ΗΠΑ: Οι δυνατότητες εσωτερικής καταστολής και τα πολιτικά τους όρια
17/06/2025
Με τα επεισόδια στο Λος Άντζελες να συνεχίζονται με σταθερή ένταση, με τις πορείες να καταλήγουν σε βίαιες συγκρούσεις, πολλοί αναρωτιούνται για ποιο λόγο οι αρχές ενώ έχουν στα χέρια τους υπερσύγχρονα εργαλεία παρακολούθησης, δεν συλλαμβάνουν μαζικά όσους συμμετέχουν ή ενεργούν εκνόμως στα επεισόδια;
Η πραγματικότητα είναι ότι η αστυνομία μπορεί να τους εντοπίσει, και πολύ εύκολα. Η χρήση τεχνολογιών όπως το λογισμικό Palantir, που συνδυάζει πληροφορίες από βάσεις δεδομένων, πινακίδες οχημάτων, τηλεφωνικές καταγραφές και κοινωνικά δίκτυα, επιτρέπει μια πλήρη ψηφιακή ανακατασκευή της πορείας, του πλήθους και των κινήσεων του κάθε συμμετέχοντα.
Το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου όπως το Clearview AI μπορεί μέσα σε δευτερόλεπτα να ταυτοποιήσει πρόσωπα από βίντεο ή φωτογραφίες, ακόμη κι αν αυτά φοράνε μάσκες ή καπέλα. Τα drones, τα ελικόπτερα με κάμερες, οι αναγνώστες πινακίδων ALPR και οι αναλύσεις των tweets και των posts στο Instagram προσφέρουν στις αρχές ένα οπλοστάσιο ψηφιακού ελέγχου χωρίς προηγούμενο.
Πολλές άλλες αστυνομικές υπηρεσίες διαθέτουν το το ShotSpotter, ένα δίκτυο αισθητήρων τοποθετημένων σε αστικές περιοχές, που καταγράφει αυτόματα τους ήχους πυροβολισμών, προσδιορίζει τη θέση τους με ακρίβεια GPS και ειδοποιεί τις αρχές σε πραγματικό χρόνο. Το σύστημα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί σε δεκάδες πόλεις των ΗΠΑ, αν και έχει επικριθεί για αναξιοπιστία και υπερβολική στόχευση φτωχών γειτονιών.
Εξίσου διαδεδομένο είναι το Stingray (IMSI Catcher), μία φορητή συσκευή που προσομοιώνει κεραία κινητής τηλεφωνίας, “παγιδεύοντας” όλα τα κινητά τηλέφωνα σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων. Οι αρχές μπορούν έτσι να καταγράψουν ποιοι βρίσκονται παρόντες σε μια διαδήλωση, να εντοπίσουν συγκεκριμένο άτομο μέσω σήματος SIM, ακόμη και να παρακολουθήσουν εξερχόμενες επικοινωνίες συχνά χωρίς ένταλμα.
Ομοίως, το Dataminr, ένα εργαλείο real-time επιτήρησης μέσων κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιείται από αστυνομικά τμήματα και ομοσπονδιακές υπηρεσίες για να εντοπίζει αναδυόμενες απειλές, όπως προγραμματισμένες πορείες ή έκτακτες συγκεντρώσεις. Η αστυνομία αναλύει τεράστιους όγκους από tweets και posts, εντοπίζοντας πρότυπα συμπεριφοράς, τοποθεσίες και πιθανούς οργανωτές. Τεχνολογικά λοιπόν μπορούν, καθώς η λίστα με τα εργαλεία που διαθέτουν είναι προφανώς πολύ μεγαλύτερη. Πολιτικά και νομικά όμως, δεν είναι τόσο απλό.
Το πρώτο μεγάλο εμπόδιο είναι η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία εγγυάται την ελευθερία του λόγου και της ειρηνικής συνάθροισης. Η συμμετοχή σε διαδήλωση, ακόμα και σε ταραχώδη διαδήλωση, δεν είναι από μόνη της λόγος σύλληψης. Για να κινηθεί νομικά μια αρχή κατά ενός πολίτη, πρέπει να αποδείξει “πιθανή αιτία” , πως δηλαδή το συγκεκριμένο άτομο διέπραξε συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα. Και όχι απλώς ότι “ήταν εκεί”. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν υπάρχει μια φωτογραφία με κάποιον που κρατά πέτρα ή φαίνεται σε επεισόδιο, δεν μπορούν να τον συλλάβουν χωρίς να επιβεβαιώσουν την ταυτότητά του, να συγκεντρώσουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και να εκδώσουν δικαστικό ένταλμα.
Διαφορετικά, κάθε σύλληψη μπορεί να καταρρεύσει στα δικαστήρια, να θεωρηθεί πολιτικά στοχευμένη ή να οδηγήσει σε αποζημιώσεις εις βάρος της αστυνομίας. Υπάρχει και το ηθικό δίλημμα σε μια κοινωνία που ήδη κατηγορεί την αστυνομία για υπέρμετρη βία, ότι κανείς δεν θέλει να είναι ο πρώτος που θα δώσει εντολή για μαζικές συλλήψεις εκατοντάδων διαδηλωτών μπροστά στις κάμερες;
Αστυνομία και τεχνολογία
Κι εδώ εισερχόμαστε στην επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος μιας και η στρατηγική δεν είναι μόνο νομική, είναι και πολιτική. Πολλοί αναλυτές παρατηρούν ότι η διοίκηση αφήνει επίτηδες τα επεισόδια να εξελιχθούν, ώστε η εικόνα των ταραχών, των λεηλασιών, των καμένων σημαιών και της βίας να παίξει στα media και να σοκάρει την πλειοψηφία του πληθυσμού. Αυτήν ακριβώς την πλειοψηφία που έβγαλε την παρούσα κυβέρνηση, η οποία θέλει να δείξει ότι είναι μετριοπαθής, φιλελεύθερη, αλλά και ότι σέβεται την τάξη. Έτσι, όσο περισσότερο εκτίθενται τα ακραία στοιχεία μπροστά στις κάμερες, τόσο περισσότερο δικαιώνεται η ανάγκη “για τάξη”, για “ασφάλεια”, για “επιστροφή στην κανονικότητα”. Είναι το κλασικό δόγμα.
Γι’ αυτό, οι αρχές προτιμούν να περιμένουν. Δεν συλλαμβάνουν επιτόπου, αλλά χτυπούν εκ των υστέρων στοχευμένα, με αποδείξεις, σε χρόνο μή αναμενόμενο. Παράλληλα όμως φροντίζουν να σπείρουν τον φόβο. Η φωνή από το ελικόπτερο της LAPD πριν λίγες ημέρες που προειδοποιούσε τους διαδηλωτές “Σας έχω όλους στην κάμερα. Θα έρθω σπίτι σας” ήταν μια ενδεικτική και μεθοδική ψυχολογική επιχείρηση αποτροπής, καθώς η απειλή σύλληψης γίνεται πιο αποτελεσματική όταν αιωρείται στον αέρα, όχι όταν εκτελείται μαζικά. Αυτό είναι το νέο δόγμα της αστυνομίας στην ψηφιακή εποχή.
Η τεχνολογία για αστυνόμευση είναι πανίσχυρη. Όμως η πολιτική ισορροπία είναι λεπτή. Από τη μια, οι αρχές θέλουν να διατηρούν τον έλεγχο και να στέλνουν το μήνυμα ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Από την άλλη, ξέρουν πως αν ξεπεράσουν κάποια πολύ λεπτά όρια, θα κατηγορηθούν για αυταρχισμό, θα χάσουν τη νομιμοποίηση και θα ενδυναμώσουν το κύμα αντίδρασης. Έτσι, οι συλλήψεις γίνονται (και θα γίνουν) αργά, στοχευμένα, “νόμιμα”, και όχι με έναν μαζικό μηχανισμό σάρωσης που θα κατέστρεφε ό,τι απέμεινε από την εμπιστοσύνη του κόσμου στις ήδη κλονισμένες θεσμικές ισορροπίες.
Η Αμερική μπορεί να βλέπει τα πάντα, δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί και να τα αγγίξει όλα, τουλάχιστον όχι όπως κάποιος θα ανέμενε. Με γνωστή όμως την θυμόσοφη αμερικανική αντίληψη ότι δεν είναι καθόλου καλή ιδέα να είσαι διαπιστωμένα παραβάτης σε μια χώρα όπου το μητρώο προηγούμενης συμπεριφοράς μπορεί να σε ακολουθεί για μια ζωή, και όπου οι βάσεις δεδομένων των αρχών δεν ξεχνούν τίποτα. Ή όπως έλεγε αστειευόμενα ένα στέλεχος του FBI, “Δεν είναι ότι σε παρακολουθούν… απλώς τους έχεις προστεθεί σαν “υπενθύμιση” στο ημερολόγιο του Palantir”.