Μπορεί η Γερμανία να ξαναγίνει στρατιωτικά μεγάλη δύναμη;
03/06/2025
Η Γερμανία επανεξοπλίζεται, φιλοδοξεί να ανασυγκροτήσει τον στρατό της και δεν είναι λίγοι αυτοί που τρομάζουν λόγω της ιστορικής μνήμης, αν και αρκετοί αμφισβητούν ότι μπορεί όντως να τα καταφέρει. Και προ του πολέμου στην Ουκρανία, ορισμένοι στην Ευρώπη μιλούσαν επί δεκαετίες περί της ανάγκης για μία «συλλογική ευρωπαϊκή άμυνα» και για την απεξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου από την αμερικανική-στρατιωτική προστασία. Η συζήτηση αυτή δεν προχώρησε, καθώς Βρετανία και Γερμανία δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο τους διατλαντικούς δεσμούς.
Όταν η Ρωσία εξαπέλυσε την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, έγινε σαφές το βάθος της στρατιωτικής εξάρτησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Η δε επιστροφή Τραμπ έφερε τους Ευρωπαίους ηγέτες απέναντι σε μια νέα-οδυνηρή πραγματικότητα, πως δεν είναι πλέον δεδομένη η στρατιωτική δέσμευση των ΗΠΑ, ακόμα και εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία.
Στη Γερμανία η συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών κέρδισε τις εκλογές και ο Φρίντριχ Μερτς έγινε καγκελάριος, αν και προηγήθηκε μια ψηφοφορία-θρίλερ. Δεν έχασε πάντως χρόνο, διατυμπανίζοντας το όραμα του για τον ρόλο της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή άμυνα. Ο Γερμανός ΥΠΕΞ δεσμεύτηκε ότι το Βερολίνο θα δαπανήσει το 5% του ΑΕΠ του για την άμυνα, ένα πάγιο αίτημα του Τραμπ που έχει επαναλάβει και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ – οι ΗΠΑ δαπανούν το 3,4%.
Όμως, ο Μερτς υπερθεμάτισε στις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον. Σε πρόσφατη-βαρυσήμαντη ομιλία του στην Bundestag δεσμεύτηκε ότι ο γερμανικός στρατός θα είναι «ο ισχυρότερος στην Ευρώπη», ένας ανατρεπτικός ισχυρισμός, καθώς οι μεγάλες στρατιωτικές επενδύσεις στην Γερμανία μετά την Επανένωση, ήταν ένα ζήτημα “ταμπού”.
Ο Μερτς θα πιέσει να αυξηθεί ο στρατός από τους (τρέχοντες) 182.000 ενεργούς στρατιώτες, σε 240.000 έως το 2031 (πιθανότατα με την επαναφορά της στρατιωτικής θητείας). Επιπλέον, η Γερμανία θα αντικαταστήσει παλαιά αεροσκάφη, άρματα μάχης και πλοία. Κονδύλια δε θα διατεθούν σε υποδομές που σχετίζονται με την άμυνα.
Υποδαύλιση παλαιών φόβων
Ακόμα κι αν ο Μερτς δεν πραγματοποιήσει πλήρως το όραμα του – οι κυβερνητικοί του εταίροι (Σοσιαλδημοκράτες-SPD) έχουν ενστάσεις επί των αμυντικών δαπανών – η Γερμανία υπολογίζεται να είναι διαφορετική στρατιωτικά, μέσα σε μερικά χρόνια. Αυτό θορύβησε πολλούς, ιδίως όσους έχουν μνήμες από την πολεμική δράση των Γερμανών στο παρελθόν, όπως την Ρωσία.
Όμως, η Γερμανία έχει και στο παρελθόν επανεξοπλιστεί και μάλιστα μερικά χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου. Οι φόβοι για μια νέα άνοδο του γερμανικού μιλιταρισμού είχαν οδηγήσει τον νέο τότε στρατό να λειτουργήσει υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Bundeswehr, το 1955. Το όνομα “Bundeswehr” ήταν μια συμβιβαστική επιλογή για να ξεχωρίζει τις νέες δυνάμεις από τον όρο “Wehrmacht” της ναζιστικής Γερμανίας.
Πώς φτάσαμε εκεί: Αρχικά, στο τραπέζι ήταν το Σχέδιο Morgenthau του 1945, που είχε στόχο να υποβαθμίσει την κατεχόμενη από τους Συμμάχους Γερμανία, σε μια προβιομηχανική κατάσταση. Ωστόσο, υπό τον φόβο να στραφούν οι Γερμανοί στον κομμουνισμό, η αμερικανική κυβέρνηση το τροποποίησε ριζικά τον Σεπτέμβριο του 1946, σηματοδοτώντας την εμφάνιση του Ψυχρού Πολέμου και την στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας. Όμως, δεν έλειψαν αντιδράσεις εκτός και εντός Γερμανίας. Αρχικά Γαλλία και Βρετανία ήταν επιφυλακτικές, λόγω των Παγκοσμίων Πολέμων.
Μάλιστα, φημολογείται ότι ο Γερμανός δημοσιογράφος Έρικ Ρέγκερ είχε πει «μόλις η Γερμανία αποκτήσει στρατιώτες, θα γίνει πόλεμος». Πάντως, οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του γερμανικού στρατού δεν είναι από μόνη της αρκετή για την αναβίωση του γερμανικού μιλιταρισμού.
Η έκρηξη δε της σοβιετικής ατομικής βόμβας RDS-1, τον Αύγουστο του 1949, επέβαλε την επανεκτίμηση των αμυντικών αναγκών της Δυτικής Ευρώπης. Ο πόλεμος της Κορέας που ακολούθησε προκάλεσε ανησυχία στη Δυτική Γερμανία, φοβούμενη την επανάληψη της βορειοκορεατικής επίθεσης από την Ανατολική Γερμανία.
Η άνοδος και η πτώση της Bundeswehr
Εκείνη την εποχή, ούτε η Ανατολική, ούτε η Δυτική Γερμανία είχαν τακτικές ένοπλες δυνάμεις. Αντ’ αυτού, είχαν παραστρατιωτικές αστυνομικές δυνάμεις (τη δυτική Bundesgrenzschutz και την ανατολική Kasernierte Volkspolizei). Η Bundeswehr (δυτικογερμανικός στρατός) εξοπλιζόταν αρχικά με τα αμερικανικά κεφάλαια του Προγράμματος Στρατιωτικής Βοήθειας. Οι δε ΗΠΑ επέστρεψαν γερμανικά πλοία που είχαν κατασχεθεί μετά τον Πόλεμο.
Σκοπός ήταν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις να φτάσουν τις 500.000 σε προσωπικό, μέσω επαναφοράς της υποχρεωτικής θητείας. Στις αρχές του 1956, οι πρώτοι στρατολογημένοι ξεκίνησαν την υπηρεσία τους στις εκπαιδευτικές μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας στο Νέρβενιχ, του Ναυτικού στο Βίλχελμσχαφεν, καθώς και στο εκπαιδευτικό τάγμα του Στρατού στο Άντερναχ. Η Bundeswehr έφτασε στο απόγειο της το 1990, όταν είχε 509.000 προσωπικό. Μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και την Επανένωση της Γερμανίας άρχισε να φθίνει, θυμίζοντας σύντομα ένα φάντασμα του εαυτού της.
Οι γερμανικές στρατιωτικές βιομηχανίες κάθε άλλο παρά αμελητέες είναι. Όμως, το παραγόμενο υλικό είναι πολύ ακριβό και λόγω του μεγάλου εργατικού κόστους. Βιομηχανικοί κολοσσοί όπως η Rheinmetall (με έσοδα 8,83 δισ. ευρώ το 2024) μπορούν αναμφίβολα να εντείνουν την παραγωγή τους, αλλά έχουν να παλέψουν με αντιξοότητες, όπως τους δασμούς που έχουν ανατρέψει τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά και την έλλειψη προσωπικού.
Η Renk, κατασκευάστρια υποσυστημάτων κίνησης βαρέων οχημάτων, κατέφυγε στην προσέλκυση προσωπικού από τις προβληματικές (πάλαι ποτέ κραταιές) γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Οι κατασκευαστές πυρομαχικών αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε βασικά υλικά όπως νιτροκυτταρίνη, τα οποία παράγουν σε εργοστάσια που διαθέτουν εκτός Γερμανίας (και συχνά εκτός Ευρώπης) καθιστώντας ακόμη πιο επισφαλείς τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Μπορεί να ανασυγκροτηθεί ο γερμανικός στρατός;
Όμως, πέραν αυτών που προαναφέραμε, υπάρχουν κάποια επιπλέον ζητήματα, ώστε να μπορέσει να συγκροτηθεί μία αξιόμαχη πολεμική μηχανή. Πρώτον, το προσωπικό. Δεδομένης της υπογεννητικότητας, η οποία πλήττει και την Γερμανία, όλο και λιγότεροι φθάνουν σε στρατεύσιμη ηλικία. Εύλογα οι Γερμανοί ιθύνοντες θα πρέπει να αναρωτηθούν τί είδους στράτευση θέλουν και με ποια χρονική διάρκεια. Θα υποχρεωθούν να θεσπίσουν μία μεγαλύτερη χρονικά στρατιωτική θητεία; Θα υιοθετήσουν κάποιο σύστημα παλλαϊκής άμυνας, όπως της Φινλανδίας;
Ταυτόχρονα είναι ζήτημα αν μπορεί η Bundeswehr να γίνει μια δύναμη αποτελούμενη αμιγώς από εθελοντές, την στιγμή που υπάρχει λειψανδρία στην βιομηχανία, η οποία επίσης προσπαθεί να ανασυσταθεί εν μέσω ενός μαινόμενου-παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. Ο αριθμός δε των στρατευμάτων της Bundeswehr έχει μείνει σταθερός, σε περίπου 182.000 και έχει πρόβλημα με το προσωπικό. Σύμφωνα με την ετήσια ανασκόπηση της κυβέρνησης για την κατάσταση της, περισσότεροι στρατιώτες παραιτήθηκαν πέρσι από ό,τι εντάχθηκαν και σχεδόν το ένα τρίτο των νεοσύλλεκτων την εγκατέλειψαν.
Άλλο ζήτημα είναι η ποιότητα του προσωπικού. Παλιά η Γερμανία ήταν γνωστή για τον μιλιταρισμό της. Λεγόταν το εξής για την Πρωσία του Βίσμαρκ: Ενώ όλα τα κράτη έχουν στρατούς, ο πρωσικός στρατός είχε κράτος. Το μιλιταριστικό πνεύμα διέπνεε και την κοινωνία, με τους Γερμανούς αξιωματικούς να φημίζονται για το πρωτοποριακό τους πνεύμα. Στον αντίποδα άλλων στρατών, όλο το προσωπικό – από τον τελευταίο στρατιώτη έως την ηγεσία – ενθαρρύνονταν να αυτοσχεδιάζουν στην μάχη, μην περιμένοντας επίσημη διαταγή.
Αυτή η διάσταση φάνηκε και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Αν και η Γερμανία τους έχασε, ο στρατός της κατόρθωσε απερίγραπτες επιτυχίες, ακόμη και όταν όλα φαίνονταν χαμένα, ενώ το ακμαίο ηθικό συνέχιζε μέχρι τέλους να παίζει καθοριστικό ρόλο στο πεδίο. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ο γερμανικός πληθυσμός έχει αλλοιωθεί με την είσοδο εκατομμυρίων μεταναστών, ήδη από την δεκαετία του 1950, όπου συνέρρεαν εκατομμύρια gastarbeiter από την Νότια Ευρώπη και την Τουρκία, με εκατομμύρια Μουσουλμάνους να προστίθενται με την Αραβική Άνοιξη. Η πλειονότητα εξ’ αυτών δεν έχει κάποια πίστη στο γερμανικό ή ευρωπαϊκό ιδεώδες. Στον αντίποδα, εχθρεύονται κάθε τι δυτικό, παρόλο που επέλεξαν να μεταβούν σε μια δυτική κοινωνία. Στην πραγματικότητα μοιάζουν περισσότερο ως μία εν δυνάμει Πέμπτη Φάλαγγα.
Γερμανική κοινωνία και Bundeswehr
Όμως, πρόβλημα υπάρχει και με τους αυτόχθονες Γερμανούς νεολαίους, καθώς δεν έχουν την παραμικρή επαφή με τις ένοπλες δυνάμεις. Οι κατά καιρούς δικαιωματιστικές πολιτικές και η απαξίωση τους από το πολιτικό σύστημα, έχουν καλλιεργήσει και μια εχθρότητα προς κάθε τι που σχετίζεται με την άμυνα (η υποχρεωτική θητεία έληξε το 2011).
Για παράδειγμα, η Bundeswehr είχε πραγματοποιήσει το 2018 μία εκστρατεία στρατολόγησης στο συνέδριο παιχνιδιών Gamescom στην Κολωνία. Προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων από αφίσα της με το σύνθημα “Πολλαπλοί παίκτες στα καλύτερα τους”. Ο στρατός είχε επικριθεί ότι αποπειράται να στρατολογήσει εφήβους και ότι προσπαθεί να παρασύρει ανυποψίαστους gamers στα όπλα! Προηγουμένως, η ανατολική πόλη Τσβίκαου απαγόρευσε παράτυπα τις διαφημίσεις της Bundeswehr σε δημόσιους χώρους, αυτοαποκαλούμενη ως “πόλη της ειρήνης”.
Το εξωκοινοβουλευτικό-τροτσκιστικό κόμμα Sozialistische Gleichheitspartei έγραφε το 2012 ότι «ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δείχνει για άλλη μια φορά τα πραγματικά του χρώματα, όπως αναδύθηκε ιστορικά, με όλη του την επιθετικότητα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό». Μπορεί να πρόκειται για μία ακροαριστερή οργάνωση, αλλά παρόμοια πασιφιστικά-“αντιφασιστικά” συνθήματα ευδοκιμούν σε πολλές νεανικές οργανώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία υπολογίζει σε μια νέα-εθελοντική στρατιωτική θητεία και ίσως μετέπειτα στην καθιέρωση της γενικευμένης υποχρεωτικής θητείας.
Το αν μπορούν να αναταχθούν, ή στην πραγματικότητα να επαν-εφευρεθούν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, αποτελεί το καίριο διακύβευμα. Μοιάζει δύσκολο, πόσο μάλλον όταν επί δεκαετίες ακολουθούνταν τα αμερικανικά πρότυπα, σχεδιασμένα για άλλες ανάγκες και προτεραιότητες. Προς το παρόν, δεν διαφαίνονται στοιχεία ότι η προσπάθεια για τον “ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης” θα πετύχει, στο χρονικό διάστημα που η νέα κυβέρνηση οραματίζεται…