεις μικρές, το περιβάλλον χαμηλής πολυπλοκότητας και η απειλή από προηγμένη αεράμυνα ασθενής.
Όμως σε όλες τις επιχειρήσεις, όπου χρειάστηκε να εντοπιστεί και να πληγεί στόχος υψηλής στρατηγικής αξίας -είτε πρόκειται για συστήματα S-300 και S-400, είτε για Pantsir, Tor ή Nebo-M, είτε για κινητά συστήματα EW Krasukha-4, Tirada-2S και Murmansk-BN, είτε για μη εμφανείς κόμβους logistics, είτε για βαθιές εγκαταστάσεις διύλισης και ενεργειακά κέντρα σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων- το drone ήταν απλώς το τελευταίο κομμάτι της αλυσίδας και ποτέ το πρώτο.
Ο εντοπισμός τους επιτυγχάνεται από SIGINT που αναλύει παροδικές εκπομπές ραντάρ, από SAR δορυφόρους που ανιχνεύουν αλλαγές υφής σε δασικές ζώνες, από IR δορυφόρους που διαβάζουν θερμικές ανωμαλίες, AI pattern detection που συνδυάζει χιλιάδες μικρά δεδομένα σε ενιαία γεωχωρική υπόθεση. Επιπλέον, αμερικανικά και βρετανικά δίκτυα παρακολουθούν την ενεργοποίηση της ρωσικής αεράμυνας και υπολογίζουν διαδρομές χαμηλής έκθεσης κινδύνου.
Χωρίς αυτά, κανένα drone δεν θα είχε καμία πιθανότητα να εντοπίσει, να πλησιάσει ή να πλήξει τέτοιους στόχους. Η απόδειξη ότι το drone είναι τελικός εκτελεστής φαίνεται από το γεγονός ότι σε περιβάλλοντα υψηλής πολυπλοκότητας – σε πολυεπίπεδο δίκτυο αεράμυνας με στρώματα ραντάρ, αισθητήρων και αναχαιτιστικών μέσων), με συνδυασμένη αεράμυνα, πολυστατικά ραντάρ, παραπλανητικά ομοιώματα, ηλεκτρονικό πόλεμο πολλαπλών συχνοτήτων– τα drones χωρίς την βασική αισθητηριακή υποδομή που στηρίζει όλο το σύστημα, απλώς εξαφανίζονται από το επιχειρησιακό πεδίο.
Η ελληνική αυταπάτη
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ελληνική αυταπάτη, καθώς συχνά θεωρείται αυτονόητο ότι οι μικρές αποστάσεις του Αιγαίου αρκούν για να καταστήσουν αποτελεσματικές τις εγχώριες πλατφόρμες UAV. Το επιχείρημα αυτό είναι τεχνικά αφελές. Στο Αιγαίο δεν υπάρχει πεδίο μάχης, όπως στη Χερσώνα. Υπάρχει ολοκληρωμένο σύστημα αεράμυνας πολλαπλών στρωμάτων, τουρκικά ραντάρ S-band, X-band, L-band και UHF πλήρως διασυνδεδεμένα, συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου Koral και Vural, που εφαρμόζουν multi-band jamming, UAV Akinci, Bayraktar, Aksungur και Kizilelma με SATCOM links (δορυφορικές ζεύξεις επικοινωνίας), πολυστατικά δίκτυα αισθητήρων, που εντοπίζουν στόχους από διαφορετικά σημεία, εγχώριο geo-intelligence, αναπτυγμένο tactical cloud και πλήρης αισθητηριακή δομή, που επιτρέπει στην Τουρκία να βλέπει, να αναλύει, να ιεραρχεί την πληροφορία και να αποφασίζει μέσα σε δευτερόλεπτα.
Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η Τουρκία δεν βασίζεται σε απομονωμένες πλατφόρμες, αλλά σε ένα δικτυοκεντρικό αισθητηριακό σύστημα, όπου ραντάρ, UAV, σταθμοί SIGINT/ELINT, αισθητήρες EO/IR και κόμβοι ηλεκτρονικού πολέμου, που λειτουργούν συντονισμένα μέσα από ένα κοινό επιχειρησιακό περιβάλλον. Δεν πρόκειται για πλήρες AI fusion, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά για αλγοριθμικό συγχρονισμό δεδομένων και real-time διαμοιρασμό πληροφορίας, που αυξάνει δραματικά την ταχύτητα επίγνωσης. Αυτή η δομή δίνει στο τουρκικό δίκτυο την ικανότητα να εντοπίζει μικρές μεταβολές, να ιεραρχεί απειλές και να προσαρμόζει διαδρομές UAV σε πραγματικό χρόνο.
Σε τέτοιο περιβάλλον, οποιοδήποτε ελληνικό drone επιχειρήσει χωρίς αντίστοιχη αισθητηριακή και υπολογιστική υποδομή, απλώς εισέρχεται σε θόλο, όπου ο αντίπαλος γνωρίζει νωρίτερα, ελέγχει περισσότερα και αντιδρά ταχύτερα. Όποιος επιθυμεί να εξετάσει σε βάθος το κατά πόσο τα τουρκικά συστήματα λειτουργούν συντονισμένα μέσα σε κοινό επιχειρησιακό περιβάλλον μπορεί να ανατρέξει στο “Ortak Ağ Yapısı” της Havelsan (δικτυοκεντρική αρχιτεκτονική τακτικών δεδομένων), τις αναλύσεις της Aselsan για το “Ortak Operasyonel Resim” (κοινή επιχειρησιακή εικόνα), τα τεχνικά εγχειρίδια των προγραμμάτων Koral/Vural, όπου περιγράφεται η multi-node λειτουργία ηλεκτρονικού πολέμου, τις παρουσιάσεις Baykar σχετικά με την ενοποίηση UAV σε ενιαίο data-link περιβάλλον, καθώς και το ναυτικό πρόγραμμα ADVENT της Havelsan, που αποτυπώνει την φιλοσοφία Ağ Merkezli Harekat (δικτυοκεντρική επιχειρησιακή λειτουργία) στις ναυτικές πλατφόρμες.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το drone δεν περιορίζεται από την απόσταση, αλλά από την απειλή. Όσο μικρή κι αν είναι η απόσταση, αν δεν υπάρχει δορυφορική καθοδήγηση, αν δεν υπάρχει SIGINT, που να καταγράφει την ενεργοποίηση του εχθρικού ραντάρ, αν δεν υπάρχει ELINT, που να αποτυπώνει σε ποιες συχνότητες ξεκινά το jamming, fusion center, που να ενοποιεί πληροφορίες, clouding χαμηλού latency, που να δίνει ανανεωμένες διαδρομές, στρατιωτικό σύστημα terrain-matching (ταύτιση διαδρομής με το ανάγλυφο του εδάφους) και path-ai scoring (αλγοριθμική αξιολόγηση διαδρομών με βάση την απειλή), πολυφασματική εικόνα, που να δείχνει τους πραγματικούς στόχους κάτω από παραπλανητικά ομοιώματα, τότε το drone είναι εκτεθειμένο, αποπροσανατολισμένο και ουσιαστικά καταδικασμένο να χαθεί.
Το πρόβλημα δεν είναι τα drone, αλλά ότι η Ελλάδα δεν έχει την αισθητηριακή αρχιτεκτονική, η οποία και κάνει το drone εργαλείο μάχης. Χωρίς αυτήν, το drone είναι απλώς ένα ιπτάμενο αντικείμενο που, απέναντι στην Τουρκία, δεν θα δει, δεν θα ακούσει και δεν θα αποφύγει τίποτα, όχι επειδή “δεν είναι καλό drone”, αλλά διότι η χώρα δεν έχει χτίσει τις θεμελιώδεις τεχνολογικές βάσεις που απαιτούνται για να καταστεί χρήσιμη οποιαδήποτε πλατφόρμα UAV. Και το πιο κωμικοτραγικό είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση φαίνεται να διαθέτει την τεχνική επάρκεια να αντιληφθεί το μέγεθος της αυταπάτης. Το κράτος λειτουργεί στρατηγικά τυφλό. Και σε πραγματική εμπλοκή, η στρατηγική τύφλωση μεταφράζεται σε απώλειες, που θα οφείλονται όχι στην ικανότητα του αντιπάλου, αλλά στην πρόσδεση του κράτους με μια τεχνολογική φαντασίωση που δεν ανταποκρίνεται σε καμία επιχειρησιακή πραγματικότητα.
Το κενό της ελληνικής στρατηγικής
Η ελληνική ιστορία έχει δείξει επανειλημμένα ότι η υπεροχή της πλατφόρμας δεν μεταφράζεται σε υπεροχή αποτελέσματος, όταν ο αντίπαλος διαθέτει καλύτερη εικόνα χώρου και ταχύτερη επιχειρησιακή αντίδραση. Από την Κύπρο του 1974 μέχρι την κρίση των Ιμίων και τις πρόσφατες επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Λιβύη και τη Συρία, η διαφορά κρίθηκε στην επί του πεδίου επίγνωση. Το τουρκικό πλεονέκτημα στη Λιβύη στηρίχθηκε και στην δημιουργία επίγειων σταθμών SIGINT σε κομβικά σημεία, όπως στη Μισράτα, στην Τρίπολη και σε προκεχωρημένες τοποθεσίες της παράκτιας ζώνης της Μισράτας και της Χομς, οι οποίες παρείχαν συνεχή υποκλοπή εκπομπών, εντοπισμό ενεργοποιήσεων ραντάρ και real-time ανάλυση στόχων.
Αυτοί οι σταθμοί λειτουργούσαν ως “αισθητηριακοί κόμβοι”, που τροφοδοτούσαν το τουρκικό επιχειρησιακό δίκτυο με δεδομένα μεγάλης ακρίβειας, επιτρέποντας την άμεση στοχοποίηση συστημάτων αεράμυνας και κινητών μονάδων του LNA. Σε συνδυασμό με τα UAV και τα Koral, η ύπαρξη αυτών των σταθμών δημιούργησε ένα συνεχές πεδίο παρακολούθησης, που ο αντίπαλος δεν μπόρεσε να διασπάσει, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η ρωσική επέμβαση με Krasukha-4 και τεχνικούς συμβούλους, προκειμένου να περιοριστεί η τουρκική επιχειρησιακή υπεροχή. Για την ιστορία, το αποτέλεσμα αυτού του δικτυοκεντρικού πλεονεκτήματος ήταν στρατηγικό.
Η Άγκυρα κατόρθωσε μέσα σε δύο μήνες να ανατρέψει το LNA, εξουδετερώνοντας συστηματικά τα ρωσικά Pantsir μέσω συντονισμού UAV, SIGINT και EW, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές και καθαρές εφαρμογές δικτυοκεντρικού κύκλου Εντοπισμού, Ταυτοποίησης, Παρακολούθησης, Στοχοποίησης και Προσβολής σε σύγχρονη σύγκρουση. Επανέφερε την κυβέρνηση της GNA από θέση κατάρρευσης, ανέτρεψε την ισορροπία ισχύος σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, σε βαθμό που Αίγυπτος, Γαλλία και ΗΑΕ εξέταζαν άμεση εμπλοκή, εξασφάλισε κρίσιμες βάσεις, όπως η Al-Watiya και η Μισράτα, που της προσέφεραν στρατηγικό βάθος στη Μεσόγειο, και τελικά επέβαλε το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, τον πραγματικό στρατηγικό στόχο της επιχείρησης, ο οποίος κατοχυρώθηκε, επειδή η Τουρκία είχε κερδίσει πρώτα στο πεδίο.
Και εδώ βρίσκεται το πραγματικό κενό της ελληνικής στρατηγικής. Η χώρα δεν διαθέτει ούτε kill-chain (αλυσίδα εντοπισμού-εμπλοκής), ούτε tactical cloud (υπολογιστικό νέφος μάχης), ούτε συνεχή επιτήρηση ΙSR, ούτε SIGINT/ELINT doctrine (δόγμα ηλεκτρονικής συλλογής), ούτε fusion center με χαρτογραφημένες απειλές, ούτε AI-based pathing για ασφαλείς διαδρομές UAV, ούτε RWR/MAWS/ECM (βασικά όργανα αυτοπροστασίας), που να δίνουν στα drones την στοιχειώδη επιβιωσιμότητα. Η Ελλάδα λειτουργεί πλατφορμοκεντρικά, με κάθε σύστημα απομονωμένο, ενώ η Τουρκία λειτουργεί δικτυοκεντρικά κυρίως μέσα από το Ortak Ağ Yapısı και το ADVENT, όπου όλα τα μέσα μοιράζονται κοινή επιχειρησιακή πραγματικότητα σε πρώτο χρόνο.
Αυτό σημαίνει πως το ελληνικό drone δεν “βλέπει”, γιατί κανείς δεν του λέει τι υπάρχει γύρω του, δεν “καθοδηγείται”, γιατί δεν υπάρχει cloud χαμηλού latency να του ανανεώσει διαδρομή, δεν “στοχοποιεί”, γιατί ακόμη και όπου υπάρχει SIGINT, η πληροφορία δεν διαχέεται σε πραγματικό χρόνο προς την πλατφόρμα, ώστε να λειτουργήσει ως κατεύθυνση στόχευσης. Δεν “πλησιάζει”, γιατί δεν υπάρχει σύστημα ταύτισης διαδρομής με το ανάγλυφο, ώστε να κρύβεται πίσω από το έδαφος , δεν “επιβιώνει”, γιατί δεν διαθέτει κανέναν οργανικό αισθητήρα αυτοπροστασίας και δεν “χτυπάει”, γιατί η χώρα δεν έχει την αρχιτεκτονική, που επιτρέπει σε μια πλατφόρμα UAV να γίνει εργαλείο μάχης. Δεν έχει ένα οικοσύστημα, που να τα ενώνει, να τα συσχετίζει και να τα μεταφράζει σε επιχειρησιακή απόφαση μέσα σε δευτερόλεπτα. Χωρίς αυτά, το drone δεν είναι οπλικό σύστημα, αλλά ιπτάμενο κουφάρι, που απέναντι σε δικτυοκεντρικό αντίπαλο εξαϋλώνεται πριν καταλάβει τι συνέβη.
Drones: Η ανάγκη ανάπτυξης συστήματος
Στον σύγχρονο πόλεμο, ο χειριστής δεν πετάει “με το μάτι”, ούτε σχεδιάζει “πάμε από εδώ να μην μας δουν”. Το UAV του δεν είναι μόνο του. Είναι κόμβος μέσα σε ένα δίκτυο, παίρνει πληροφορίες από cloud-based mission systems, συνδέεται μέσω ασφαλούς data-link, το fusion center υπολογίζει την διαδρομή, το AI system κάνει αξιολόγηση κινδύνου σε πραγματικό χρόνο, το terrain-matching προσαρμόζει τα ύψη, και το SIGINT/ELINT του λέει “πού ενεργοποιήθηκε ραντάρ όμως, μην πας από εκεί”. Ο χειριστής δεν φτιάχνει ο ίδιος την πορεία. Και ναι, ο άνθρωπος αποφασίζει, αλλά το δίκτυο του υποδεικνύει την διαδρομή και του δίνει τα δεδομένα για ασφαλή και επιτυχή αποστολή κρούσης.
Και ίσως αυτό εξηγεί γιατί το τελευταίο διάστημα εταιρείες από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες κατακλύζουν το Υπουργείο με προτάσεις “ολιστικών λύσεων”. Δεν πρόκειται για τεχνολογικό θαύμα, αλλά για τον απόηχο της ελληνικής ανεπάρκειας να οργανώσει μόνη της τα θεμέλια ενός πραγματικού δικτυοκεντρικού οικοσυστήματος, το οποίο παραμένει κενό, όσο η χώρα συνεχίζει να επενδύει στο τελευταίο στάδιο της αλυσίδας, χωρίς να έχει χτίσει ούτε το πρώτο. Δεν κερδίζει το drone. Κερδίζει το δίκτυο πίσω από το drone.
Σημείωση συντάκτη: Η ανάλυση περιγράφει τεχνικά δεδομένα, δόγματα αισθητηριακής αρχιτεκτονικής και διαπιστωμένα επιχειρησιακά παραδείγματα. Το κενό που αναδεικνύεται δεν είναι θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά θεμελιακής απουσίας δικτυοκεντρικής υποδομής. Χωρίς αυτήν, οποιαδήποτε πλατφόρμα UAV θα παραμένει λειτουργικά ανεπαρκής ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, προμηθειών ή στρατιωτικού προσωπικού.





