Ενεργειακές συνεργασίες για να ενισχυθούν οι στρατηγικές συμμαχίες
07/05/2024Όπως εξηγήθηκε στο προηγούμενο σημείωμα, η κατάσταση στα εξοπλιστικά των Ενόπλων Δυνάμεων δεν είναι καλή. Ο δημοσιονομικός χώρος είναι όντως περιορισμένος. Όπως ήταν πάντα. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν υπάρχει διέξοδος σε αυτή την κατάσταση. Πεποίθηση του γράφοντα είναι πως υπάρχει, με δυο όμως προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι η αντιμετώπιση των παθογενειών του συστήματος της αμυντικής σχεδίασης και της υλοποίησης των εξοπλισμών και δεύτερον, το ξεκαθάρισμα της στάσης της χώρας στο ζήτημα της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων με απόλυτο τρόπο, ώστε να μην επιδέχεται διττών ερμηνειών και να εκπέμψει το σωστό μήνυμα προς πάσα ενδιαφερόμενη κατεύθυνση. Το πρόβλημα της χώρας είναι στον τομέα του ΑΕΠ, η αύξηση του οποίου θα εξασφαλίσει μεγαλύτερα περιθώρια δαπανών.
Όσον αφορά το ζήτημα των εξοπλισμών -και παρά τις εξαγγελίες περί εκ νέου καθορισμού των προτεραιοτήτων των Γενικών Επιτελείων- ουδεμία ένδειξη συνηγορεί στη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας ότι κάτι θα αλλάξει ουσιωδώς. Μια ανασκόπηση της περιπέτειας του εκσυγχρονισμού των φρεγατών MEKO 200HN είναι πολύ χρήσιμη και διδακτική, για τις συμμαχίες και την αμυντική ασπίδα.
Η χώρα ζει στον αστερισμό των τριών φρεγατών FDI HN (Belharra) που παραγγέλθηκαν από τη γαλλική Naval Group, με δικαίωμα προαίρεσης (option) για μια ακόμη, στην ίδια τιμή και την ίδια διαμόρφωση. Σύνολο τέσσερις. Η option ποτέ δεν ασκήθηκε λόγω δημοσιονομικού χώρου, με αποτέλεσμα η χώρα να καταβάλει μεγαλύτερο κόστος ανά μονάδα, καθώς ενσωματώθηκε ένα επιπρόσθετο κόστος περί το 10%, που αφορά στην αναπροσαρμογή της τιμής των υλικών. Όπως όμως καταλαβαίνουν ακόμα και οι αδαείς περί τη ναυτική ισχύ, τρεις φρεγάτες είναι σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών, που συσσώρευσε η εγκατάλειψη, επί της ουσίας, του Πολεμικού Ναυτικού, για μια τουλάχιστον 15ετία.
Το ζητούμενο είναι να διατεθούν πιστώσεις για ναυπηγικά προγράμματα. Οι ανάγκες της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλες. Δεν είναι μόνο το Πολεμικό Ναυτικό. Είναι και το Λιμενικό Σώμα / Ελληνική Ακτοφυλακή (ΛΣ/ΕΛ.ΑΚΤ). Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία ή γνώσεις οικονομικών για να αντιληφθεί κανείς το ότι η Ελλάδα κάτι δεν έχει κάνει σωστά. Με τις ανάγκες να ανέρχονται σε δεκάδες πλοία για στρατιωτικού, αστυνομικού και πολιτικού τύπου αποστολές, διαφόρων εκτοπισμάτων, είναι απορίας άξιο το πως δεν έχει κατορθώσει, αυτή τη στιγμή, να μην έχει επιτευχθεί σημαντικός βαθμός εμπλοκής της εγχώριας ναυπηγικής και γενικότερα βιομηχανίας. Δυνατότητες υπάρχουν πολλές. Οργάνωση, συνέπεια και συνέχεια λείπουν…
Διαδοχικά σφάλματα με τις φρεγάτες
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν αποφασίστηκε η ναυπήγηση των τεσσάρων φρεγατών MEKO 200HN. Κάπου εκεί θα πρέπει να εντοπιστεί ένα πρώτο κολοσσιαίο σφάλμα. Οι MEKO 200HN, μετά την πρώτη φρεγάτα του τύπου, κατασκευάζονταν σε ελληνικό ναυπηγείο (Σκαραμαγκάς). Μόλις είχε αρχίσει η ναυπήγηση να «ρολάρει», με τα προβλήματα της έλλειψης πείρας να αντιμετωπίζονται και ολοένα και περισσότεροι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι της ναυπηγικής και ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης να εξοικειώνονται, ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα ναυπήγησης των τεσσάρων φρεγατών. Αντί να υπάρξει διαπραγμάτευση για επέκταση του προγράμματος, έστω με χαλαρούς ρυθμούς, όλα σταμάτησαν.
Την πρώτη δεκαετία του 2000 επιλέχθηκε ο μερικός εκσυγχρονισμός των φρεγατών «S» και αντί η πολιτική ηγεσία να αντιληφθεί ότι το αδιέξοδο πλησίαζε με ταχείς ρυθμούς, οι ριζικές αποφάσεις ετεροχρονίζονταν διαρκώς με το ίδιο επιχείρημα περί δημοσιονομικού χώρου. Ποιος μπορούσε τότε να φανταστεί, ότι παραμόνευε μια οικονομική κρίση, το μέγεθος της οποίας ισοδυναμούσε με χρεοκοπία, που μόνο στα τυπικά δεν ονομάστηκε έτσι; Οι περιπλοκές της οικονομικής κατάστασης οδήγησαν σε περιπέτειες και την εγχώρια ναυπηγική βιομηχανία. Δεκαπέντε και πλέον χρόνια χαμένα, με διαχείριση που πρόδιδε διαχειριστική ανεπάρκεια, η οποία οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες που δεν έχουν ακόμα και σήμερα αντιμετωπιστεί.
Επιστρέφοντας στην υπόθεση της αναβάθμισης των MEKO 200HN και μόνο το γεγονός ότι συζητάμε την αναβάθμιση, ενώ οι φρεγάτες έφτασαν σε μέση ηλικία επιχειρησιακής ζωής τριών δεκαετιών, αποκαλύπτει το βάθος των παθογενειών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα γινόταν καν λόγος για κάποιο εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης. Στην καλύτερη περίπτωση, υπό συζήτηση θα έμπαινε η σκοπιμότητα ενδεχόμενων παρεμβάσεων που θα εξασφάλιζαν μερικά ακόμα χρόνια επιχειρησιακής ζωής, ενώ παράλληλα θα εξελισσόταν πρόγραμμα ναυπήγησης νέων κύριων μονάδων επιφανείας. Στο επίπεδο της οροφής της Δομής Δυνάμεων, η ναυτική ισχύς της χώρας συνιστά εικονική πραγματικότητα, η θεραπεία της οποίας διαρκώς μεταχρονολογείται.
Συμμαχίες και ενεργειακά κοιτάσματα
Η κατάσταση ομοιάζει με «τέλειο» αδιέξοδο. Εάν συνδυαστούν μάλιστα και κάποιες πρόδρομες ενδείξεις ότι η διεθνής οικονομία κινδυνεύει να εισέλθει σε έναν επικίνδυνο κύκλο ύφεσης, αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει διέξοδος. Κι εδώ υπεισέρχεται το ζήτημα των υδρογονανθράκων. Ένα ζήτημα το οποίο οι παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις το έχουν αναδείξει σε κορυφαία προτεραιότητα που δεν αφορά μόνο τα δυνητικά ελληνικά έσοδα, αλλά την ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης, με δεδομένη την κατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία και την αποτυχία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να διασφαλίσουν, μόνες τους, το ενεργειακό μέλλον του πλανήτη.
Στο ζήτημα αυτό αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο η σχέση της οικονομίας με τις αμυντικές δυνατότητες. Η προοπτική -μερικής έστω- υποκατάστασης των ρωσικών υδρογονανθράκων από κοιτάσματα στην περιοχή της Μεσογείου, συνιστά πολύ μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα, την αξία της οποίας οφείλει να διερευνήσει μέχρι τέλους. Η έστω καθυστερημένη στροφή της πολιτικής ηγεσίας στο ζήτημα, κυρίως όμως οι κυβερνητικές διαρροές του τελευταίου διαστήματος περί «εξαιρετικά ενθαρρυντικών ενδείξεων» νοτιοδυτικά της Κρήτης, σε περιοχές που ερευνά η κοινοπραξία του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού ExxonMobil με την Hellenic Energy, προαναγγέλλοντας εξορύξεις, ίσως παραπέμπει σε «άσσο στο μανίκι» και για την εθνική άμυνα.
Από την άλλη όμως αναδεικνύει δυο πραγματικότητες… Η πρώτη είναι η σημασία της «εξωτερικής νομιμοποίησης» της ασκούμενης εξωτερικής -εν προκειμένω- πολιτικής, στο μέτρο που εξασφαλίζει συμμαχίες. Μπορεί να η Τουρκία «ενίσταται» και να εκβιάζει την Ελλάδα, διεκδικώντας δικαίωμα… βέτο σε κάθε ενέργεια αξιοποίησης πόρων σε ελληνική θαλάσσια επικράτεια. Οι δυνατότητές της είναι όμως εξ ορισμού πεπερασμένες, όταν βρίσκει απέναντι μια εταιρία του μεγέθους της ExxonMobil, η οποία εκπροσωπεί τα αμερικανικά συμφέροντα και τελεί παγκοσμίως «υπό την επίβλεψη» του αμερικανικού Ναυτικού (US Navy). Να διευκρινιστεί εδώ, ότι ο όρος ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) αποφεύγεται σκοπίμως, καθώς δεν έχουν κατατεθεί από την Ελλάδα συντεταγμένες που θα αποτύπωνε τη θέση της και θα αποτελούσε το εναρκτήριο λάκτισμα στη διαδικασία που προβλέπει το διεθνές δίκαιο -που διαρκώς επικαλούμαστε κατά τα άλλα- για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών. Το ζητούμενο είναι ποια είναι η ελληνική βούληση επί του ζητήματος, το ξεκαθάρισμα της οποίας πρέπει να είναι δίχως αστερίσκους.
Τα όρια όμως της διεθνούς συνδρομής είναι πεπερασμένα. Η βοήθεια που λαμβάνει μια χώρα, είναι ευθέως ανάλογη της δικής της αποφασιστικότητας να προασπίσει τα νόμιμα δικαιώματά της. Είναι, εν ολίγοις, παράλογο να περιμένει κανείς ότι το πρόβλημα θα το επιλύσει οποιοσδήποτε. Αυτό συνεπάγεται όμως και συνείδηση ότι η προτεραιότητα της διασφάλισης των όρων που θα επιτρέψουν πρόοδο στην αξιοποίηση ενδεχόμενων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, πρέπει να είναι υψηλή.
Εφόσον ο στόχος είναι ορατός και η πολιτική ηγεσία γνωρίζει πως δυνητικά θα έχει τη δυνατότητα να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο, αναβαθμίζοντας παράλληλα τη γεωπολιτική της σημασία, λόγω της μετατροπής της σε μια κομβική χώρα στην εξίσωση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης, οφείλει να επανεξετάσει συνολικότερα τη θέση των εξοπλιστικών δαπανών στο πλαίσιο του συνόλου των εθνικών προτεραιοτήτων. Αυτή η οπτική, εάν μετατραπεί σε προοπτική, μπορεί να αλλάξει την εικόνα και το μέλλον της χώρας ριζικά…