ΘΕΜΑ

Υπάρχει ανώτερη στρατιωτική μόρφωση στην Ελλάδα;

Υπάρχει ανώτερη στρατιωτική μόρφωση στην Ελλάδα;, Παναγιώτης Γκαρτζονίκας

Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε τις παραγωγικές σχολές των αξιωματικών, ενώ στο παρόν πραγματευόμαστε την ανώτερη στρατιωτική μόρφωση που παρέχεται από την  Σχολή Εθνικής Άμυνας και την Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Εν συντομία, η πρώτη ασχολείται με το στρατηγικό επίπεδο, ενώ η δεύτερη με το επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανώτερη στρατιωτική μόρφωση έχει ανατεθεί εν πολλοίς σε εξωτερικούς φορείς, στο Πάντειο για την Σχολή Εθνικής Άμυνας και στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στην περίπτωση της Σχολής Πολέμου.

Η συνεργασία με τα πανεπιστήμια δεν είναι κάτι πρωτοφανές ή ελληνική ιδιομορφία. Η δυτική διεθνής πρακτική, για να το θέσουμε σχηματικά, κινείται μεταξύ δύο άκρων. Στη μία πλευρά βρίσκονται οι Αμερικανοί, των οποίων οι στρατιωτικές σχολές ανώτερης μόρφωσης διαθέτουν δικό τους ακαδημαϊκό προσωπικό υψηλών προδιαγραφών, ενώ οι Βρετανοί έχουν αναθέσει στη Σχολή Πολεμικών Σπουδών του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου το πλείστον της ακαδημαϊκής μόρφωσης.

Εκείνο ωστόσο που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία είναι ότι στην περίπτωση της Σχολής Πολέμου το μεταπτυχιακό πρόγραμμα στρατηγικών σπουδών έχει ανατεθεί σε μια Νομική Σχολή! Οι στρατηγικές σπουδές που παρέχει η Νομική περιλαμβάνουν τρεις κατευθύνσεις: Ενέργεια και Βιώσιμη Ανάπτυξη, Επικοινωνίες και Νέες Τεχνολογίες και Διοίκηση Έργου (Project Management). Αυτές οι κατευθύνσεις δεν έχουν μεγάλη σχέση με την αποστολή της σχολής, που είναι η παροχή διακλαδικής εκπαίδευσης για τη σχεδίαση, διεύθυνση και διεξαγωγή διακλαδικών επιχειρήσεων. Τέλος, το να παρέχουν μεταπτυχιακά προγράμματα στις στρατηγικές σπουδές τόσο η Σχολή Εθνικής Άμυνας όσο και η Σχολή Πολέμου δημιουργεί το ερώτημα σε τί συνίσταται η διαφορά μεταξύ τους.

Στρατηγικές σπουδές

Πρώτο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ενιαίος φορέας ακαδημαϊκών γνώσεων για τη στρατιωτική μόρφωση. Ο Αμερικανός νομπελίστας Τόμας Σέλινγκ γράφει ότι «τα στρατιωτικά επαγγέλματα, σε αντίθεση με σχεδόν οποιοδήποτε άλλο σημαντικό ή αξιοσέβαστο επάγγελμα, δεν έχουν αναγνωρίσιμο ακαδημαϊκό αντίστοιχο». Η έλλειψη ενός συμφωνημένου ακαδημαϊκού πεδίου που να διέπει το επάγγελμα των όπλων, αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του επαγγέλματος των αξιωματικών και των πολιτικών επαγγελμάτων. Σε αντίθεση με τη Νομική ή την Ιατρική, το σύνολο των απαιτούμενων γνώσεων είναι περισσότερο διεπιστημονικού χαρακτήρα παρά ένας ενιαίος κλάδος.

Αυτή η κατάσταση αντανακλά το γεγονός ότι η στρατιωτική τέχνη και επιστήμη αντιπροσωπεύουν ένα σύνολο γνώσεων που περιλαμβάνει ακαδημαϊκή μόρφωση, επαγγελματική εξειδίκευση και συγκεκριμένη εκπαίδευση. Αυτή η συνειδητοποίηση οδήγησε το Ναπολέοντα να διακηρύξει ότι το στρατιωτικό επάγγελμα ήταν «ο γίγαντας ανάμεσα στους κλάδους της μάθησης γιατί τους αγκαλιάζει όλους».

Δεύτερο πρόβλημα είναι ότι οι στρατηγικές σπουδές στην Ελλάδα συνεχίζουν την παράδοση από τον Ψυχρό Πόλεμο, αποτελώντας μία υποκατηγορία των διεθνών σχέσεων. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνονται στα ερευνητικά ή διδακτικά ενδιαφέροντα των ακαδημαϊκών αντικείμενα που έχουν σχέση με την επαγγελματική στρατιωτική μόρφωση, όπως η στρατιωτική θεωρία, η επιχειρησιακή και στρατηγική τέχνη ή οι πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις. Για λόγους σύγκρισης, το αντίστοιχο με την Σχολή Πολέμου μεταπτυχιακό πρόγραμμα του βρετανικού στρατού στο Βασιλικό Κολέγιο, διαθέτει ίσο αριθμό ωρών για στρατηγικά και επιχειρησιακά αντικείμενα.

Αλλά και ο στρατός αδυνατεί στην ουσία να καθορίσει τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του για τα αντικείμενα επαγγελματικής μόρφωσης. Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί στην αδυναμία ανάπτυξης ενός κατάλληλου επαγγελματικού προγράμματος σπουδών με το αντίστοιχο περιεχόμενο μαθημάτων. Ηχηρή είναι η απουσία της στρατιωτικής ιστορίας από την ανώτερη στρατιωτική μόρφωση, αφού η στρατιωτική ηγεσία, σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, θεωρεί ότι δεν είναι απαραίτητη! Επιπλέον, η στρατιωτική ιστορία δεν έχει βρει τη θέση της στο ακαδημαϊκό στερέωμα, επειδή θεωρείται κάτι υποδεέστερο, με το οποίο ασχολούνται οι στρατιωτικοί και όχι ένας κλάδος της ιστορίας, όπως η διπλωματική, η οικονομική ή η ιστορία της τέχνης.

Στρατιωτική μόρφωση και πανεπιστήμια

Τρίτο πρόβλημα είναι η ανάθεση της ανώτερης στρατιωτικής μόρφωσης στα πανεπιστήμια. Στην ουσία ο Στρατός αναθέτει σε εξωτερικούς φορείς την πνευματική ευθύνη του στρατιωτικού επαγγέλματος. Ο Αυστραλός ιστορικός Τζέφρι Γκρέυ, περιγράφοντας μία ανάλογη κατάσταση στην πατρίδα του, την παρομοίασε με την ανάθεση από την Εκκλησία της εκπαίδευσης των κληρικών στα McDonald’s. Παρόμοιες επιφυλάξεις έχει διατυπώσει και ο ισραηλινός καθηγητής Άβι Κόμπερ, για τη χώρα του. Δηλαδή τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται και αλλού, εντούτοις φαίνεται ότι εκεί υπάρχει συνείδηση τουλάχιστον του προβλήματος.

Τέταρτο πρόβλημα είναι ότι η εκχώρηση της πνευματικής ευθύνης για την ανώτερη στρατιωτική μόρφωση σε εξωτερικούς φορείς, οδηγεί σταδιακά στην απώλεια του μονοπωλίου παροχής στρατηγικής συμβουλής στην κυβέρνηση. Η εκπόνηση των στρατηγικών δογμάτων που υιοθετήθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια, δηλαδή της αποτροπής, του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου, του ισοδύναμου τετελεσμένου, της αποτροπής και άμυνας, είναι έργο των συμβούλων των υπουργών άμυνας παρά της στρατιωτικής ηγεσίας.

Δηλαδή, πρόκειται για μια κατάσταση που επαληθεύει την αντίληψη του Μπέρναρντ Μπρόντι, ο οποίος στην αυγή της πυρηνικής εποχής τόνιζε, ότι οι αξιωματικοί είναι ικανοί μόνο για διοικητικά και πρακτικά ζητήματα, αδυνατώντας να κατανοήσουν θέματα στρατιωτικής στρατηγικής. Αποδεχόμενη η στρατιωτική ηγεσία μια τέτοια κατάσταση –όπως την περιέγραψε με ενάργεια ο Μπρόντι– σημαίνει ότι ο στρατιωτικός θα παίζει πάντα τον ρόλο του απλοϊκού Φορτίνμπρας και ο ειδικός αμυντικός σύμβουλος εκείνον του στοχαστικού Άμλετ, στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ.

Προτάσεις

Ο στρατός οφείλει να αναλάβει την πνευματική ευθύνη για την ανώτερη στρατιωτική μόρφωση, διότι διαφορετικά, θα απεμπολήσει τον έλεγχο του επαγγέλματός του. Αυτό δεν σημαίνει καταφυγή στη μοναστική απομόνωση ή αποφυγή αντιμετώπισης ανεπιθύμητων μεταμοντέρνων θεμάτων. Η συνεργασία με τα πανεπιστήμια είναι απαραίτητη, αρκεί να καθορισθεί το πλαίσιο και το περιεχόμενο της συνεργασίας. Χωρίς ωστόσο μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία για τη στρατιωτική μόρφωση με επίκεντρο τις επαγγελματικές γνώσεις, ο Στρατός θα δέχεται ό,τι προσφέρουν τα πανεπιστήμια είτε ως “στρατηγικές σπουδές” είτε με οποιονδήποτε άλλον τίτλο.

Δηλαδή, η στρατιωτική ηγεσία έχει την ηθική ευθύνη να διασφαλίσει ότι στην ανώτερη στρατιωτική μόρφωση, το ακαδημαϊκό πλαίσιο δεν επισκιάζει το επαγγελματικό περιεχόμενο και ότι αυτό που διδάσκεται υποστηρίζει, αλλά δεν υποκαθιστά τις ανάγκες της στρατιωτικής γνώσης. Αν ο στρατός έχει ανάγκη άλλων ειδικών γνώσεων για προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές, μπορεί να στέλνει αξιωματικούς στα πανεπιστήμια, όπως άλλωστε το κάνει μέχρι σήμερα.

Εκτιμούμε απαραίτητο να εκπονηθεί μια μελέτη για την Επαγγελματική Στρατιωτική Μόρφωση από τις παραγωγικές σχολές μέχρι τους ανώτατους βαθμούς, η οποία να αναδείξει όλα τα ζητήματα. Εν συνεχεία χρειάζεται μια στρατηγική και ένας οδικός χάρτης για την υλοποίησή της, διότι είναι πλέον αναγκαία μια μεταρρύθμιση στη στρατιωτική μόρφωση και όχι κάποιες επιμέρους αλλαγές. Μεταξύ των άλλων, ο στρατός πρέπει να επιδιώξει, βάσει σχεδίου, να δημιουργήσει και μια κρίσιμη μάζα αξιωματικών με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά και υψηλό επίπεδο επαγγελματικής μόρφωσης, για να αναλάβουν να καταρτίσουν προγράμματα σπουδών, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια, αλλά και τη διδασκαλία τους.

Ενδεικτικό της έλλειψης στρατηγικής για τη μόρφωση των αξιωματικών είναι ότι, ενώ ο Στρατός Ξηράς είναι ο οργανισμός που στέλνει τον μεγαλύτερο αριθμό προσωπικού στο εξωτερικό σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ακόμη και στις πιο εξωτικές χώρες, δεν έχει στείλει ποτέ κάποιον να παρακολουθήσει το Σχολείο Προκεχωρημένων Στρατιωτικών Σπουδών (School of Advanced Military Studies – SAMS) των Αμερικανών. Θεωρούμε ότι είναι ζήτημα μεγάλης σημασίας, μεταξύ διαφόρων άλλων, να έχουμε αξιωματικούς απόφοιτους του SAMS, όπως και αξιωματικούς των άλλων κλάδων απόφοιτους από τα αντίστοιχα σχολεία των Αμερικανών.

Τελικά, διαθέτουμε σήμερα έναν μεγάλο αριθμό αξιωματικών με μεταπτυχιακά διπλώματα και διδακτορικά, τα οποία έχουν επιδιώξει από μόνοι τους οι ενδιαφερόμενοι. Θεωρούμε πως το ζήτημα δεν είναι η αύξησή τους, αλλά η σωστή κατεύθυνση. Οι συνεχείς αναδιοργανώσεις του Στρατού Ξηράς τα τελευταία χρόνια, οι οποίες φανερώνουν μια αμηχανία για το δέον γενέσθαι, αντανακλούν εν μέρει και την ατροφία της στρατιωτικής σκέψης. Ενδεχομένως, η κατάσταση να προσομοιάζει κάπως με εκείνη του δέκατου ένατου αιώνα.

Τότε, οι αξιωματικοί γνώριζαν γαλλικά και πιάνο, ήξεραν τριγωνομετρία και γεφυροποιία, δίδασκαν ακόμη και στο Πολυτεχνείο, αλλά τους έλειπε η ανώτερη στρατιωτική μόρφωση. Υπάρχει, όμως, και πάλι από τη δική μας ιστορία και το αντίθετο παράδειγμα: Χωρίς να έχει μελετηθεί επισταμένως, οι επιτυχίες του Στρατού στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41, ασφαλώς οφείλονται και στην άνθηση της επαγγελματικής στρατιωτικής μόρφωσης που έλαβε χώρα μεταξύ 1925 και 1940 και ειδικά μετά το 1936, όταν σταμάτησαν τα κινήματα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι