Η οικονομία του πολέμου – Από τον A’ Παγκόσμιο στην Ουκρανία
02/11/2023Το καλοκαίρι του 1914, όταν ξεκίνησε τον Αύγουστο ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα επιτελεία έβγαλαν από το συρτάρι λεπτομερή σχέδια που πρόβλεπαν ως την τελευταία λεπτομέρεια τις στρατηγικές και τακτικές κινήσεις των αντιπάλων στρατών. Σε αυτό το πεδίο επρόκειτο για τον πιο προσεκτικά και μεθοδικά προετοιμασμένο πόλεμο της σύγχρονης εποχής. Μετά από μερικές εβδομάδες πολέμου τα σχέδια αυτά πετάχτηκαν, χωρίς πολύ σκέψη, στο καλάθι των αχρήστων. Η πραγματικότητα είχε σημαντικά διαψεύσει και ακυρώσει τον κάθε προγραμματισμό.
Από τις πολλές διαψεύσεις των προβλεπόμενων θα κρατήσουμε μία: εκείνη των βασικών μεγεθών. Ένας πόλεμος είναι πάντοτε μια “καταναλωτική” υπόθεση. Καταναλώνει υλικούς πόρους – ας αφήσουμε στην άκρη τους ανθρώπινους – σε βαθμό που καμία καταναλωτική κοινωνία και καμία αγοραστική μανία δεν μπορεί να πλησιάσει και δεν πλησίασε ποτέ. Οι στρατηγοί του 1914 και τα αρμόδια επιτελικά γραφεία ανακάλυψαν αυτήν την διαχρονική αλήθεια με μεγάλη έκπληξη. Στην ιστορία των ανθρώπων συχνά παραβλέπονται τα αυτονόητα.
Έτσι λοιπόν, πριν ακόμα έρθει ο χειμώνας του πρώτου πολεμικού έτους, τα αποθέματα των αναγκαίων πολεμικών όπλων και εφοδίων είχαν εξαντληθεί. Στην πιο γνωστή περίπτωση πρόκειται για τα παντελόνια των Γάλλων φαντάρων που επιπλέον χρειάστηκε να αλλάξουν χρωματισμό – ήταν ως τότε κόκκινα. Οι διαταγές για μεταβίβαση των παντελονιών των σκοτωμένων και των τραυματιών στους ακόμα αξιόμαχους φαντάρους προκάλεσαν τις πρώτες στάσεις – και συνακόλουθες εκτελέσεις – στον γαλλικό στρατό: οι στρατιώτες θεωρούσαν γρουσουζιά να φορέσουν το παντελόνι του σκοτωμένου.
Η πιο ουσιαστική όμως περίπτωση αφορούσε τις οβίδες του πυροβολικού. Ουδείς είχε προβλέψει το ύψος της κατανάλωσης πυρομαχικών σε έναν πόλεμο όπου η άμυνα παρουσιάστηκε σαφώς υπέρτερη της επίθεσης. Τον Νοέμβριο του 1914 τα αποθέματα οβίδων πυροβολικού των αντιπάλων είχαν εξαντληθεί και οι πολεμικές επιχειρήσεις σχεδόν σταμάτησαν μέχρι να γεμίσουν πάλι οι αποθήκες πυρομαχικών. Η απραξία επέτρεψε μάλιστα να συμβεί τα Χριστούγεννα του 1914 η πολυσυζητημένη άτυπη “ανακωχή” στο δυτικό μέτωπο. Λίγους μήνες αργότερα η αποκατάσταση των αποθεμάτων επέτρεψε την επανάληψη των φονικών μαχών.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας
Τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα, ιδιαίτερα όταν η διεξαγωγή ενός πολέμου – όπως και η διαμόρφωση της πολιτικής – αποσυνδέονται από το ευρύτερο πλαίσιο της γενικής παιδείας. Έτσι λοιπόν, τα επιτελεία και οι εκπορευόμενοι από αυτά σχεδιασμοί ένοιωσαν την ίδια έκπληξη με τα αντίστοιχα του 1914. Φυσικά η σταδιακή δρομολόγηση του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν έχει τίποτε το καταιγιστικό όπως η έναρξη του Πρώτου. Παρόλα αυτά το ίδιο πρόβλημα προέκυψε με ιδιαίτερη οξύτητα.
Το ανέδειξε η πρώτη – περιφερειακή έστω – σύγκρουση μεγάλης κλίμακας: ο πόλεμος της Ουκρανίας. Ο πόλεμος αυτός, μετά τις πρώτες εβδομάδες, εξελίχθηκε σε στατικό και μάλιστα σε πόλεμο φθοράς. Η ανωτερότητα της άμυνας απέναντι στην επίθεση ήταν και στην περίπτωση αυτή ο παρονομαστής. Φυσικό επακόλουθο ήταν η “κρίση εφοδιασμού” και ιδιαίτερα η “κρίση πυρομαχικών”. Οι πόλεμοι φθοράς στον σύγχρονο κόσμο γίνονται με χρήση ή κατάχρηση του πυροβολικού. Σε αυτόν ακριβώς τον τομέα εκδηλώθηκε η κρίση.
Το πυροβολικό αποτελεί το βασικό όπλο στον πόλεμο της Ουκρανίας. Το 70% των απωλειών οφείλονται σε αυτό το όπλο, μέγεθος απόλυτα συγκρίσιμο με το αντίστοιχο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι οβίδες πυροβολικού αποτελούν το πλέον αναλώσιμο είδος στην σύγκρουση. Μερικά εκατομμύρια από αυτές έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί αφήνοντας ορατά ίχνη στις πεδιάδες και στις πόλεις της Ουκρανίας.
Στην πρώτη φάση του πολέμου τα αποθέματα που υπήρχαν από την σοβιετική εποχή έλυσαν το πρόβλημα. Στους εμπόλεμους μήνες του 2022 η Ρωσία έφθασε να ρίχνει είκοσι ως εξήντα χιλιάδες οβίδες κάθε ημέρα: 600.000 ως 1.800.000 τον μήνα! Προφανώς αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Στα 2023 η κατανάλωση οβίδων από την ρωσική πλευρά μειώθηκε ως και κατά 75% ως προς τα προηγούμενα μεγέθη. Οπωσδήποτε όμως πολύ σύντομα διαπιστώθηκε η ανάγκη παραγωγής οβίδων σε κλίμακα που ουδείς σχεδιασμός είχε προβλέψει.
Οι δυτικοί προμηθευτές της Ουκρανίας
Η Ουκρανία υπήρξε ο πλέον “άτυχος” των αντιπάλων στον τομέα αυτό. Πρώτον, επειδή η σοβιετική εποχή της κληροδότησε σαφώς μικρότερα αποθέματα. Δεύτερον, επειδή ο βασικός “προμηθευτής” της το “δυτικό” στρατόπεδο δεν διέθετε σοβαρά αποθέματα “σοβιετικού τύπου” πυρομαχικών. Οι οβίδες των 152, 122, 100 ή 85 χλστ. εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα παρά την μεταφορά όλων των σχετικών αποθεμάτων που διέθεταν πολλές χώρες της κεντρικής Ευρώπης σε αυτήν.
Για να συνεχιστεί ο πόλεμος χρειάστηκε ο επανεξοπλισμός του ουκρανικού πυροβολικού με δυτικά πυροβόλα -τα βασικά διαμετρήματα των τελευταίων είναι 155 και 105 χλστ.. Μετά από είκοσι μήνες πολέμου η διαδικασία αυτή έχει ολοκληρωθεί και ο όγκος πυρός του ουκρανικού πυροβολικού στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πυροβόλα δυτικής προέλευσης των 155 χλστ..
Η Ουκρανία δεν είχε πυρομαχικά των 155 χλστ. στην αρχή του πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξαντλώντας τα δικά τους αποθέματα την προμήθευσαν ως τώρα με δύο εκατομμύρια οβίδες αυτού του είδους. Οι ευρωπαϊκές χώρες έδωσαν και αυτές σημαντικό μέρος των δικών τους αποθεμάτων. Λέγεται ότι η Γερμανία έχει απομείνει με 20.000 οβίδες του διαμετρήματος αυτού!
Όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ συνέβαλαν στην αποστολή οβίδων – τα πυροβόλα τα προμήθευσαν οι ΗΠΑ (Μ777, Μ109), η Γερμανία (Pz2000), η Γαλλία (Cezar) και μερικές άλλες χώρες. Αποδείχθηκε ότι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά. Το κλειδί για την συνέχιση αυτού του πολέμου – όπως και όποιου πολέμου ήθελε να συμβεί στο μεταξύ πχ στην Μέση Ανατολή βρίσκεται στην παραγωγή.
Οι ΗΠΑ ανακαλύπτουν το πρόβλημα…
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακάλυψαν αιφνιδιαστικά το πρόβλημα όταν ναυάγησαν οι προσδοκίες τους για ευόδωση της μεγάλης ουκρανικής αντεπίθεσης του καλοκαιριού του 2023. Βρέθηκαν ολότελα ανέτοιμες να το αντιμετωπίσουν. Το τερατώδες κόστος των νέων ναυτικών μονάδων (super-carriers, Arleigh Burke, υποβρύχια και φρεγάτες) και των νέων αεροπορικών μέσων (F-35) καθώς και η μονόπλευρη προσήλωση στα ακριβά “όπλα ακριβείας” είχαν εξαντλήσει τις δυνατότητες και απαξιώσει την παραγωγή απλών πυρομαχικών.
Όταν χρειάστηκε να παραχθούν οβίδες των 155 σε μεγάλη ποσότητα ανακαλύφθηκε ότι οι σχετικές εργαλειομηχανές χρονολογούνταν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή την δεκαετία του εξήντα και ότι, για να παραχθούν οι απαιτούμενες ποσότητες, χρειαζόταν επαναδιοργάνωση των εργοστασίων – των λίγων που είχαν απομείνει – από την αρχή.
Στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία η παραγωγή οβίδων των 155 στις ΗΠΑ ήταν αμελητέα -16.000 οβίδες τον μήνα. Μετά από πολλές προσπάθειες και διαδοχικές χρηματοδοτήσεις η παραγωγή έφτασε τον Οκτώβριο του 2023 σε 28.000 οβίδες τον μήνα. Τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή και η προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου οδήγησαν στην υιοθέτηση μέτρων έκτακτης ανάγκης τον Οκτώβριο του 2023.
Τα πυρομαχικά τυποποιήθηκαν – διατηρήθηκαν μόνο τα βλήματα των τύπων M795 και M11238 – και εγκρίθηκε έκτακτη χρηματοδότηση 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατανεμημένη σε έξι αμερικανικές και τρεις ξένες επιχειρήσεις (σε Καναδά, Πολωνία, Ινδία). Η αμερικανική κυβέρνηση υπέγραψε συμβόλαια με τις εταιρείες αυτές οι οποίες θα αναλάβουν την σημαντική αύξηση της παραγωγής.
Η συνδρομή της Ευρώπης
Παρόλα τα έκτακτα μέτρα, οι προοπτικές δεν είναι ικανοποιητικές. Στα τέλη του 2024 η συνολική παραγωγή ελπίζεται να φτάσει τις 60.000 οβίδες τον μήνα και στα τέλη του 2025 στις 80.000! Τα μεγέθη αυτά θεωρούνται εξαιρετικά αισιόδοξα. Οι ανάγκες του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και οι νέες που δημιουργούνται στην Μέση Ανατολή – ίσως και στην Ταϊβάν – είναι πολλαπλάσιες των δυνατοτήτων της βιομηχανίας των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου οι πιέσεις προς τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ έγιναν επίμονες. Τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ οφείλουν να καλύψουν το κενό.
Η παραγωγή πυρομαχικών πυροβολικού στην δυτική Ευρώπη κυμαινόταν ανάμεσα στις 20 και στις 55.000 οβίδες κάθε είδους και διαμετρήματος. Την μερίδα του λέοντα κατείχε η Rheinmetall με 37.500 οβίδες τον μήνα. Η επικέντρωση σε οβίδες των 155 χλστ. προαπαιτεί νέες επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες και εγκατάλειψη της πολυμορφίας των πυρομαχικών. Ο στόχος που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στις 83.000 οβίδες τον μήνα και αναμένεται να επιτευχθεί στα 2025 και μετά.