ΘΕΜΑ

Πως η Γερμανία δημιούργησε υπερστρατό μετά την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο

Η Γερμανία δημιουργεί έναν υπερστρατό μετά την ήττα του Μεγάλου Πολέμου, Γρίβας Κώστας

Τα διδάγματα των τελευταίων μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ενίσχυσαν την πεποίθηση των Γερμανών για την υπεροχή των ευέλικτων τακτικών τους και τη μάχη κινήσεων βασισμένη σε μικρές αυτόνομες μονάδες. Για τον φον Ζεκτ (Hans von Seeckt), ο οποίος αναμόρφωσε τον γερμανικό Στρατό στον Μεσοπόλεμο, το κλειδί για μελλοντικές νίκες ήταν η κινητικότητα.

Οι κανονισμοί στον γερμανικό Στρατό στη δεκαετία του 1920 έδιναν μεγάλη έμφαση σε όλες τις αρχές ενός πολέμου κινήσεων. Την ορμητικότητα στην επίθεση, τη συνεργασία πεζικού, αρμάτων, πυροβολικού και αεροπορίας, τον ελιγμό, την ανεξάρτητη δράση των κατώτερων αξιωματικών και την αποτελεσματική ηγεσία σε όλα τα επίπεδα. Αντιθέτως, το γαλλικό στρατιωτικό δόγμα του 1921, το οποίο παρέμεινε σε ισχύ έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, δεν έδινε καμία έμφαση στον πόλεμο κινήσεων.

Οι μάχες έπρεπε να διεξάγονται με την πιστή εφαρμογή του αρχικού σχεδίου, ενώ η προσωπική πρωτοβουλία δεν ενθαρρυνόταν. Η χρήση αρμάτων μάχης προβλεπόταν αποκλειστικά για την υποστήριξη πεζικού και η επίθεση διεξαγόταν μόνο σε περίπτωση συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής. Το δόγμα στην Γερμανία τόνιζε τη χρήση ανεξάρτητης κρίσης ακόμη και στα κατώτερα επίπεδα διοίκησης. Αντιθέτως, το γαλλικό εγχειρίδιο περιόριζε τον κατώτερο ηγήτορα στην τυφλή εφαρμογή του σχεδίου.

Καθώς οι Γερμανοί θεωρούσαν κάθε στρατιωτικό πρόβλημα ως μία μοναδική και μη επαναλαμβανόμενη κατάσταση, δεν επιβαλλόταν καμία “σχολική λύση” που να επιβάλει τη “σωστή απάντηση”. Αντιθέτως, κάθε πρόταση των εκπαιδευόμενων εξεταζόταν και συζητούνταν επί της ουσίας. Στον Μεσοπόλεμο, ο Αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, Χανς φον Ζεκτ, δημιούργησε περίπου πενήντα επιτροπές που επανεξέτασαν τα διδάγματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι αξιωματικοί που τις στελέχωσαν ήταν οι ίδιοι που είχαν διαμορφώσει τα αποτελεσματικά επιθετικά και αμυντικά μοντέλα επιχειρήσεων του 1917-1918. Έτσι, ο γερμανικός Στρατός μπόρεσε να σχηματίσει μια συνεκτική και ρεαλιστική εικόνα των πεδίων μαχών του Δυτικού Μετώπου το 1918.

Χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος

Πάνω σε αυτό το στέρεο θεμέλιο οι Γερμανοί πρωτοπόρησαν, διαμορφώνοντας ένα δόγμα μάχης που τόνιζε την ευελιξία, την ανάληψη πρωτοβουλίας σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, την άμεση αξιοποίηση των παρουσιαζόμενων ευκαιριών χωρίς αναμονή διαταγών, καθώς και την άσκηση διοίκησης από το μέτωπο και όχι από τα μετόπισθεν. Η φιλοσοφία αυτή ήταν κοινή σε όλους τους Γερμανούς αξιωματικούς, ανεξαρτήτως Όπλου. Ως αποτέλεσμα, εκείνοι που δημιούργησαν τις τεθωρακισμένες δυνάμεις της δεκαετίας του 1930 βασίστηκαν σε αυτό το επιχειρησιακό και τακτικό πλαίσιο, αναπτύσσοντας μια νέα φιλοσοφία αρματικού πολέμου, που αποτέλεσε κρίσιμη τομή στην ιστορία των πολεμικών ικανοτήτων.

Επίσης, η Γερμανία, απαλλαγμένη από το βαρίδι των αποθεμάτων απαρχαιωμένου οπλισμού, χάρη στον αφοπλισμό που της επέβαλαν οι Σύμμαχοι, μπορούσε να αναπτύξει πρώτα τις τακτικές της ιδέες και έπειτα να δημιουργήσει τον κατάλληλο οπλισμό που ταίριαζε σ’ αυτές τις τακτικές. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, περιορίζοντας τον εξοπλισμό και τα μέσα του γερμανικού Στρατού, τον απελευθέρωσε από την αδράνεια που δημιουργούσε η ύπαρξη παρωχημένου οπλισμού, ενώ οι Σύμμαχοι εγκλωβίστηκαν σε τεράστια αποθέματα παλαιών όπλων τα οποία δεν μπορούσαν εύκολα να αποσυρθούν.

Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, διατήρησαν τεράστιους αριθμούς ελαφρών αρμάτων Renault και των πανταχού παρόντων πυροβόλων των 75mm, τα οποία παρέμειναν σε χρήση λόγω των μεγάλων ποσοτήτων. Ακόμη και στις ΗΠΑ, το Συμβούλιο Πυροβολικού του Στρατού είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν απαραίτητο ένα πυροβόλο των 105mm για τα μελλοντικά πεδία των μαχών.

Ωστόσο, μέχρι το 1927 δεν κατασκευάστηκε κανένα πρωτότυπο, ενώ και τότε οι τεράστιες ποσότητες υφιστάμενων πυροβόλων και πυρομαχικών καθιστούσαν κάθε απόπειρα αντικατάστασης ουτοπική. Ακόμη και το 1940, ο Στρατηγός C. M. Wesson σε κατάθεσή του στο Κογκρέσο δήλωσε ότι το πυροβόλο των 75mm ήταν ένα “υπέροχο όπλο” και δεν υπήρχε λόγος αντικατάστασής του, αφού ούτε οι Γάλλοι το είχαν εγκαταλείψει και οι Αμερικανοί διέθεταν τεράστιες ποσότητες.

Κινητή άμυνα

Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, ήταν οι Σύμμαχοι που ώθησαν, εν μέρει, τη Γερμανία προς μια κινητή άμυνα και συνακόλουθα προς μια επιχειρησιακή φιλοσοφία πολέμου ελιγμών, απαγορεύοντας της να οχυρώσει τα ανατολικά της σύνορα μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνο λίγες παρωχημένες οχυρώσεις επετράπη να διατηρηθούν κοντά στο Königsberg (Κένιγκσμπεργκ) της Ανατολικής Πρωσίας. Αν είχε επιτραπεί στους Γερμανούς να χτίσουν νέα οχυρά μετά το 1919, πιθανόν θα είχαν επενδύσει τεράστια ποσά στην κατασκευή φρουρίων εναντίον της Πολωνίας, περιορίζοντας τις τεθωρακισμένες δυνάμεις της.

Η Γερμανία θα μπορούσε έτσι να υιοθετήσει μια αμυντική στρατηγική και μια προσέγγιση τύπου Γραμμής Μαζινό. Τελικά, οι Γερμανοί κατασκεύασαν ορισμένα σκυρόδετα καταφύγια και θέσεις στην Ανατολική Πρωσία, τα οποία όμως ταίριαζαν περισσότερο σε μια κινητή άμυνα και ποτέ δεν θύμιζαν αμυντική γραμμή γαλλικού τύπου. Τέλος, στη δεκαετία του 1920, ο Γερμανικός Στρατός ήταν πιθανότατα ο καλύτερα ενημερωμένος στρατός στον κόσμο στον τομέα της κατανόησης ξένων τακτικών και τεχνολογίας.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο –σύμφωνα με τους Γερμανούς– η Γαλλική Σχολή Επιτελών (French Army Staff College) επέδειξε «σημαντική προτίμηση για τον πόλεμο χαρακωμάτων». Οι γαλλικές τακτικές χαρακτηρίστηκαν από τους Γερμανούς ως άκαμπτες και εμμονικά προσηλωμένες στις οδηγίες των εγχειριδίων, κάτι που το γερμανικό Γενικό Επιτελείο θεωρούσε μόνιμο μειονέκτημα. Αντιθέτως, το γερμανικό εγχειρίδιο “Διοίκηση Στρατευμάτων”, που εκδόθηκε το 1933, έδινε έμφαση:

  • Στην ευθύνη του διοικητή να βρίσκει αυτόνομα λύσεις επί του πεδίου.
  • Στη σημασία της ηγεσίας δια του παραδείγματος.
  • Στην ανάγκη τακτικής ευελιξίας.
  • Στη μέριμνα για τους στρατιώτες.
  • Στην αξία της ανεξάρτητης ηγεσίας και δράσης σε όλα τα επίπεδα.

Παράλληλα, τόνιζε τη σημασία της επίθεσης, του αποφασιστικού σημείου και της μάχης καθυστέρησης, ώστε να εξασφαλίζεται χρόνος για την προετοιμασία μιας αποφασιστικής επίθεσης. Το πλαίσιο αυτό, βασισμένο σε ρεαλιστική εμπειρία και συνδυασμένο με τις οργανωτικές καινοτομίες του Μεσοπολέμου, προσέδωσε στον γερμανικό Στρατό μια τακτική και επιχειρησιακή υπεροχή που σύντομα θα γινόταν εμφανής στην πράξη.

Εν τέλει, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πλαισιωμένη από το άρμα μάχης και το “ιπτάμενο πυροβολικό” των Ju-87 Stuka και εφαρμοζόμενη από τα άριστα σώματα των Γερμανών αξιωματικών και υπαξιωματικών, η Auftragstaktik επέτρεψε στη Βέρμαχτ να πραγματοποιήσει “κεραυνοβόλους πολέμους” (Blitzkrieg) και να απειλήσει να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την ευρασιατική σκακιέρα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx