Η τελευταία συνδέεται, εμμέσως πλην σαφώς, και με το νέο αλβανικό νόμο από την κυβέρνηση Ράμα για την ίδρυση κρατικής αμυντικής βιομηχανίας που φέρεται να στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε κεφάλαια και στην παροχή τεχνογνωσίας από τις -εξαιρετικά προηγμένες πλέον- τουρκικές εταιρίες του κλάδου. Είναι σημαντικό ότι η Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας, εκτός από τους συνήθεις τομείς (ανταλλαγή επισκέψεων, κοινές ασκήσεις, προγράμματα μαθητείας κ.λπ.), αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών, τη συνεργασία σε ηλεκτρονικές επικοινωνίες, πληροφοριακά συστήματα και την ηλεκτρονική επίθεση και άμυνα στον κυβερνοχώρο.
Οι συμφωνίες Ερντογάν-Ράμα
Επιπλέον, αφορά σε «επιχειρήσεις εκτός του πολέμου, όπως η διατήρηση της ειρήνης, η ανθρωπιστική βοήθεια, οι επιχειρήσεις θαλάσσιας ασφάλειας και οι επιχειρήσεις κατά της πειρατείας». Η συγκεκριμένη φρασεολογία παραπέμπει σε κοινή δράση στη Μεσόγειο. Επίσης, το άρθρο 9 της ίδιας Συμφωνίας προβλέπει την ανταλλαγή πληροφοριών «σχετικά με τις χώρες που θεωρείται ότι βλάπτουν τα αμοιβαία συμφέροντα των Μερών και θα ορίζονται από κοινού, δίνοντας προτεραιότητα στις στρατιωτικές δραστηριότητες και στην ανταλλαγή πληροφοριών».
Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνον δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τις -μέχρι πέρυσι- στενότατες σχέσεις του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον Αλβανό ομόλογό του (στηριγμένες και σε δύο πρόσωπα-μεσολαβητές από το χώρο των επιχειρήσεων), αλλά παρακολουθεί πλέον ανήμπορη την -ιστορικών διαστάσεων- ήττα του Ελληνισμού στη Χειμάρρα.
Το Μέγαρο Μαξίμου, επί πολλούς μήνες, ήλπιζε -άγνωστο υπό ποια λογική- στην ευόδωση πρωτοβουλιών του -αργότερα αποπεμφθέντος- υπουργού Επικρατείας Στ. Παπασταύρου και στις επαφές του με στενό συνεργάτη του Αλβανού πρωθυπουργού, οι οποίες αποδείχθηκαν αρχικά ανεπαρκείς και, τελικά, αποτυχημένες. Τα δε χειρότερα, με έναν τύπου «ρωμαϊκό θρίαμβο» του κ. Ράμα κατά την ομιλία σε συμπατριώτες του εντός Αθηνών, αποφεύχθηκαν την τελευταία στιγμή, όταν η ευθύνη των κρίσιμων διμερών συνεννοήσεων ανατέθηκε στον διοικητή της ΕΥΠ, πρέσβη Θεμ. Δεμίρη.
Αβάσιμη αισιοδοξία
Η παταγώδης αποτυχία στη Χειμάρρα και στην υπόθεση Μπελέρη ακολουθεί το ναυάγιο των συνεννοήσεων για την επανάληψη των επαφών Ελλάδας-Αλβανίας με σκοπό τη σύνταξη συνυποσχετικού παραπομπής της διαφοράς των θαλάσσιων ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και σε αυτό το θέμα, ο κ. Μητσοτάκης εξέφραζε -αβάσιμα- μεγάλη αισιοδοξία, δηλώνοντας, στα Τίρανα στις 6 Δεκεμβρίου 2022, ότι «πιστεύω πως είμαστε κοντά στην επίλυση του θέματος της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μας», καθώς «υπάρχει μεγάλη κατανόηση ανάμεσα στις ομάδες μας».
Εγκυρότατες πηγές βεβαιώνουν ότι ο Πρωθυπουργός βασιζόταν σε προηγηθέν ελληνικό αίτημα μεσολάβησης προς την τότε υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ (σ.σ.: αποχώρησε από τη θέση της φέτος το Μάρτιο). Η Αθήνα ζητούσε από την κυρία Νούλαντ να δράσει «λίγο πριν» από τη συνάντηση των αρμόδιων ομάδων εργασίας Ελλάδας-Αλβανίας.
Η Αμερικανίδα αξιωματούχος συμφώνησε να παρέμβει υπό τη λογική στήριξης της βαλκανικής συνεννόησης και σταθερότητας. Ωστόσο, δεν βρήκε ποτέ την κατάλληλη ευκαιρία να πράξει κάτι συγκεκριμένο για τον απλό λόγο ότι οι ομάδες εργασίας (που, κατά τον Πρωθυπουργό, είχαν «μεγάλη κατανόηση» μεταξύ τους) δεν προγραμματίστηκε να συνεδριάσουν ποτέ.
Παράλληλα, στις Βρυξέλλες, συνεχίζονταν κανονικά (μέχρι την έναρξη των διακοπών της γραφειοκρατίας της Ε.Ε.), χωρίς την προβολή ελληνικών πολιτικών αντιρρήσεων, διαδικαστικών προσκομμάτων ή καν απλών ενστάσεων, οι διαβουλεύσεις για την υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων της Αλβανίας. Αν και η καθαυτή στρατιωτική συνδρομή θα είναι, προς το παρόν, μάλλον δευτερεύουσας σημασίας (τεθωρακισμένα οχήματα, οργάνωση αλβανικών εφεδρειών σε επιχειρήσεις της Ε.Ε.), το πρωτεύον είναι ότι πρόκειται μόνον για την αρχή μακροπρόθεσμης συνεργασίας Βρυξελλών-Τιράνων στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας.