Πού πήγε το “γεωπολιτικό κριτήριο” στην υπόθεση των ιταλικών φρεγατών “Bergamini”;
05/08/2025
Το «γεωπολιτικό κριτήριο» έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, ακόμα και σε βαθμό κατάχρησης, με σκοπό να αιτιολογηθούν οι αποφάσεις για εξοπλιστικά προγράμματα. Επ’ αυτού έχει ασκηθεί κριτική, καθότι φαίνεται να επικρατεί σε βαρύτητα στη σκέψη των ιθυνόντων, έναντι των αμιγώς επιχειρησιακών κριτηρίων, αλλά και σε αυτή καθαυτή τη λογική που διέπει την πρωτοκαθεδρία του, ιδιαίτερα επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ωστόσο, στην περίπτωση των σχέσεων Ελλάδας-Ιταλίας, η εφαρμογή του μοιάζει προβληματική.
Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας του Νίκου Δένδια, αγνοώντας τις τελευταίες εξελίξεις, ετοιμάζεται να ενισχύσει την εξοπλιστική συνεργασία με την Ιταλία, η οποία παρότι είναι εταίρος στην ΕΕ, συνεργάζεται στο άμεσο περιβάλλον ασφαλείας της Ελλάδας, με την Τουρκία και τη Λιβύη, χώρες που αμφισβητούν εμπράκτως, νόμιμα ελληνικά δικαιώματα.
Το τελευταίο διάστημα, μεγάλος αριθμός ρεπορτάζ μέσων ενημέρωσης ασχολείται με την προοπτική 2+2 φρεγατών τύπου Bergamini από το ιταλικό Ναυτικό. Παράλληλα, κυρίως το ναυτικό επιτελείο, αλλά όχι μόνον αυτό, φέρεται να εξετάζει λύσεις οπλικών συστημάτων και υποσυστημάτων που προέρχονται από την ιταλική αμυντική βιομηχανία.
Η όλη αίσθηση παραπέμπει σε άνθιση της ελληνοϊταλικής αμυντικής συνεργασίας. Ωστόσο, οι περιφερειακές εξελίξεις εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης.
Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων με την Ιταλία στο χώρο της άμυνας, είχε συνδεθεί με την προοπτική της υπογραφής ελληνοϊταλικού συμφώνου στρατηγικής συνεργασίας, ανάλογου με αυτό που υπογράφτηκε με τη Γαλλία.
Αυτό μετουσιώθηκε στις προμήθειες των μαχητικών αεροσκαφών Rafale της Dassault Aviation και των φρεγατών FDI-HN της Naval Group, καθώς επίσης και σε μεγάλο αριθμό κοινών στρατιωτικών δράσεων, κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην ευρύτερη γεωπολιτική γειτονιά της Ελλάδας και η εφαρμοσμένη ιταλική εξωτερική πολιτική, δείχνουν να ενταφιάζουν τις κυβερνητικές φιλοδοξίες που έφταναν στο παρελθόν μέχρι και σε οραματισμούς για «συμμαχία του ευρωπαϊκού Νότου».
Η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες παραμένουν ανταγωνιστικές, με κυριότερο παράδειγμα τις εξελίξεις στο μέτωπο της Λιβύης.
Ειδικότερα, η επικοινωνιακή εικόνα της τριμερούς Ιταλίας, Τουρκίας και Λιβύης είναι τουλάχιστον προβληματική: Στο ίδιο τραπέζι η Ιταλίδα πρωθυπουργός Μελόνι, με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν και τον «αναγνωρισμένο» ηγέτη της Λιβύης Ντμεπϊμπά που η Ελλάδα δεν τολμά να πει ότι ναι μεν η κυβέρνησή του είναι αναγνωρισμένη, όμως για συγκεκριμένη αποστολή, τη διοργάνωση εθνικών εκλογών σε προσδιορισμένο χρονικό διάστημα, την οποία ουδέποτε εκπλήρωσε. Κι όπως προσφυώς ελέχθη στα κοινωνικά δίκτυα, σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν δεν είσαι ομοτράπεζος, κινδυνεύεις να αποτελέσεις μέρος του μενού…
Ανθελληνική σύμπραξη;
Η ατζέντα της συνάντησης ήταν ακόμα πιο ανησυχητική: Ανατολική Μεσόγειος, συνεργασία στον τομέα της ενέργειας και στις περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας, συν ο τομέας της αμυντικής βιομηχανίας! Αναρωτιέται κανείς πού βρίσκεται η Ελλάδα και η… πολυδιάστατη εξωτερική της πολιτική, ώστε να διασφαλίσει ότι η εξυπηρέτηση του ιταλικού εθνικού συμφέροντος -που είναι εξ ορισμού σεβαστό- δεν θα λάβει ανθελληνικό προσανατολισμό!
Αντιθέτως, είναι νωπές οι εντυπώσεις από τη δράση της Λιβύης σε ρόλο «λαγού» της Τουρκίας, να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες προπαγανδίζουν την εξόφθαλμα παράνομη τουρκική θεωρία, η οποία στερεί -αποκλειστικά και μόνο- από την Ελλάδα και την Κύπρο κάθε δικαίωμα θαλασσίων ζωνών πέραν των 6 ναυτικών μιλίων, για νήσους ακόμα και του μεγέθους της Κρήτης! Δικαίωμα που δεν αμφισβήτησε π.χ. για τη Μάλτα και τη Σικελία!
Εάν η ελληνική διπλωματία, που υποτίθεται ότι διερευνά τις δυνατότητες σύμπηξης ελληνοϊταλικού στρατηγικού συμφώνου στο πρότυπο του αντίστοιχου ελληνογαλλικού, δεν έχει κινητοποιηθεί για να διασαφηνίσει την ιταλική στάση, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατό να διεξάγεται ακόμα και θεωρητικά, συζήτηση περί «στρατηγικής συνεργασίας». Παρεμφερείς ενστάσεις εγείρονται και για την αυτόνομη δράση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Το πρόβλημα είναι ευρύτερο και δυνητικά πολύ σοβαρό. Έστω ότι η Ελλάδα αποκτά σε βάθος χρόνου τις τέσσερις Bergamini και επενδύσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής (MLU: mid-life upgrade), συν τα κονδύλια για τον οπλισμό των φρεγατών. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι αυτό θα δημιουργήσει ένα πλέγμα εξάρτησης από την ιταλική αμυντική βιομηχανία.
Στοιχειώδης κοινότητα οπτικής υπάρχει;
Κι αν στο παρελθόν -και όχι μόνο- έχει διατυπωθεί αρμοδίως «γκρίνια» για τις επιδόσεις της γαλλικής πλευράς -και τα κόστη- αναφορικά με την υποστήριξη των οπλικών συστημάτων, πόσο δυσκολότερο μπορεί να αποδειχθεί το τοπίο σε ενδεχόμενη μελλοντική κρίσιμη συγκυρία, εάν η διμερής εξοπλιστική συνεργασία δεν εδράζεται τουλάχιστον σε μια κοινότητα στρατηγικής οπτικής για το περιβάλλον ασφαλείας κοινού ενδιαφέροντος;
Κι αν από την τριμερή Ιταλίας, Τουρκίας και Λιβύης, προκύψει, ότι «τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού μηχανισμού» μεταξύ των τριών χωρών, όπως αναφέρουν αναλυτές, πώς διασφαλίζεται ότι δεν θα στρεφόταν εναντίον των νομίμων ελληνικών δικαιωμάτων στην περιοχή, όταν οι δύο στους τρεις έχουν καταγεγραμμένες και διακηρυγμένες εχθρικές θέσεις;
Τούτων λεχθέντων, πώς δικαιολογείται όλος αυτός ο «ενθουσιασμός» με την καλλιέργεια προσδοκιών και η δυναμική που αναπτύσσεται στην κατεύθυνση της διμερούς εξοπλιστικής συνεργασίας, δίχως να έχουν διασφαλιστεί τα στοιχειώδη; Πού είναι ο κυβερνητικός μηχανισμός που στάθμιζε δυσανάλογα το «γεωπολιτικό κριτήριο»;
Μήπως γνωστοί και μη εξαιρετέοι κορυφαίοι υπουργοί υιοθετούν ως «γεωπολιτικό χειρισμό» τις περίτεχνες, προπαρασκευασμένες δηλώσεις, με αποκλειστικά όμως στόχο να προσεγγίσουν ως «φίλοι» τον εκάστοτε διεθνή παράγοντα του οποίου οι «μετοχές» σε δεδομένη συγκυρία βρίσκονται στο «limit up»; Με βάση τα ιδιοτελή συμφέροντα καθενός δηλαδή. Όχι με γνώμονα κάποια επεξεργασμένη εθνική εξωτερική πολιτική…
Γαλλική εναλλακτική
Υπενθυμίζεται, ότι ως ρελάνς στην ιταλική προοπτική των Bergamini, οι Γάλλοι της Naval Group είχαν προτείνει τη διεύρυνση της διμερούς συνεργασίας για τη ναυπήγηση περισσοτέρων FDI-HN σε ελληνικά ναυπηγεία.
Στη χειρότερη των περιπτώσεων, η ελληνική διαπραγμάτευση με τους Ιταλούς όφειλε να βάλει στη ζυγαριά αυτή την πρόταση, έστω για να υπάρχει ένα αντίπαλο δέος. Έγινε; Η λογική είναι εξαιρετικά απλή. Μέχρι το 2028 που φέρεται ως πιο εφικτή περίοδος παράδοσης της πρώτης Bergamini, θεωρητικά θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί η ναυπήγηση μιας ακόμα FDI-HN, ώστε να έχουν συμπληρωθεί τέσσερις καινούργιες μονάδες επιφανείας του τύπου, περίπου στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Πλεονεκτήματα της επιλογής νέων ναυπηγήσεων; Η ενίσχυση της εξαγωγικής προοπτικής μιας φρεγάτας (FDI-HN) στην οποία έχει επενδύσει το Πολεμικό Ναυτικό τη μελλοντική του ισχύ. Οι οικονομίες κλίμακος που θα προκύψουν λόγω ομοιοτυπίας των κύριων μονάδων επιφανείας του ελληνικού Στόλου και του οπλισμού τους.
Επίσης, εφόσον θα είναι νεότευκτα πολεμικά πλοία, ο ορίζοντας επιχειρησιακής αξιοποίησης θα είναι υπερδιπλάσιος, σε σχέση με μεταχειρισμένα πλοία 15 τουλάχιστον ετών. Καταληκτικά, ο οπλισμός είναι ισχυρότερος παρότι οι FDI-HN είναι πλοίο σημαντικά μικρότερου εκτοπίσματος συγκριτικά με τις Bergamini. Από την άλλη πλευρά, βασικό μειονέκτημα είναι το μεγαλύτερο κόστος απόκτησης, το οποίο όμως αποσβένεται σε βάθος χρόνου.
Όμως έχουμε πολλάκις εξηγήσει ότι «η φθήνια τρώει τον παρά». Έχουμε υπολογίσει το επιπρόσθετο κόστος μιας σωστής αναβάθμισης μέσης ζωής (MLU); Της δημιουργίας γραμμών υποστήριξης διαφορετικών συστημάτων και υποσυστημάτων, καθώς επίσης και όπλων; Και πολλά ακόμη.
Το κεντρικό επιχείρημα του παρόντος σχολίου όμως, δεν είναι η ορθή ή μη επιλογή των Bergamini, δηλαδή η επιχειρησιακή τους αξιολόγηση. Είναι όμως η διαφαινόμενη απουσία στάθμισης του «γεωπολιτικού κριτηρίου», το οποίο κατά κόρον χρησιμοποιούν οι ιθύνοντες για τα εξοπλιστικά, μάλλον όποτε εξυπηρετεί, χωρίς φυσικά να υποβαθμίζεται ο ορθολογικός και μακροπρόθεσμα οικονομικότερος επιχειρησιακός σχεδιασμός.
Κι επειδή οι ελληνικές επιδόσεις στον τομέα της «νοικοκυροσύνης» δεν ήταν ποτέ ζηλευτές, ο υπογράφων θεωρεί ότι πιθανώς βρισκόμαστε ενώπιον μιας ακόμη περίπτωσης όπου δυστυχώς θα επαληθευθεί αυτός ο κανόνας. Την έγκαιρης εν προκειμένω υποστήριξη των οπλικών συστημάτων που προμηθεύεται η χώρα ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη – βέλτιστη επιχειρησιακή διαθεσιμότητα. Πέραν της προβληματικής σε αυτή την περίπτωση στάθμιση του γεωπολιτικού κριτηρίου στην προμήθεια.
Πηγή: defense-point.gr