Ποια σημάδια δείχνουν ότι επέρχεται ένας μεγάλος πόλεμος
11/09/2023Κατά καιρούς έχει τεθεί στους ιστορικούς –και όχι μόνο– το ερώτημα: Πως αντιλαμβανόμαστε την διολίσθηση προς τον πόλεμο; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που μας προϊδεάζουν για την είσοδο σε μια περίοδο ένοπλων συγκρούσεων, ή ότι επέρχεται ένας μεγάλος πόλεμος; Οι ιστορικοί δυσκολεύονται να απαντήσουν στο ερώτημα στον ίδιο βαθμό που οι σεισμολόγοι δυσκολεύονται να προβλέψουν τον επερχόμενο σεισμό.
Όχι ότι δεν προσπάθησαν. Αξιόλογες μελέτες υπάρχουν τόσο για την διολίσθηση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και την αντίστοιχη στον Β’. Παρά την επένδυση γνώσης και φαιάς ουσίας στο ζήτημα η διατύπωση μιας μεθόδου ικανής να απαντήσει στο ερώτημα απλά διαφεύγει. Από τα πολλά στοιχεία που επεξεργάζονται οι επιστήμονες, προκειμένου να απαντήσουν στο δύσκολο ερώτημα, τα πιο ουσιαστικά δείχνουν να είναι οι οικονομικές παράμετροι. Η ιχνηλάτηση δηλαδή των μεταβολών στην οικονομική λειτουργία μιας χώρας ενόψει της εμπλοκής της σε πόλεμο, η μετακίνηση σε μια οικονομία πολέμου.
Ο δείκτης δεν είναι απόλυτος. Στα πρώτα χρόνια του επανεξοπλισμού της Γερμανίας στον Μεσοπόλεμο, ανάμεσα στα 1933 και στα 1936, οι στρατιωτικές της δαπάνες δεν ξεπέρασαν το 3% του ΑΕΠ της. Είναι αμφίβολο εάν το ποσοστό αυτό επέτρεπε απλά την αύξηση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας από τις 100.000 του στρατού της Βαϊμάρης στις 500.000, ή την εκπαίδευση όλων εκείνων των κλάσεων που από το 1919 ως το 1933 δεν είχαν γνωρίσει στρατιωτική θητεία. Ούτε λόγος για σοβαρότερους εξοπλισμούς και φυσικά για πολεμική προπαρασκευή.
Ως την παραμονή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα 1939, οι στρατιωτικές δαπάνες του Βερολίνου εξακολούθησαν να είναι περίπου στο 5% των κρατικών δαπανών. Οι κατασκευές κτιρίων, κατοικιών και αυτοκινητοδρόμων, απορροφούσαν την μερίδα του λέοντα του γερμανικού προϋπολογισμού. Μόνο το οικονομικό έτος 1938-1939 (από Μάρτιο σε Μάρτιο) διακρίνεται μια στροφή της γερμανικής οικονομίας σε οικονομία πολέμου, όταν πλέον οι στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν στο 15% του ΑΕΠ.
Συγκριτικά να παρατηρήσουμε ότι οι αντίστοιχες δαπάνες στην Βρετανία ήταν το 1939 15% και στις ΗΠΑ το 1941 10% του ΑΕΠ. Ο γερμανικός στρατός κατέκτησε την δυτική Ευρώπη βασιζόμενος κυρίως στο οπλοστάσιο που πέρασε στα χέρια του με την κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας (1938-1939) και αργότερα της Πολωνίας (1939). Με το οπλοστάσιο της Νορβηγίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας (περισσότερα από χίλια πυροβόλα πέρασαν σε γερμανικά χέρια μετά την ήττα του ελληνικού στρατού) μπόρεσε να στηρίξει την εισβολή στην ΕΣΣΔ στα 1941. Σε αυτό το κρίσιμο έτος η γερμανική οικονομία δεν είχε ακόμα περάσει σε αυτό που ορίζουμε ως “οικονομία πολέμου”.
Μεγάλος πόλεμος και δαπάνες
Ας αφήσουμε όμως την Ιστορία για να δούμε που βρισκόμαστε σήμερα. Στα 2022 οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 3,7% σε σχέση με το 2021. Στο σύνολο υπολογίζονται σε 2.240 δισ. δολάρια. Το 56% αυτών των δαπανών έγινε από τρεις χώρες: ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία. Επρόκειτο για την όγδοη συνεχόμενη χρονιά που αυξάνονται οι στρατιωτικές δαπάνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν είναι, όμως, αυτό το πιο ενδεικτικό στοιχείο. Η γεωγραφική κατανομή αυτών των δαπανών έχει περισσότερα να μας πει.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 13%! Αυτό οφείλεται στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας αλλά όχι μόνο. Στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (εκτός Ουκρανίας) οι στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν σε 345 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας τα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου, πριν το 1989. Σε σχέση με το 2013 αυξήθηκαν κατά το ένα τρίτο. Σε επιμέρους χώρες η αύξηση ήταν πιο εντυπωσιακή: στην Φινλανδία η ετήσια αύξηση ήταν 36%(!), στην Λιθουανία 27%, στην Σουηδία 12% και στην Πολωνία 11%.
Στην απέναντι πλευρά, η Ρωσία, φαίνεται να ακολουθεί την γερμανική συνταγή της δεκαετίας του 1930 και να μην αφήνει την οικονομία της να μπει σε πολεμική αναδιάρθρωση. Οι δαπάνες της το 2022 υπολογίζονται σε 86,4 δισ. δολάρια, δηλαδή στο 4,1% του ΑΕΠ – το 2021 βρίσκονταν στο 3,7% του ΑΕΠ. Η διατήρηση υψηλού επιπέδου παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και δημιουργίας υποδομών (κατοικίες) αποτελεί πολιτική προτεραιότητα του Κρεμλίνου. Ας περιμένουμε τα στοιχεία για το 2023 για να δούμε εάν αυτή η επιλογή θα διατηρηθεί.
ΗΠΑ-Βρετανία-Κίνα
Οι ΗΠΑ ξοδεύουν 877 δισ. για την άμυνα, το 39% των παγκόσμιων δαπανών. Το 2022 από αυτά τα κονδύλια, 20 δισ. (2,3% του συνόλου), ήταν η στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Η κατανομή των κονδυλίων αυτών ίσως ενδιαφέρει την χώρα μας (τον τρόπο που σκέφτονται οι ιθύνοντες στην χώρα μας): το 34% των κονδυλίων αυτών ξοδεύεται στην συντήρηση και λειτουργία του υπάρχοντος υλικού. Το 30% στην παραγγελία νέων οπλικών συστημάτων και στην έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογιών. Τέλος το 19% είναι τα έξοδα για το προσωπικό. Στην χώρα μας το δεύτερο φαίνεται πλέον να δεσπόζει επί του πρώτου και του τρίτου πεδίου, με ορατές συνέπειες ως προς την διαθεσιμότητα των ακριβών οπλικών συστημάτων. Ας κλείσουμε όμως την παρένθεση.
Η Βρετανία ακολουθεί τις ΗΠΑ από απόσταση στο δυτικό στρατόπεδο. Επενδύει 68,5 δισ. δολάρια στην άμυνα, από τα οποία 2,5 δισ. είναι η βοήθεια στην Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ, στο σύνολό του, δαπανά 1.232 δισ. – το 55% των παγκόσμιων δαπανών! Η διαγραφόμενη όμως εκτίναξη των στρατιωτικών εξοπλισμών έχει ως κέντρο της την Ασία. Οι Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ταϊβάν, έχουν προγραμματίσει κολοσσιαία προγράμματα εξοπλισμών που οπωσδήποτε θα αφήσουν βαθιά ίχνη στην οικονομία τους. Υπάρχει περιθώριο γι’ αυτό: το 2022 η Ιαπωνία αφιέρωσε μόλις το 1,1% του ΑΕΠ στις σχετικές δαπάνες. Είναι βέβαιο ότι το ποσοστό αυτό θα εκτιναχθεί τα επόμενα χρόνια.
Η Κίνα αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες για 28η χρονιά. Έφτασε τα 292 δισ. δολάρια – αύξηση 4,2% σε σχέση με το 2021 και 63% σε σχέση με το 2013. Η Ινδία ακολουθεί με ετήσια αύξηση 6%. Στις συνήθως “ύποπτες” ζώνες (Μέση Ανατολή, Αφρική και Λατινική Αμερική) οι δαπάνες παρέμειναν στάσιμες ή μειώθηκαν. Η Σαουδική Αραβία πρωταγωνιστεί εδώ με 75 δισ. – 16% αύξηση ως προς το 2021. Παρόλα αυτά ελληνικές μονάδες Patriot βρίσκονται εκεί για να συνδράμουν!
Τι μας διδάσκει η Τουρκία
Κάτι τελευταίο που ενδιαφέρει την Ελλάδα και τις πολιτικές της επιλογές. Η Τουρκία μείωσε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά τις στρατιωτικές της δαπάνες. Το 2022 αυτές ανήλθαν σε 10,6 δισ. δολάρια – μείον 26% σε σχέση με το 2021. Η χώρα επενδύει σε καινοτόμα, εγχώριας κατασκευής όπλα, διδασκόμενη, ίσως πρώτη αυτή, από όσα παρατηρούμε στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η Τουρκία επενδύει επίσης στην βιομηχανική στρατιωτική υποδομή της. Ο πολιτικός στόχος είναι ορατός: η απεξάρτηση από δυτικές ή άλλες πηγές και τεχνολογίες εξοπλισμού. Η δε ανάπτυξη φτηνών, καινοτόμων συστημάτων, παρά την μείωση των κονδυλίων, καθιστά την χώρα αυτή, στρατιωτικά πιο επικίνδυνη και αποτελεσματική. Μια σχολή σκέψης στους αντίποδες από την αντίστοιχη της Αθήνας.
Όπως προείπαμε είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει κανείς ότι επέρχεται ένας μεγάλος πόλεμος. Ξεκινώντας από την οικονομία, όμως, διακρίνουμε τάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως επίσης, διακρίνουμε και τα θερμά σημεία στην γεωγραφία, όπου οι πόλεμοι φαίνονται να έρχονται πιο κοντά: παραδόξως η Ευρώπη (πάλι) πρωτοστατεί στις “κόκκινες” αυτές περιοχές. Η δε Άπω Ανατολή συμπληρώνει. Όλα δείχνουν ότι κάποιες από τις εκκρεμότητες που άφησε πίσω του ο εικοστός αιώνας είναι ακόμα επικίνδυνα ενεργές.
(Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το SIPRI και από το άρθρο του Klein Burton 1948, Germany’s preparation for War: A Re-examination, στο The American Historical Review 38/1)