Ο πόλεμος των πυρομαχικών στο ουκρανικό μέτωπο
03/11/2023Τον Μάρτιο του 2023, τελευταίο μήνα που υπάρχουν στοιχεία, η Ουκρανία κατανάλωνε 110.000 οβίδες των 155 χλστ κάθε μήνα. Τα πυροβόλα που η Δύση έχει παραδώσει στην χώρα είναι περισσότερα από 300 και στη μέγιστή τους απόδοση μπορούν να ρίξουν 600.000 οβίδες στον εχθρό – εάν αυτές υπήρχαν. Το Κίεβο στράφηκε προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη για κάλυψη των αναγκών, ζητώντας την εξασφάλιση τουλάχιστον 350.000 οβίδων τον μήνα για το ουκρανικό μέτωπο.
Μετά την εξάντληση των αρχικών αποθεμάτων ο αριθμός αυτός βρίσκεται έξω από κάθε πραγματικότητα. Οι δε διεθνείς εντάσεις επαναφέρουν το επείγον ζήτημα της δημιουργίας αποθεμάτων στα κράτη-προμηθευτές της Ουκρανίας. Στην περίπτωση που ο πόλεμος συνεχιζόταν και το 2024, το σύνολο της παραγωγής οβίδων των δυτικών κρατών (80.000+83.000 ΗΠΑ και ΕΕ) θα κάλυπτε το 50% των ουκρανικών απαιτήσεων, στην περίπτωση βέβαια που το σύνολο της παραγωγής κατευθυνόταν προς τα εκεί.
Καθώς δεν υπάρχουν προοπτικές βελτίωσης αυτών των επιδόσεων, τη στιγμή μάλιστα που οι εξελίξεις στην Μέση Ανατολή δημιουργούν νέες υποχρεώσεις, αναζητήθηκαν τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος. Ο πλέον κοστοβόρος από τους τρόπους αυτούς ήταν η χρήση “έξυπνων” –ακριβών δηλαδή– πυρομαχικών ενάντια στον ρωσικό στρατό και πιο ειδικά, ενάντια στο ρωσικό πυροβολικό.
Πυρομαχικά τύπου Excalibur (100.000 ευρώ κάθε βλήμα), HIMARS (150.000 ευρώ κάθε βολή), Javelin και ATACMS χρησιμοποιήθηκαν ενάντια σε τακτικούς στόχους (τεθωρακισμένα, πυροβόλα και οχυρώσεις). Την στιγμή που η κάθε οβίδα των 155 κοστίζει 1.000-2.000 ευρώ είναι προφανές ότι η υποκατάσταση των απλών πυρομαχικών με ακριβές εκδοχές βλημάτων είναι αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες και να ισοσκελίσει τα μεγέθη – τον όγκο πυρός σε τακτική κλίμακα. Εξάλλου τα “ακριβά” πυρομαχικά είναι επίσης δυσεύρετα: η παραγωγή των Javelin περιορίζεται σε 1.000 βλήματα τον χρόνο και των HIMARS σε 5.000-10.000 τον χρόνο. Η δε ενίσχυση της παραγωγής τους απαιτεί αναδιαρθρώσεις και μεγάλο κόστος.
Η φθορά των πυροβόλων
Ο έτερος των πονοκεφάλων της ουκρανικής πλευράς είναι η μειωμένη αντοχή των δυτικών πυροβόλων σε έντονη χρήση. Ειδικά οι προδιαγραφές των αμερικανικών πυροβόλων M777, των πλέον φθηνών και εύχρηστων, προβλέπουν αλλαγή της κάννης τους κάθε 2.500 βολές. Τα πλέον ανθεκτικά γερμανικά Pz2000 έχουν όριο τις 4.500 βολές. Η φθορά της κάννης έχει ως αποτέλεσμα την προοδευτική μείωση της ακρίβειας των βολών ως το σημείο του να γίνει αδύνατος ο υπολογισμός του σημείου της πτώσης των βλημάτων τους: οι εντυπωσιακές εικόνες των ουκρανικών αγρών κυριολεκτικά “οργωμένων” από την διασπορά των βολών του πυροβολικού σχετίζεται ίσως με το πρόβλημα. Λέγεται ότι η ουκρανική πλευρά χρησιμοποιεί την ίδια κάννη στα Μ777 ως και για 10.000 βολές με ορατά τα αποτελέσματα της διασποράς.
Για να είναι αξιόπιστο το ουκρανικό πυροβολικό πρέπει, με τον σημερινό ρυθμό βολών να αλλάζει τις κάννες των πυροβόλων του τουλάχιστον μία φορά κάθε εννέα ή δέκα μήνες. Τυχόν εξασφάλιση περισσότερων πυρομαχικών μειώνει αντίστοιχα τον χρόνο καλής λειτουργίας. Μετά το κάθε πυροβόλο πρέπει να ανακατασκευαστεί και να αντικαταστήσει την φθαρμένη κάννη. Τα πυροβόλα πρέπει να μεταφερθούν εκτός Ουκρανίας για την διαδικασία.
Οι βιομηχανίες των ΗΠΑ ή της δυτικής Ευρώπης αδυνατούν να αυξήσουν την παραγωγή αυτών των κρίσιμων εξαρτημάτων σε ανάλογα της ζήτησης επίπεδα. Η παραγωγή χάλυβα και μάλιστα ειδικού τύπου χάλυβα γι’ αυτού του είδους τις κατασκευές έχει παρακμάσει στον δυτικό κόσμο: Η ΕΕ παράγει το 7,3% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα και οι ΗΠΑ το 4,2%! Η Κίνα από την άλλη μεριά παράγει το 54% της παγκόσμιας παραγωγής με την Ινδία να ακολουθεί με 8,2%. Αυτό χονδρικά σημαίνει ότι για την κατασκευή τόσο δύσκολων εξαρτημάτων η Δύση εξαρτάται από τις εισαγωγές βασικών πρώτων υλών. Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό, έχει και πολιτικές παραμέτρους.
Ρωσία, ο μεγάλος άγνωστος
Η Ρωσία ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ουκρανία κάνοντας επίδειξη αφθονίας. Είδαμε ότι στους πρώτους μήνες του πολέμου κατανάλωνε ως και 1.800.000 οβίδες κάθε μήνα. Έκτοτε οι ρυθμοί αυτοί σαφώς εξασθένησαν και σήμερα υπολογίζεται ότι ο ρωσικός στρατός καταναλώνει περίπου 440.000 οβίδες κάθε μήνα. Πρόκειται πάλι για το τετραπλάσιο μέγεθος σε σχέση με τους αντιπάλους του, κατάσταση που πρέπει να αποτυπώνεται στις εκατέρωθεν απώλειες.
Η Ρωσία επωφελήθηκε από τα αποθέματα της σοβιετικής εποχής που προφανώς βρίσκονταν σε αυτή σε τεράστιες ποσότητες. Σε αντίθεση με την Ουκρανία δεν χρειάστηκε να αλλάξει τα χαρακτηριστικά των πυροβόλων της. Τα πυροβόλα των 152 και των 122 χλστ είναι τα ίδια εκείνα που θα σήκωναν το βάρος μιας σύγκρουσης τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου. Ακόμα και τώρα η εξήγηση για τα μεγέθη των πυρομαχικών του πυροβολικού μπορούν να εξηγηθούν μόνο με την ύπαρξη αποθεμάτων.
Η παραγωγή νέων πυρομαχικών υπολογίζεται (από δυτικές πηγές, οι ρωσικές κρατούν σε απόλυτη μυστικότητα τους αριθμούς) σε 60.000 βλήματα τον μήνα. Είναι γνωστό ότι η αναβάθμιση, ανακαίνιση παλαιών αποθηκευμένων βλημάτων απασχολεί αριθμό εργοστασίων στην Ρωσία. Με αυτό τον τρόπο υπολογίζεται ότι αποδίδονται στον στρατό 140.000-150.000 οβίδες κάθε μήνα. Είναι άγνωστη η δυνατότητα της ρωσικής βιομηχανίας να εφοδιάσει με νέες κάννες τα ρωσικά πυροβόλα.
Η παραγωγική όμως ικανότητα προφανώς δεν μπορεί να παρακολουθήσει τους ρυθμούς της κατανάλωσης στα πεδία των μαχών. Πέρα από την υποτιθέμενη ύπαρξη λειτουργικών αποθεμάτων σε ακόμα μεγάλες ποσότητες, η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην συνδρομή φιλικών προς την Ρωσία κρατών. Η Κίνα, η Βόρεια Κορέα, το Ιράν βρίσκονται στην πρώτη σειρά των σχετικών “υπόπτων” αν και δεν θα φανεί παράξενο εάν ακουστεί ότι η Ινδία, που ανέλαβε να τροφοδοτήσει τις ΗΠΑ με βλήματα πυροβολικού, συνδιαλέγεται επίσης με την Ρωσία. Η πρόσφατη συμφωνία της Ρωσίας με την Βόρεια Κορέα αφορούσε –όπως γράφτηκε– την προμήθεια 10.000.000 οβίδων. Με τους σημερινούς ρυθμούς κατανάλωσης αυτό το μέγεθος επαρκεί για έντονη δράση (στα σημερινά επίπεδα) του ρωσικού πυροβολικού για 23 μήνες!
Σύγκριση των εκατέρωθεν στρατοπέδων
Δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η παραπάνω, μάλλον μακροσκελής, σύγκριση των “καταναλωτικών” δυνατοτήτων των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στον πόλεμο της Ουκρανίας μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερα συμπεράσματα. Εάν δεχτούμε ότι μπορεί, συμπεραίνουμε ότι στο υπόβαθρο του τωρινού πολέμου –όπως κάθε πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας– δηλαδή στην οικονομία πολέμου, αποκαλύπτεται ευρύ προβάδισμα του “εκτός Δύσης” κόσμου. Ακόμα και το οικονομικά αδύναμο σκέλος του “εκτός Δύσης” κόσμου, η Ρωσία, αποκαλύπτει σημαντικές δυνατότητες. Ακόμα και σήμερα η εκτιμώμενη παραγωγή πυρομαχικών πυροβολικού της χώρας αυτής είναι συγκρίσιμη με την αντίστοιχη των ΗΠΑ ή της ΕΕ και αναπτύσσεται ίσως πιο γρήγορα από αυτές.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Ότι η Ρωσία μπορεί να αντλεί εφόδια και συνακόλουθα στήριξη σε ξένες δυνάμεις, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και με μεγαλύτερη προθυμία και ευκολία απ’ ό,τι η Ουκρανία και ο Δυτικός Κόσμος που βρίσκεται πίσω από αυτήν. Ο τελευταίος στηρίζεται ακόμα στο γεωγραφικό του πλεονέκτημα –την κυριαρχία στις θάλασσες και στους ωκεανούς– πλην όμως βλέπει το υπόβαθρο της ισχύος του, τις παραγωγικές του επιδόσεις να υπολείπονται σοβαρά πλέον από εκείνες των ανταγωνιστών και πιθανών αντιπάλων του.
Και κάτι τελευταίο, “ελληνικό”. Με αυτές τις ενδείξεις και με αυτήν την συγκυρία θα ήταν λογικό να έχει μια κυβέρνηση απορίες πάνω στο υπαρξιακό ερώτημα: ποια είναι η σωστή πλευρά της Ιστορίας; Οι εύκολες απαντήσεις μετατρέπουν την Ελλάδα, χώρα τοποθετημένη πάνω σε κρίσιμες στρατηγικά ζώνες, σε προπύργιο και σε πολεμικό εφαλτήριο του Δυτικού Κόσμου. Τίποτε δεν δείχνει ότι ο τελευταίος θα είναι ο τελικός νικητής στον κόσμο που ανατέλλει. Το πιθανότερο είναι ότι η Δύση θα επιχειρήσει να καταστρέψει χώρες και λαούς πριν παραδώσει τα σκήπτρα της σε νέους ισχυρούς. Ως “προπύργιο” η ελληνική κυβέρνηση οδηγεί την χώρα μας σε αυτόν τον Αρμαγεδδώνα.