Νάρκες ξηράς: Από τη μεσαιωνική Κίνα μέχρι το Βιετνάμ
05/08/2023Οι νάρκες ξηράς είναι ένα από τα πιο ικανά οπλικά συστήματα που διατίθενται σήμερα. Είναι φθηνό, παράγεται μαζικά και εύκολα και είναι θανατηφόρο. Είναι επίσης αμφιλεγόμενο, καθώς ακρωτηριάζει και σκοτώνει στρατιώτες και πολίτες εξίσου. Η τεχνολογία τόσο των ναρκών όσο και των τεχνικών για την καταπολέμησή τους έχουν κάνει κύκλους τον 20ο αιώνα.
Για τους λόγους αυτούς η χρήση τους και από τις δύο πλευρές στην Ουκρανία είναι μαζική και η παραπαίουσα κατάσταση της παρούσας επίθεσης των Ουκρανών αποδίδεται ακριβώς στα μαζικά ναρκοπέδια των Ρώσων. Αξίζει να δούμε, λοιπόν, την ιστορία και την χρήση αυτού του τρομερού και συνάμα αμφιλεγόμενου όπλου. Ξεκινώντας από τον ένατο αιώνα, οι Κινέζοι ξεκίνησαν πολλά πειράματα που είχαν ως αποτέλεσμα την πυρίτιδα, ένα εκρηκτικό μείγμα θείου, άνθρακα και νιτρικού καλίου. Η πυρίτιδα σαν “νάρκη” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μάχη τον 13ο αιώνα.
Μια “τεράστια βόμβα”, που πιστώνεται στον Λου Κιανζιά (Lou Qianxia), χρησιμοποιήθηκε το 1277 από τους Κινέζους στη μάχη του Zhongdu, αν και πιθανότατα δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Η πυρίτιδα ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί σε θαμμένες νάρκες γιατί είναι υγροσκοπική, απορροφά εύκολα νερό από την ατμόσφαιρα και όταν είναι υγρή δεν είναι πλέον εκρηκτική. Μια στρατιωτική πραγματεία του 14ου αιώνα, το Huolongjing (“Εγχειρίδιο του δράκου της φωτιάς”), περιγράφει νάρκες ξηράς που πυροδοτούνταν από την κίνηση του εχθρού. Ο μηχανισμός ενεργοποίησης δεν είχε περιγραφεί πλήρως μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα και βασιζόταν σε ένα σύστημα πρόκλησης σπινθήρων με πυρόλιθο που ετίθετο σε ενέργεια από το πάτημα πάνω στο μηχανισμό.
Από την Αναγέννηση στον Α’ Παγκόσμιο
Στο Άουγκσμπουργκ το 1573, τρεις αιώνες αφότου οι Κινέζοι ανακάλυψαν τις πρώτες νάρκες που λειτουργούσαν υπό πίεση, ο Γερμανός στρατιωτικός μηχανικός Σάμουελ Τσίμερμαν εφηύρε το Fladdermine (ιπτάμενη νάρκη). Αποτελούνταν από μερικά κιλά μαύρης πυρίτιδας θαμμένα κοντά στην επιφάνεια και ενεργοποιούνταν πατώντας πάνω της, ή σκοντάφτοντας σε ένα σύρμα που προκαλούσε φωτιά από πυρόλιθο. Τέτοιες νάρκες είχαν αναπτυχθεί σε αντερείσματα μπροστά από οχυρά.
Μια άλλη συσκευή, το fougasse, δεν πυροδοτείτο από τα θύματα και δεν παρήχθη μαζικά, αλλά ήταν πρόδρομος των σύγχρονων ναρκών-θραυσμάτων. Αποτελούνταν από μια τρύπα σε σχήμα κώνου με πυρίτιδα στο κάτω μέρος, καλυμμένη είτε από πέτρες και παλιοσίδερα, είτε από οβίδες όλμων, παρόμοια με μεγάλες χειροβομβίδες πυρίτιδας (shell fougasse). Πυροδοτούνταν από ένα πυρόλιθο συνδεδεμένο με ένα συρματόσχοινο. Μερικές φορές προκαλούσε σοβαρές απώλειες, αλλά απαιτούσε υψηλή συντήρηση λόγω της ευαισθησίας της μαύρης σκόνης στην υγρασία. Οι νάρκες αυτές χρησιμοποιήθηκαν στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο, αλλά δεν ήταν πολύ αποτελεσματικά, επειδή ένας πυρόλιθος δεν λειτουργεί για πολύ όταν αφεθεί χωρίς φροντίδα.
Οι νάρκες κατά προσωπικού, όπως τις ξέρουμε σήμερα, άρχισαν να εμφανίζονται μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου, καθώς η ζώνη μεταξύ των χαρακωμάτων δεν μπορούσε να ναρκοθετηθεί για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, το συνεχές σφυροκόπημα πυροβολικού θα κατέστρεφε όποια νάρκη υπήρχε και δεύτερον η ζώνη αυτή χρησιμοποιείτο για τις επιθέσεις και τις περιπολίες και των δύο αντιπάλων.
Αντ’ αυτού χρησιμοποιούντο αμυντικές παγιδεύσεις, όπως κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, για την προστασία των χαρακωμάτων. Ήταν τα αποκαλούμενα “λαγούμια” (mine στα αγγλικά), δηλαδή υπόγειες σήραγγες κάτω από τις εχθρικές γραμμές που γεμίζονταν με εκρηκτικά και πυροδοτούνταν όταν κρινόταν σκόπιμο. Χρησιμοποιήθηκαν, λοιπόν, για τις νάρκες, οι οποίες επίσης θάβονται.
Στο Μεσοπόλεμο
Στο Μεσοπόλεμο οι μελλοντικοί Σύμμαχοι έκαναν ελάχιστη πρόοδο στις νάρκες ξηράς, αλλά οι Γερμανοί ανέπτυξαν σειρά από αντιαρματικές νάρκες, γνωστές ως Tellermines. Ανέπτυξαν επίσης νάρκες θραυσμάτων (Schrapnell ή S-mine). Όταν πυροδοτούνταν, εκτοξευόταν περίπου στο ύψος ανθρώπινης μέσης και ανατινάζονταν, στέλνοντας χιλιάδες ατσάλινες μπάλες προς όλες τις κατευθύνσεις. Πυροδοτούμενες από πίεση, καλώδια ή ηλεκτρονικά, μπορούσαν να τραυματίσουν ή να σκοτώσουν προσωπικό, σε μια περιοχή περίπου 2.800 τετραγωνικών ποδιών.
Στη δεκαετία του 1920, η Γερμανία άρχισε να παράγει αντιαρματικές νάρκες πίεσης Tellermines, με μηχανισμό πίεσης που πυροδοτούσαν αρκετά κιλά εκρηκτικών όταν ένα όχημα πέρναγε από πάνω τους. Ακολούθησαν και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο νάρκες χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα στην Ευρώπη, την Αφρική και τον Ειρηνικό.
Δεδομένου ότι πυροδοτούνταν υπό πίεση, αυτές οι πρώιμες αντιαρματικές νάρκες συνήθως προκαλούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζημιάς τους στις ερπύστριες ενός άρματος, αφήνοντας συνήθως το πλήρωμά του άθικτο και τα πυροβόλα του ακόμα λειτουργικά, αλλά ακινητοποιημένα και ευάλωτα στα αεροσκάφη και τα εχθρικά αντιαρματικά όπλα.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Οι κατασκευαστές άρχισαν σύντομα να παράγουν ερπύστριες ανθεκτικές στις εκρήξεις, αλλά και νάρκες που στόχευαν στη διάτρηση της λεπτής θωράκισης του κάτω τμήματος του άρματος, γεγονός που προκαλούσε καταστροφική ζημιά και θάνατο. Στη τελευταία αυτή επινόηση, οι Γερμανοί πήραν για άλλη μια φορά το προβάδισμα. Κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου άρχισαν να χρησιμοποιούν νάρκη με πυροδοτικό μηχανισμό “ανακλινόμενης ράβδου”, δηλαδή μια λεπτή ράβδο που στέκεται περίπου 50 εκατοστά πάνω από το κέντρο της γόμωσης και είναι σχεδόν αδύνατο να φανεί μετά την ταφή της νάρκης, ιδίως σε αγριόχορτα και χαμηλή βλάστηση.
Καθώς ένα άρμα περνούσε πάνω από τη νάρκη, η ράβδος ωθούνταν προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα η γόμωση να εκρήγνυνται ακριβώς από κάτω της. Η έκρηξη συχνά σκότωνε το πλήρωμα και μερικές φορές προκαλούσε έκρηξη στα επί του σκάφους πυρομαχικά. Επειδή μέχρι κάποια εποχή τα περισσότερα άρματα ήταν βενζινοκίνητα, όχι ντιζελοκίνητα, μπορούσε να προκαλέσει και έκρηξη των καυσίμων. Γι’ αυτό και τα άρματα απέφευγαν να μπουν σε ναρκοπέδιο.
Αυτές οι αντιαρματικές νάρκες, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονταν με μικρότερες νάρκες κατά προσωπικού (για να εμποδίζουν την απομάκρυνση των αντιαρματικών ναρκών), ήταν τόσο αποτελεσματικές, που στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τις είχαν προμηθευτεί οι περισσότεροι στρατοί. Κατά την διάρκεια του πολέμου σπάρθηκαν εκατομμύρια νάρκες. Πολλές παρέμειναν εκεί που θάφτηκαν, αποτελώντας παγίδες θανάτου για γενιές μετά, αν και πολλές αδρανοποιήθηκαν από φυσική διάβρωση. Στην Ελλάδα, κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, σπάρθηκαν επίσης χιλιάδες νάρκες, πολλές από τις οποίες είναι ακόμη στο Γράμμο και στο Βίτσι.
Μεταπολεμικά
Δεν υπήρξαν σημαντικές καινοτομίες στην τεχνολογία των ναρκών μέχρι τον Πόλεμο του Βιετνάμ, όταν οι μάχες στενής επαφής και οι ενέδρες έγιναν ο κανόνας. Τα συρματόσχοινα χρησιμοποιήθηκαν πιο συχνά, όπως και οι νάρκες που πυροδοτούνταν εξ αποστάσεως (π.χ. η τρομερή νάρκη κατά προσωπικού Claymore). Η Claymore, που πρωτοκατασκευάστηκε το 1961, τοποθετείται υπέργεια πάνω σε μακρό τρίποδα. Αποτελείται από μια πλάκα γεμάτη με εκρηκτικά και με εκατοντάδες μικρές χαλύβδινες μπάλες, που εκτοξεύονται σε τόξο 60 μοιρών όταν πυροδοτούνταν. Προκαλούσε τεράστιες ζημιές σε απόσταση 20 και πλέον μέτρων.
Κατά τη διάρκεια των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ, δύο ολοένα και πιο εμφανή προβλήματα προκάλεσαν μια τεχνολογική αλλαγή στις νάρκες. Το πρώτο ήταν ότι οι άνθρωποι είχαν καταλάβει πώς να ανιχνεύουν και να αφαιρούν νάρκες, χωρίς να τις πυροδοτούν. Οι αμερικανικές νάρκες συχνά επαναφυτεύονταν και χρησιμοποιούνταν εναντίον των Αμερικανών. Το δεύτερο ήταν ότι αποτελούσαν μια διαρκή απειλή για τους αμάχους, χρόνια μετά το τέλος των μαχών.
Για να αποτρέψουν τον εχθρό από το να εξουδετερώσει μια νάρκη, προστέθηκαν παγιδεύσεις σχεδιασμένες να εκρήγνυνται όταν μετακινείται μια νάρκη. Στη συνέχεια ήρθαν οι “έξυπνες” ή αυτοκαταστρεφόμενες νάρκες, οι οποίες συνέβαλαν στη μείωση, αλλά όχι στην εξάλειψη, της απειλής για αμάχους. Κάποιες καθίσταντο αδρανείς μόλις έμπαινε νερό και διέλυε τις εκρηκτικές ουσίες.
Οι ΗΠΑ δοκίμασαν μια ποικιλία από έξυπνες νάρκες στο Βιετνάμ, αλλά οι μηχανισμοί ασφαλείας ήταν αναξιόπιστοι και αρκετοί στρατιώτες των ΗΠΑ τραυματίστηκαν από υποτίθεται αδρανείς νάρκες. Οι σύγχρονες αντιαρματικές νάρκες περιέχουν ακόμη και ασφάλεια που ανιχνεύει τη μαγνητική υπογραφή ενός τεθωρακισμένου οχήματος, διασφαλίζοντας ότι ένας πεζός δεν θα την πυροδοτήσει.
Αποναρκοθέτηση
Μαζί με την τεχνολογία των ναρκών προχώρησε και η αντιμετώπισή τους. Υπάρχουν τρεις κλάδοι αποναρκοθέτησης: ανίχνευση, παραβίαση και εκκαθάριση. Η ανίχνευση είναι προφανώς η πιο σημαντική, επειδή είναι το κλειδί για την πρόληψη των απωλειών στους αμάχους και την διασφάλιση της μέγιστης στρατιωτικής ευελιξίας.
Οι πρώτες προσπάθειες συνίσταντο στην ανίχνευση του εδάφους με μακριούς πόλους ή ξιφολόγχες, σε επαγρύπνηση για οπτικές ενδείξεις, όπως διαταραγμένο έδαφος και συρματόσχοινα. Οι μόνες πραγματικές βελτιώσεις στην ανίχνευση ναρκών από τον Β’ Παγκόσμιο είναι ανιχνευτές από υαλοβάμβακα και ανιχνευτές μετάλλων.
Οι πρώτοι ανιχνευτές μετάλλων αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου. Ως απάντηση, οι κατασκευαστές άρχισαν σύντομα να αναπτύσσουν νάρκες που δεν περιείχαν σχεδόν καθόλου μέταλλο. Οι Γερμανοί κατασκεύασαν ξύλινες και γυάλινες νάρκες. Η μικρή ποσότητα μετάλλου στις περισσότερες σύγχρονες νάρκες, συχνά χάνεται στον “θόρυβο του περιβάλλοντος” στα ακουστικά του ανιχνευτή.
Κάποια στιγμή ο αμερικανικός στρατός δοκίμασε έναν ανιχνευτή που μετρούσε τη σχετική πυκνότητα του εδάφους σε σχέση με αυτή των αντικειμένων που ήταν θαμμένα σε αυτό, αλλά η συσκευή δεν μπορούσε να διακρίνει μεταξύ πέτρας και νάρκης. Σήμερα ο στρατός σχεδιάζει εξοπλισμό ανίχνευσης ναρκών με χρήση λέιζερ, υπέρυθρης και πολυφασματικής απεικόνισης και ραντάρ διείσδυσης εδάφους.
Εξουδετέρωση ναρκοπεδίων
Φυσικά, αφού εντοπιστούν νάρκες, πρέπει να αφαιρεθούν (πράγμα πιο δύσκολο απ’ τον εντοπισμό). Στον πόλεμο συνήθως γίνεται παραβίαση, διασπώντας μια λωρίδα διαμέσου ναρκοπεδίου, για να μπορούν οι δυνάμεις να περάσουν και να διατηρήσουν την ορμή της επίθεσης, με προτεραιότητα στην ταχύτητα, παρά στην ασφάλεια. Από τον Β’ Παγκόσμιο αυτό επιτυγχάνεται με την καταστροφή μεμονωμένων ναρκών, ή με τη χρήση ειδικών οχημάτων για να τις απομακρύνουν από την χαρασσόμενη δίοδο.
Η πρώτη μέθοδος, στην οποία οι μηχανικοί τοποθετούν γομώσεις δίπλα σε κάθε νάρκη, είναι χρονοβόρα, αφήνει τους στρατιώτες εκτεθειμένους σε πυρά και μπορεί να είναι αναποτελεσματική. Αντ’ αυτού χρησιμοποιούνται συχνά πυροτεχνικά συστήματα διάσπασης: Ένα όχημα ή μια μονάδα μηχανικού εκτοξεύει με ρουκέτα έναν εύκαμπτο σωλήνα γεμάτο με πλαστικό εκρηκτικό από την άκρη του ναρκοπεδίου, για να πυροδοτήσει νάρκες και να δημιουργήσει διάσπαση. Οι σύγχρονες νάρκες, όμως, μπορούν συχνά να επιβιώσουν ακόμη και στα ισχυρότερα πυροτεχνικά συστήματα διάσπασης, Ο Ελληνικός Στρατός χρησιμοποιεί συστήματα “Giant Viper”(“Γιγαντιαία Έχιδνα”) γι’ αυτόν τον σκοπό.
Στη δεύτερη μέθοδο, τη μηχανική παραβίαση, ένα άροτρο σχεδιασμένο να αντέχει την έκρηξη πολλών ναρκών ταυτόχρονα, προσαρμόζεται στο μπροστινό μέρος ενός άρματος ή ενός τεθωρακισμένου οχήματος μηχανικού, ξεθάβοντας και πετώντας τις νάρκες έξω και στο πλάι. Η μηχανική παραβίαση μπορεί να εξουδετερώσει τις περισσότερες νάρκες, υπό την προϋπόθεση ότι το έδαφος δεν είναι πολύ παγωμένο ή βραχώδες.
Υπάρχουν και νάρκες πλευρικής επίθεσης ή νάρκες “εκτός διαδρομής”, που μπορούν να πλήξουν τα οχήματα εξουδετέρωσης ναρκών. Αυτές οι συσκευές ανιχνεύουν την παρουσία οχημάτων που ταξιδεύουν κατά μήκος μιας διαδρομής (μέσω ακουστικών, σεισμικών ή υπέρυθρων μέσων, ή με σύρμα ή ταινία πίεσης) και εκτοξεύουν βλήματα που καταστρέφουν άρματα από το πλάι. Οι επιχειρήσεις εξουδετέρωσης ναρκών γίνονται σε ένα διάδρομο εντός του ναρκοπεδίου, για να μπορέσει να περάσει μέσω αυτού στρατιωτική δύναμη. Η εκκαθάριση όλων των ναρκών σε καιρό ειρήνης, με μεγαλύτερη ασφάλεια και πληρότητα, είναι πολύ πιο δύσκολη, χρονοβόρα και πολύ ακριβή.