Το “Βασιλεύς Γεώργιος” στην Αίγυπτο, η “Ύδρα” στην Υεμένη
21/01/2024Προκαταρτική παρατήρηση: τυχόν ομοιότητα των τότε ιστορικών συμβάντων με σημερινές καταστάσεις μόνο ως συμπτωματική μπορεί να εκληφθεί! Ουδεμία, λέμε, σχέση. Στα 1866, λοιπόν, όταν ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση στην Κρήτη, το ελληνικό Ναυτικό διαπίστωσε ότι οι δυνατότητές του δεν του επέτρεπαν να συμβάλει με οποιονδήποτε πολιτικά σημαίνοντα τρόπο στην υποστήριξη των εκεί επαναστατών. Μόνο η επείγουσα πρόσκτηση λίγων ταχύτατων πλοίων που προορίζονταν για την Αμερική, επέτρεψε στην κυβέρνηση της Αθήνας να συνδράμει περιστασιακά με υλικά και εθελοντές τους επαναστάτες.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση (πρωθυπουργός ο Κουμουνδούρος) αποφάσισε πιεζόμενη να συγκροτήσει ελληνικό στόλο ικανό να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό. Η σκέψη που επικράτησε ήταν να παραγγελθούν πλοία που θα βρίσκονταν στην αιχμή της τότε τεχνολογικής εξέλιξης σε τρόπο ώστε η ποιότητα και η τεχνολογική υπεροχή να ισοσκελίσει την ποσοτική ανωτερότητα του οθωμανικού ναυτικού. Παραγγέλθηκαν, λοιπόν, δύο καινοτόμα πλοία τα οποία, για την περίσταση, ονομάστηκαν θωρακοβαρίδες. Πληρώθηκαν με δάνειο. Το πρώτο από αυτά ήταν το “Βασιλεύς Γεώργιος” και το δεύτερο η “Βασίλισσα Όλγα”.
Το τεχνικό τους πλεονέκτημα ήταν ότι ο κύριος οπλισμός τους (δύο πυροβόλα των 234 χλστ.) ήταν τοποθετημένα σε θωρακισμένο πυργίσκο στο κέντρο του πλοίου σε τρόπο ώστε να μπορούν να στρέφουν σε κάθε πλευρά, ανεξάρτητα από την πορεία του πλοίου. Από την άλλη ήταν εμπροσθογεμή, άρα, αναγκαστικά, βραδυβόλα.
Πολιτικά προβλήματα, διοικητικά προβλήματα, οικονομικά προβλήματα και η κερδοσκοπική διάθεση των ξένων κατασκευαστών, βάρυναν από την αρχή την πρώτη μεγάλη ναυτική παραγγελία της χώρας μετά το 1830. Η ναυπήγηση των πλοίων καθυστέρησε, οι μηχανές τους ήταν από την αρχή προβληματικές και η ταχύτητα τους από 12 κόμβους που πρόβλεπαν τα σχέδια έπεσε στους 9 και λιγότερο. Ακόμα χειρότερα, το δεύτερο πλοίο, η “Βασίλισσα Όλγα” αποδείχθηκε ότι είχε εκ κατασκευής ελαττωματικό κύτος: έμπαζε νερά! Έφθασε στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να παροπλιστεί ουσιαστικά και αφέθηκε να σαπίζει χωρίς να διαπρέψει σε τίποτε άλλο.
Το “Βασιλεύς Γεώργιος”
Το άλλο πλοίο, το “Βασιλεύς Γεώργιος” έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές του 1870 και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τις καθεστωτικές εφημερίδες που το έβλεπαν ήδη να βάζει νικηφόρα πλώρη για την Κωνσταντινούπολη. Η Ελλάδα όμως, φρονίμως ποιούσα, δεν ανακατεύθηκε στους μεγάλους βαλκανικούς πολέμους της δεκαετίας του 1870 και έτσι, ευτυχώς γι’ αυτό, το πλοίο δεν είχε την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του.
Η ευκαιρία που ζητούσε του δόθηκε δώδεκα χρόνια μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Στα 1882 η Αίγυπτος, κατ’ όνομα κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου, βρέθηκε σε επαναστατικό αναβρασμό. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο (βρετανικό και γαλλικό κυρίως) λεηλατούσαν την χώρα, προσθέτοντας στις παλιές οθωμανικές διομολογήσεις τα νέα προνόμια που συνόδεψαν την λειτουργία της διώρυγας του Σουέζ από το 1869. Οι Αιγύπτιοι πατριώτες, στρατιωτικοί και λαός, εξεγέρθηκαν ενάντια στους Ευρωπαίους αποικιοκράτες και στην διεφθαρμένη και υποτελή κυβέρνηση του Τεουφίκ Πασά. Οι Βρετανοί θεώρησαν ότι η εξέγερση απειλούσε τον πολιτισμό, καθώς μάλιστα υπήρξε ορατός κίνδυνος να διακοπεί η αποπληρωμή των δανείων που είχε φορτωθεί το Κάϊρο καθ’ υπόδειξη των Ευρωπαίων.
Το Ιούλιο του 1882 βρετανικός στόλος και στρατός εξεστράτευσε εναντίον της Αιγύπτου. Η μικρή Ελλάδα, κάτω από την πίεση πλούσιων ομογενών, θεώρησε την εκστρατεία αυτή ως ιστορική της ευκαιρία να μπει και αυτή στο αποικιακό παιχνίδι. Αποφάσισε λοιπόν να προσθέσει στον βρετανικό στόλο την δική της ναυτική συνδρομή, την θωρακοβαρίδα “Βασιλεύς Γεώργιος”. Ήταν η πρώτη φορά που οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις μετείχαν σε ξένη εκστρατεία εναντίον ξένου κράτους.
Αγνοούμε τι μερίδιο καταστροφής μπορούμε να πιστώσουμε στο ελληνικό πολεμικό πλοίο από τον βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Αλεξάνδρειας. Με βάση τις πολεμικές του δυνατότητες το ποσοστό αυτό δεν θα μπορούσε να είναι μεγάλο! Οπωσδήποτε όμως συνέβαλε στην καταστροφή και της μικρής ελληνικής επιχειρηματικότητας στο λιμάνι αυτό, δραστηριότητες που άνθιζαν από τον καιρό του Μεχμέτ Αλή. Θα ήταν μάλλον μάταιο να αναζητήσουμε τα οφέλη που είχε η Ελλάδα ή ο Ελληνισμός της Αιγύπτου από αυτήν την πρώτη συμμετοχή ελληνικού πλοίου σε ευρωπαϊκή αποικιοκρατική επιχείρηση.
Λίγα πάντως χρόνια αργότερα η Ελλάδα, αφού εξασφάλισε τα απαραίτητα δάνεια έσπευσε να παραγγείλει τρία ακριβά πάλι, πλην όμως πρωτοποριακά πλοία. Τα θωρηκτά “Ύδρα”, “Σπέτσες” και “Ψαρά”. Ετούτα τα πλοία κατέχουν το παγκόσμιο ρεκόρ ως προς την ποικιλία του οπλισμού τους: έφεραν έξι διαφορετικά είδη πυροβόλων και δύο είδη τορπιλών. Οι ναυπηγοί πάλι είχαν πρόβλημα με την απόδοση της “καινοτομίας”. Στην περίπτωση που τα πλοία φόρτωναν το προβλεπόμενο από τον σχεδιασμό τους κάρβουνο η θωρηκτή τους ζώνη βυθιζόταν κάτω από την ίσαλο γραμμή. Τα πλοία αυτά συνόδεψαν το “Αβέρωφ” στις ναυμαχίες των Βαλκανικών Πολέμων όπου ευτυχώς δεν συναντήθηκαν με κανένα βλήμα του αντιπάλου.
Το “Ύδρα” στην Υεμένη
Σήμερα, 142 χρόνια μετά τα τότε γεγονότα, η Ελλάδα ετοιμάζεται για νέες ναυτικές περιπέτειες. Η γενική κατεύθυνση ίδια με το 1882: ο νότος και οι αραβικές θάλασσες. Το πλοίο που θα αναλάβει την επίδειξη της ελληνικής σημαίας στην δύσκολη αυτή αποστολή έχει βρεθεί. Υποθέτουμε δε ότι θα βρεθεί και πλήρωμα να το οδηγήσει. Οπωσδήποτε το πλοίο είναι στα ουσιώδη διαφορετικό από τον μακρινό του πρόγονο, το “Βασιλεύς Γεώργιος”: πρώτον έχει το διπλάσιο εκτόπισμα, περίπου πενήντα μέτρα μεγαλύτερο μήκος και τουλάχιστον τριπλάσια ταχύτητα. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά το τι μπορεί να προσφέρει σε ένα πεδίο μάχης, τα προσόντα του δεν διαφέρουν και πολύ. Στον πραγματικό πόλεμο, με την μορφή που αυτός έχει στην επικείμενη εκστρατεία, αυτά που μπορεί να αποδώσει είναι ελάχιστα.
Το πλοίο καλείται να προστατεύσει την θαλάσσια ναυσιπλοΐα από εναέριες και θαλάσσιες απειλές. Οι απειλές αυτές προσδιορίζονται σε πυραυλικές επιθέσεις ή επιθέσεις από δρόνους (drones), ή περιπλανώμενα πυρομαχικά, ή από άλλου είδους μη επανδρωμένα συστήματα. Το κύριο όπλο με το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει αυτές τις απειλές είναι οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι κάθετης εκτόξευσης ESSM (Evolved Sea Sparrow Missiles).
Το σύστημα εκτόξευσης (MK 48 Mod 2) περιλαμβάνει 16 κυψέλες (συγκριτικά τα αμερικανικά Arleigh Burke έχουν 90 κυψέλες και τα Ticonderoga 122 κυψέλες). Στις 16 κυψέλες μπορούν να τοποθετηθούν 16 ή 32 (δύο σε κάθε κυψέλη) πύραυλοι ESSM. Θεωρητικά το όπλο αυτό έχει εμβέλεια πενήντα χλμ πλην όμως εξαρτάται από τις ικανότητες των αισθητήρων του πλοίου η δυνατότητα εντοπισμού και εγκλωβισμού του στόχου σε τέτοια απόσταση. Οι δυνατότητες των αισθητήρων του ελληνικού πλοίου μάλλον υπολείπονται των θεωρητικών δυνατοτήτων του πυραύλου.
Πανάκριβοι εναντίον φθηνών πυραύλων
Το βασικό πρόβλημα του οπλικού αυτού συστήματος είναι το κόστος των βλημάτων που χρησιμοποιεί. Το κάθε βλήμα ESSM κοστίζει 1.800.000 δολάρια! Αυτό δημιουργεί ένα άλλο πρόβλημα: η κάθε απειλή πρέπει να αξιολογηθεί ως προς τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει. Θα ήταν ανορθόδοξο να χρησιμοποιήσει κανείς πύραυλο τέτοιου κόστους για να αντιμετωπίσει χαμηλού κόστους απειλές. Tα ιρανικά Shahed και οι παραλλαγές τους π.χ. κοστίζουν κάτω από 40.000 δολάρια η μονάδα.
Αποκλείεται δε η βάσει των εγχειριδίων απαιτούμενη βολή δύο βλημάτων εναντίον κάθε απειλής για την επίτευξη ασφαλούς αποτελέσματος). Με τέτοια δυσαναλογία είναι προτιμότερο να αναθέσει κανείς την άμυνα του πλοίου στα πυροβόλα του, στα συστήματα PHALANX ιδιαίτερα. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να γίνει αποδεκτή η σε κάποιο βαθμό αποδοχή πληγμάτων. Το κάθε όχημα Shahed μεταφέρει πενήντα κιλά εκρηκτικών: η φρεγάτα μπορεί να αντέξει το πλήγμα αυτό, αλλά είναι αμφίβολο αν τα ευάλωτα ηλεκτρονικά της και οι αισθητήρες της μπορούν επίσης να το αντέξουν.
Στην περίπτωση που η φρεγάτα αμυνθεί με όλα της τα μέσα απέναντι σε πιο επικίνδυνες απειλές (αντιπλωϊκούς πυραύλους, αυτοκατευθυνόμενες κεφαλές βαλλιστικών πυραύλων κλπ.) θα ξοδέψει πολύ γρήγορα τα βασικά πυρομαχικά της, τους πυραύλους ESSM. Το κόστος της επαναφόρτωσης θα είναι 58.000.000 δολάρια και η επαναφόρτωση μπορεί να γίνει μόνο σε λιμάνι-βάση. Στο μεταξύ η φρεγάτα θα είναι πρακτικά ανυπεράσπιστη.
Σε κάθε περίπτωση θα χρειάζεται προστασία, αεροπορική κάλυψη ιδιαίτερα, από συμμαχικά αεροπλάνα και μέσα. Δηλαδή να την προστατεύουν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα όπως ακριβώς και τα εμπορικά πλοία που υποτίθεται ότι θα προστατευθούν! Οι δε Shahed έχουν βεληνεκές μεγαλύτερο των 2.000 χλμ άρα η ασφαλής ζώνη πέφτει μακριά… Μετά την φρεγάτα, ίσως χρειαστεί να στείλει η Ελλάδα και τα Rafale στο Τζιμπουτί. Μα για να προστατεύουν την φρεγάτα!