Γιατί τα όπλα λέιζερ δεν μπορούν να αλλάξουν τον πόλεμο
03/11/2025
Η σχέση μεταξύ τεχνολογίας και στρατιωτικής στρατηγικής πολλές φορές παρομοιάζεται με έναν αγώνα δρόμου, έναν διεθνή ανταγωνισμό για την ανάπτυξη ανώτερων όπλων. Ωστόσο, είτε έχουμε ένα περίεργο είδος αγώνα δρόμου, είτε μια λάθος παρομοίωση. Ένας αγώνας δρόμου, είτε πρόκειται για κατοστάρι, είτε για μαραθώνιο, έχει νόημα αν κάποιος μπορεί να τον κερδίσει. Αν κάποιος δεν μπορεί, τι είδους αγώνας δρόμου είναι;
Ως εκ τούτου, η σχέση μεταξύ στρατηγικής και τεχνολογίας γίνεται καλύτερα κατανοητή ως αγώνας δρόμου πάνω σε κυλιόμενο διάδρομο. Στην πραγματικότητα είναι ένας κόσμος όπου το τρέξιμο βοηθάει κάποιον να παραμείνει στην ίδια θέση! Αυτός είναι ο κόσμος της στρατηγικής και της τεχνολογίας. Για παράδειγμα, τα λέιζερ υψηλής ενέργειας. Δεν είναι η πρώτη φορά που διακηρύσσονται ως game changer του πολέμου.
Όμως, τα λέιζερ υψηλής ενέργειας δεν αλλάζουν στρατηγικά το παιχνίδι. Αντίθετα, αποτελούν το παράδειγμα ενός αγώνα προσαρμογής, χωρίς πλεονέκτημα. Πιο βαθιά, στην ιστορία της σχέσης πολέμου-τεχνολογίας, τα λέιζερ έχουν καταλήξει να αντιπροσωπεύουν μια βαθύτερη αποτυχία σχετικά με αυτή τη σχέση.
Πρώτον, οι ισχυρισμοί ότι τα λέιζερ πραγματικά “αλλάζουν τα δεδομένα” συχνά πέφτουν θύματα της πλάνης της πεποίθησης ότι η τακτική-τεχνική απόδοση μεταφράζεται άμεσα σε στρατηγικό αποτέλεσμα. Δεύτερον, αυτή η λανθασμένη διάγνωση οδηγεί σε μία κούρσα δίχως τέλος: Αντί να κερδίσουν τον αγώνα, τα λέιζερ θα επιφέρουν την προσαρμογή του αντιπάλου.
Μπορεί η στρατηγική να έχει πολλά κοινά με τη βιολογία, αλλά δεν είναι βιολογία. Από τη φύση της, η στρατηγική είναι ένας πολιτικός αγώνας. Όμως, συχνά μπερδεύουμε την τεχνολογία με τη στρατηγική και δεν βλέπουμε πότε είναι καιρός να σταματήσουμε να τρέχουμε και πότε είναι πραγματικά καιρός να αρχίσουμε να αλλάζουμε το παιχνίδι.
Η πλάνη
Στον δημόσιο διάλογο, κυρίως στον Τύπο, η συζήτηση πολλές φορές αναφέρει ότι τα λέιζερ υψηλότερης ενέργειας θα «αλλάξουν τα δεδομένα». Ένα καλό παράδειγμα είναι το άρθρο του Ντέιβιντ Κρέιμερ “Τα λέιζερ θα λάμψουν στον μελλοντικό πόλεμο”. Ακόμη και η τετριμμένη φρασεολογία “game changer” ταιριάζει με την εποχή μας – αποτυπώνει την διείσδυση της αθλητικής δημοσιογραφίας στη στρατηγική. Έτσι για κάποιους τα λέιζερ υψηλής ισχύος θα είναι για τη στρατηγική, ό,τι ο Μάικλ Τζόρνταν για το μπάσκετ!
Από τη μία πλευρά, τα λέιζερ υψηλής ισχύος μπορούν να «αλλάξουν τα δεδομένα». Ταχύτητα-ακρίβεια-τεράστια μείωση του κόστους ανά βολή-απεριόριστα πυρομαχικά σε τακτικό επίπεδο… Το 213 πΧ, η χρήση του Ήλιου και των κατόπτρων από τον Αρχιμήδη, που λειτουργούσαν ως συλλογικός παραβολικός ανακλαστήρας για να κάψουν επιτιθέμενα ρωμαϊκά πλοία κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Συρακουσών, έχει για αιώνες γοητεύσει φιλοσόφους και επιστήμονες.
Από την άλλη πλευρά, οι τεχνολογικές καινοτομίες, όσο λαμπρές κι αν είναι, δεν ισοδυναμούν απαραίτητα με “αλλαγή δεδομένων” στρατηγικά. Ο Αρχιμήδης, παρά την μετατροπή του ήλιου σε όπλο, δεν μπόρεσε να σταματήσει την πτώση των Συρακουσών. Λίγες τεχνολογίες, στρατιωτικές ή άλλες, φτάνουν στον σπάνιο ορόσημο του να είναι “game changer”.
Ο “Πόλεμος των άστρων”
Πράγματι, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που τα λέιζερ υψηλής ισχύος έχουν ανακηρυχθεί ως game changer. Toν Μάρτιο του 1983 τότε Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν, μοιράστηκε το “όραμά” του: Ένα πρόγραμμα «για την αντιμετώπιση της τρομερής σοβιετικής πυραυλικής απειλής με αμυντικά μέτρα. Ας στραφούμε στα ίδια τα δυνατά σημεία της τεχνολογίας που δημιούργησαν τη μεγάλη βιομηχανική μας βάση και που μας έχουν δώσει την ποιότητα ζωής που απολαμβάνουμε σήμερα». Ο Ρίγκαν αναφερόταν στην Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (SDI), ή αλλιώς “Πόλεμος των άστρων”, ένα ολοκληρωμένο σύστημα πυρηνικής-πυραυλικής άμυνας.
Το project έμοιαζε περισσότερο με επιστημονική φαντασία, παρά με βιώσιμη στρατηγική. Ο γερουσιαστής Τεντ Κένεντι αναφέρθηκε στο πρόγραμμα ως ένα «απερίσκεπτο σχέδιο “Star Wars”», δίνοντας του το χαρακτηριστικό παρατσούκλι. Στον πυρήνα της πολυεπίπεδης άμυνας του Star Wars κατά των βαλλιστικών πυραύλων, βρισκόταν η προτεινόμενη χρήση δορυφόρων και διαστημικών λέιζερ.
Όμως, η πραγματικότητα ήταν μακριά από το όραμα. Το SDI δεν προχώρησε ποτέ πέρα από τη φάση κάποιων δοκιμών και ακυρώθηκε το 1993. Ωστόσο, δεν είχε πεθαίνει οριστικά το όραμα ενός αμυντικού συστήματος που βασίζεται στην ενέργεια. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το όραμα αυτό παραμένει ισχυρό, για τους ίδιους λόγους που είχε εμπνεύσει τον Ρίγκαν: Η πίστη ότι η τεχνολογία μπορεί “να αλλάξει το παιχνίδι”.
Οι ΗΠΑ παρέμειναν ένας βασικός παράγοντας στην ανάπτυξη των λέιζερ. Τον περασμένο Μάιο ο Τραμπ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «θα ολοκληρώσουν πραγματικά το έργο του Ρίγκαν», καθώς ανακοίνωσε το Golden Dome, ένα φιλόδοξο νέο πρόγραμμα αντιπυραυλικής άμυνας. Η πρωτοβουλία των 175 δισεκατομμυρίων δολαρίων οραματίζεται τα λέιζερ ως ένα πιθανό μέσο αναχαίτισης εχθρικών πυραύλων, κατά τη φάση πυραυλικής προώθησης τους (boost phase).
Συστήματα που αναπτύσσονται
Το Golden Dome, μπορεί να μην προχωρήσει ποτέ πέρα από τη φάση της σύλληψης, όπως και το Star Wars. Όμως, τα συστήματα λέιζερ είναι ήδη λειτουργικά σε μεμονωμένες πλατφόρμες. Το HELIOS, ένα σύστημα όπλων λέιζερ υψηλής ενέργειας, αναφέρεται ότι αναπτύχθηκε στο αντιτορπιλλικό USS Preble το 2019. Επιπλέον, το LOCUST, ένα σύστημα αεράμυνας μικρής εμβέλειας, αναπτύσσεται για τον αμερικανικό Στρατό.
Η Αγγλία δοκίμασε με επιτυχία το όπλο κατευθυνόμενης ενέργειας λέιζερ, DragonFire, το 2024. Ένα λέιζερ υψηλής ισχύος, το παρατσούκλι Apollo, αναπτυγμένο από την αυστραλιανή εταιρεία Electro Optic Systems, φέρεται να είναι ικανό να καταρρίπτει έως και είκοσι drones ανά λεπτό, με κόστος λιγότερο από δέκα σεντς ανά βολή (έχει εξασφαλίσει σύμβαση με μη κατονομαζόμενο μέλος του ΝΑΤΟ). Η Ουκρανία δήλωσε ότι το σύστημα λέιζερ της χώρας, Tryzub [Τρίαινα], έχει ήδη χρησιμοποιηθεί εναντίον της Ρωσίας, ισχυριζόμενο ότι μπορεί να καταρρίψει αεροσκάφη, σε υψόμετρα που υπερβαίνουν τα δύο χιλιόμετρα.
Η τουρκική Roketsan παρουσίασε το σύστημα όπλων Alka Directed Energy Weapon System, το οποίο ισχυρίζεται ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία δοκιμές πραγματικών πυρών. Άλλα κράτη (συμπεριλαμβανομένων των Ρωσίας-Κίνας-Ινδίας και Γερμανίας) ισχυρίζονται ότι έχουν συστήματα ήδη σε δοκιμές ή σε λειτουργία.
Το ισραηλινό Iron Beam
Λόγω των συνεχιζόμενων απειλών από πυραύλους και πιο πρόσφατα από drones, το Ισραήλ έχει επενδύσει σημαντικά στην τεχνολογία αναχαίτισης με λέιζερ. Τον Οκτώβριο του 2024, διέθεσε 530 εκατομμύρια δολάρια για να επιταχύνει την ανάπτυξη του συστήματος αεράμυνας λέιζερ, γνωστού ως Iron Beam.
Το σύστημα επρόκειτο να ενσωματωθεί στο δοκιμασμένο σε μάχη Iron Dome, το 2025. Τα γεγονότα έδειξαν γρήγορα τα οφέλη αυτής της επένδυσης. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, το Ισραήλ δημοσίευσε βίντεο που έδειχναν ότι είχε χρησιμοποιήσει ένα σύστημα λέιζερ υψηλής ισχύος για να αναχαιτίσει drones της Χεζμπολάχ, ισχυριζόμενο ότι ήταν η πρώτη επιχειρησιακή χρήση αυτής της τεχνολογίας.
Όπως και το προηγούμενο SDI, το Iron Beam αποτελείται από ένα όπλο λέιζερ, ένα κέντρο διοίκησης-ελέγχου και ένα σύστημα επιτήρησης. Η δέσμη έχει διάμετρο νομίσματος και μπορεί να εκτείνεται έως και 10 χλμ, χρησιμοποιώντας περίπου 100 kW ισχύος (το ισοδύναμο της ημερήσιας κατανάλωσης ενέργειας, πέντε έως εννέα κατοικιών). Επιπλέον, όπως πολλά από τα προαναφερόμενα όπλα λέιζερ, έχει σχεδιαστεί για να στοχεύει εναέριες απειλές μικρής έως μεσαίας εμβέλειας, όπως ρουκέτες, όλμους και drones.
Τα όπλα λέιζερ προσφέρουν πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Στην περίπτωση του Ισραήλ, η χρήση αναχαιτιστικών πυραύλων Tamir που εκτοξεύονται από το Iron Dome για την αναχαίτιση ενός απλού πυραύλου (ο οποίος μπορεί να εκτοξευθεί με μόλις 1.000 δολάρια) κοστίζει μεταξύ 40.000 και 80.000 δολαρίων, ανά αναχαίτιση. Αντίθετα, το λειτουργικό κόστος του Iron Beam εκτιμάται ότι είναι μόλις δύο έως 3,50 δολάρια ανά βολή.
Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα είναι τα πυρομαχικά. Τα αναχαιτιστικά πυραύλων Tamir, όπως όλοι οι προηγμένοι πύραυλοι, απαιτούν κατασκευή πυρομαχικών ακριβείας. Mόλις δε εκτοξευθούν, το απόθεμά τους μειώνεται, ενώ απαιτείται χρόνος για την αναπλήρωση. Αντίθετα, το Iron Beam δεν απαιτεί πυρομαχικά.
Φυσικά, τα λέιζερ ταξιδεύουν με ταχύτητα φωτός, επομένως ο χρόνος μεταξύ της πυροδότησης και της πρόσκρουσης στον στόχο είναι ουσιαστικά ακαριαίος. Ενάντια σε απειλές μικρής εμβέλειας που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα πεδία μάχης, όπως τα drones, αυτό μπορεί να αποδειχθεί αποφασιστικό, καθώς κανένα εναλλακτικό σύστημα δεν μπορεί να φτάσει αυτόν τον χρόνο αντίδρασης. Επιπλέον, αυτή η ταχύτητα εμπλοκής επιτρέπει τόσο την πολλαπλή στόχευση, όσο και την ταχεία επαναστόχευση, εν μέσω επιθέσεων κορεσμού, όπως σμήνη drones, ή ομοβροντίες πυραύλων.
Μειονεκτήματα
Ωστόσο, παρά τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, το Iron Beam και άλλα αναχαιτιστικά λέιζερ έχουν αξιοσημείωτες σημαντικές ελλείψεις. Πρώτον, δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας, όπως ομίχλη-καπνός- αμμοθύελλες ή βροχή, καθώς οι δέσμες λέιζερ αποτελούνται από φωτεινά κύματα.
Ένα δεύτερο μειονέκτημα είναι γνωστό ως «άνθιση»: Η παραμόρφωση μιας δέσμης λέιζερ λόγω σωματιδίων στην ατμόσφαιρα ή θερμότητας σε μεγάλη απόσταση, γεγονός που αποδυναμώνει την ισχύ του, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Ως αποτέλεσμα, η εκτιμώμενη επιχειρησιακή εμβέλεια του Iron Beam είναι περίπου 2 χλμ, ενώ του Iron Dome έχει εμβέλεια έως και 20 χλμ.
Τα λέιζερ δεν είναι καν κοντά στο ολοκληρωμένο αμυντικό σύστημα που οραματιζόταν τη δεκαετία του 1980. Η δε τεχνολογία προσαρμόζεται για να ανταποκριθεί στις εξελισσόμενες προκλήσεις ασφαλείας. Με την έλευση των drones στο σύγχρονο πεδίο μάχης, τα λέιζερ μπορoυν ακόμα να «αλλάξουν τα δεδομένα». Αυτή είναι, τουλάχιστον, η ελπίδα.
Όσον αφορά το πόσο μακριά έχουμε φτάσει από το όραμα του Ρίγκαν μέχρι σήμερα, υπάρχουν πολλά που έχουν επιτευχθεί: Oικονομική αποδοτικότητα, απεριόριστα πυρομαχικά και απαράμιλλη ταχύτητα-ακρίβεια, σίγουρα ένα εξαιρετικό επίτευγμα. Όμως, από το τεχνικό επίπεδο της επιστήμης, έως το τεχνικό επίπεδο του πολέμου, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Τα λέιζερ έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τον σύγχρονο πόλεμο να μοιάζει με βιντεοπαιχνίδι, όμως αυτό δεν σημάνει απαραίτητα και αξία στο στρατηγικό πεδίο…
Όπως έγραφε ο Ρίτσαρντ Μπετς το 1977, στην πυρηνική στρατηγική η ικανότητα από μόνη της δεν καθορίζει τα αποτελέσματα. Αυτά τα καθορίζουν η πρόθεση και οι πολιτικές συνθήκες. Ο Κόλιν Γκρέι υποστήριξε ότι η χρησιμότητα ενός όπλου δεν μπορεί να προβλεφθεί με σιγουριά, επειδή οι αντίπαλοι συνεχώς προσαρμόζονται.
Οι αναλυτές συχνά “παγώνουν” το πολιτικό περιβάλλον χρονικά, απομονώνοντας μια νέα τεχνολογία όταν την αξιολογούν. Στην πραγματικότητα, τα όπλα υπάρχουν μέσα σε ένα κινούμενο στρατηγικό οικοσύστημα, όπου τα δόγματα εξελίσσονται και οι αντίπαλοι αντιδρούν. Έτσι, η τεχνολογία είναι μια εξαρτημένη, όχι μια ανεξάρτητη, μεταβλητή στη στρατηγική. Όταν οι αναλυτές διακηρύσσουν ότι τα λέιζερ “αλλάζουν το παιχνίδι”, αγνοούν το γεγονός ότι κάθε καινοτομία προκαλεί αντίμετρα…
Η στρατηγική είναι πολιτική
Στην εξελικτική βιολογία, που περιγράφει πώς τα είδη πρέπει να εξελίσσονται συνεχώς απλώς για να διατηρήσουν τη θέση τους μέσα σε ένα οικοσύστημα, η αλεπού εξελίσσεται για να τρέχει πιο γρήγορα, ενώ το κουνέλι για να αποφεύγει πιο αποτελεσματικά — ωστόσο κανένα από τα δύο δεν επιτυγχάνει διαρκή κυριαρχία. Έτσι και στην στρατηγική: Οι αντίπαλοι προσαρμόζονται διαρκώς στις καινοτομίες (ο ένας του άλλου) χωρίς να επιτυγχάνουν σταθερό πλεονέκτημα.
Τα λέιζερ υψηλής ενέργειας απεικονίζουν αυτή τη λογική. Το ισραηλινό Iron Beam μπορεί προσωρινά να βελτιώσει την αμυντική αποτελεσματικότητα, αλλά οι αντίπαλοι θα απαντήσουν με νέες τακτικές, όπως επιθέσεις σμήνους ή εναλλακτικά συστήματα εκτόξευσης. Κάθε τεχνολογική ή τακτική καινοτομία πυροδοτεί ένα νέο αντίμετρο. Αυτό που διαρκεί δεν είναι η νίκη, αλλά η συνέχιση της ίδιας της σύγκρουσης. Ο στρατηγικός ανταγωνισμός εμμένει. Η τεχνολογία απλώς αλλάζει τον ρυθμό της.
Επιπλέον, η στρατηγική, σε αντίθεση με τη βιολογία, αποτελεί συνειδητή πολιτική επιλογή. Τα κράτη μπορούν να αποφασίσουν πότε να κλιμακώσουν, να διαπραγματευτούν ή να επαναπροσδιορίσουν τη νίκη. Τα λέιζερ, όπως κάθε όπλο, αποκτούν νόημα μόνο μέσω πολιτικής πρόθεσης. Το να τα αντιμετωπίζουμε ως εγγενώς αμυντικά ή επαναστατικά, αγνοεί ότι ο χαρακτήρας τους εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το πλαίσιο χρήσης.
Αυτό υποδεικνύει την ουσιαστική διάκριση μεταξύ τεχνολογίας και στρατηγικής. Η πρώτη είναι μέσο, η δεύτερη μια πολιτική τέχνη. Όπως προειδοποίησε ο στρατηγός Φούλερ, «όσο πιο μηχανικά γίνονται τα όπλα με τα οποία πολεμάμε, τόσο λιγότερο μηχανικό πρέπει να είναι το πνεύμα που τα ελέγχει». Η στρατηγική, σε αντίθεση με την εξέλιξη, επιτρέπει τον αναστοχασμό και την επιλογή.
Επομένως, τα λέιζερ υψηλής ενέργειας μας θυμίζουν την διαρκή ψευδαίσθηση ότι η τεχνολογία μπορεί από μόνη της να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική. Δεν αντιπροσωπεύουν μια επαναστατική ρήξη, αλλά μια εκλεπτυσμένη συνέχεια – τρέχουν πιο γρήγορα στον ίδιο διάδρομο! Η πλάνη της τεχνολογίας “τυφλώνει” τους στρατηγούς ως προς την πολιτική φύση του πολέμου, μπερδεύοντας τα επιτεύγματα της μηχανικής με τον στρατηγικό μετασχηματισμό. Ο κυλιόμενος διάδρομος μας υπενθυμίζει ότι η προσαρμογή δεν είναι νίκη: Είναι επιβίωση.
Τελικά, τα ίδια τα όπλα δεν κάνουν πολέμους, ούτε τα καλύτερα όπλα τους κερδίζουν. Η πολιτική το κάνει – επειδή μόνο το πολιτικό όραμα μπορεί να αποφασίσει πότε να σταματήσει να τρέχει και να “αλλάξει πραγματικά το παιχνίδι”.





