Ανακατεύονται τα χαρτιά στη Μέση Ανατολή
06/10/2017του Ζαχαρία Μίχα * –
Πολύ μεγάλες είναι οι ανακατατάξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, σε συνέχεια της διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια και έχει ακυρώσει στην πράξει «σταθερές» που γνωρίζαμε κυρίως κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τα πρώτα μεταψυχροπολεμικά έτη, όταν η μονοκρατορία των ΗΠΑ εμφανιζόταν αδιαμφισβήτητη και το «τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα συζητιόταν ακόμα σοβαρά, σε κύκλους λιγότερο ή περισσότερο ειδικών του ευρύτερου χώρου των πολιτικών επιστημών διεθνώς…
Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται η Ρωσία, μια χώρα που εμφανίζεται εξαιρετικά δραστήρια διπλωματικά σε πολλές περιφέρεις της υφηλίου, με έμφαση όμως στη Μέση Ανατολή, μια περιοχή κρίσιμης σημασίας για τη ρωσική ασφάλεια με την ευρύτερη του όρου έννοια.
Από τη στιγμή που είναι περιοχή – εξαγωγέας υδρογονανθράκων, επηρεάζει την εξίσωση προσφοράς και ζήτησης ενός προϊόντος (υδρογονάνθρακες εν γένει) από το οποίο εξαρτάται η ρωσική οικονομία περισσότερο από όσο θα επιθυμούσε, άρα την τιμή του, ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για τη Ρωσική Ομοσπονδία, χωρίς να είναι όμως μόνο αυτό.
Η πρώτη από τις δυο σημαντικές εξελίξεις των ημερών, αφορά στην πολύ πιθανή κατά τα φαινόμενα συμφωνία προμήθειας μαχητικών αεροσκαφών τύπου Sukhoi Su-35 από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), μια προμήθεια αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα πρέπει να θεωρηθεί προάγγελος της ήδη ανακοινωθείσας – σε επίπεδο προθέσεων – συνεργασίας των δυο πλευρών για την ανάπτυξη ελαφρού μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς.
Η δεύτερη εξέλιξη που συνδέεται ευθέως με την πρώτη, ήρθε χθες κατά την επίσκεψη του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Η πραγματικά σοβαρή είδηση που προέκυψε στο επίπεδο της αμυντικής βιομηχανίας, είναι η συμφωνία που ανακοίνωσε πρώτο το δορυφορικό τηλεοπτικό σαουδαραβικό δίκτυο Al Arabiya και αφορά στην προμήθεια από το βασίλειο των Σαούντ συστοιχιών του συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβαλλιστικής άμυνας τύπου S-400 Triumf, έναντι 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο εξελίσσεται σε ένα εντυπωσιακό «success story» για τη ρωσική αμυντική βιομηχανία.
Οι δυο πλευρές επίσης φέρονται να συζήτησαν ευρύτερη συνεργασία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, ενώ η Ρωσία που διαθέτει αξιόλογη αμυντική τεχνολογία, φέρεται να συμφώνησε να συνδράμει τη Σαουδική Αραβία στην ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας του βασιλείου, κάτι το οποίο μεταφράζεται σε μελλοντικά συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων.
Εξοπλιστικά στην υπηρεσία της γεωστρατηγικής
Πρόκειται για μια προσπάθεια των σουνιτικών μοναρχιών της Μέσης Ανατολής, με επίκεντρο τον Κόλπο, να αποσπάσουν τη Ρωσία με αποφασιστικές κινήσεις και κυρίως με την οικονομική ρευστότητα που διαθέτουν, από τον «εναγκαλισμό» της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, καθώς θεωρείται πως αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη εξωτερική απειλή εθνικής ασφαλείας.
Χωρίς να εγκαταλείπουν οι Ρώσοι τους Ιρανούς, είναι φυσικό να μην μπορούν να πουν όχι στα «πετροδολάρια» του Κόλπου, τη στιγμή μάλιστα που η διαπραγματευτική τακτική των Ιρανών για μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα στο παρελθόν, συν το προηγούμενο με την «ταλαιπωρία» του προγράμματος προμήθειας των S-300, ως αποτέλεσμα είχε να δημιουργηθεί ένα προβληματικό σε γενικές γραμμές σκηνικό στις σχέσεις Μόσχας-Τεχεράνης, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.
Στο σκηνικό αυτό θα πρέπει να προστεθεί η απουσία προόδου σε προγράμματα όπως της συμπαραγωγής εκατοντάδων SukhoiSu-30 για τις ανάγκες ανανέωσης του εξοπλισμού των ιρανικών αεροπορικών δυνάμεων και η ενδεχομένως συγκεκαλυμμένη συνεργασία για την κατασκευή σύγχρονων αρμάτων μάχης («σκανδαλιστική» ομοιότητα ιρανικών αρμάτων με τα ρωσικά T-90).
Εάν κανείς επίσης συνυπολογίσει ότι τα συμφέροντα Ιράν και Ρωσίας δεν είναι ταυτόσημα στην περιοχή της Κασπίας, αλλά και ιστορικά η συνεργασία των δυο πλευρών περιγράφεται μάλλον ως «τακτικής εμβέλειας», είναι φανερό ότι οι εμφανιζόμενες ως στενές σχέσεις των δυο χωρών, λειτούργησαν ως ενισχυτής του κινήτρου των σουνιτικών μοναρχιών να κινηθούν επιθετικά προς την πλευρά της Ρωσίας.
Κι αυτό το έπραξαν αδιαφορώντας, ή μάλλον αψηφώντας, τις αντιδράσεις που είναι λογικό να ανακύψουν από την πλευρά του προνομιακού προμηθευτή οπλικών συστημάτων – και όχι μόνο – επί δεκαετίες στον Κόλπο, του εγγυητή της ασφάλειας της περιοχής, των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τούτου λεχθέντος, είναι φανερό ότι η ρωσική διπλωματία δείχνει να έχει πετύχει να μετατραπεί σε «πολύφερνη νύφη» των σουνιτικών χωρών της Μέσης Ανατολής, οι οποίες μπορεί πολύ πρόσφατα να τροφοδότησαν – συγκεντρωτικά – με εκατοντάδες δισεκατομμύρια την αμερικανική και την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, πλέον δείχνουν έμπρακτα ότι είναι… ανεπαρκώς ικανοποιημένες διαχρονικά από τις στρατηγικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε σημαντικά μετά το ξέσπασμα της κρίσης με το Κατάρ.
Η ρωσική προσέγγιση στη Μέση Ανατολή
Με αυτά ως δεδομένα, θα μπορούσε κανείς να εικάσει δύο μελλοντικές εξελίξεις. Η μία είναι η ρωσική διπλωματία να προσπαθήσει να δραστηριοποιηθεί στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης των σχέσεων ανάμεσα στο σιιτικό και το σουνιτικό στοιχείο της Μέσης Ανατολής, όχι βέβαια με τόσο επιθετικό τρόπο που θα μείωνε στην πράξη την «όρεξη» των σουνιτών για ρωσικά οπλικά συστήματα και άλλες συνεργασίες, αλλά για να διατηρήσει ανοιχτές τις «πύλες» της Τεχεράνης, με την οποία εξακολουθεί να συνεργάζεται στο μέτωπο της Συρίας.
Για τη Συρία βέβαια μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει και από πλευράς των «νέων σουνιτών φίλων» της Μόσχας και είναι βέβαιο ότι στις συνεννοήσεις θα έχουν περιληφθεί και όροι που θα προασπίζουν τα συμφέροντά τους κι εκεί, προτού εκταμιευθούν δισεκατομμύρια για νέα οπλικά συστήματα από τη ρωσική αμυντική βιομηχανία.
Κατά συνέπεια, σε μια ακόμα διάσταση αυτής της εξαιρετικά πολύπλοκης «εξίσωσης», είναι το πώς θα επηρεαστεί η τακτική συνεργασία της Μόσχας με την Άγκυρα υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων, δεδομένων μάλιστα των προνομιακών σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία του Ερντογάν και το Εμιράτο του Κατάρ, τον «αντάρτη» του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC: Gulf Cooperation Council) που έχει στοχοποιηθεί από τον συνασπισμό των σουνιτικών μοναρχιών της Μέσης Ανατολής με την ουσιαστική προσθήκη της Αιγύπτου.
Το σημείο αυτό αποτελεί μια χρήσιμη «γέφυρα» που μας περνά στη δεύτερη πιθανή μελλοντική εξέλιξη, η οποία δεν αφορά κάτι άλλο από τις σχέσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το μεγάλο ζήτημα στο τέλος της ημέρας για τη Μόσχα, ακόμα κι αν ληφθεί ως δεδομένο ότι με τις νέες σχέσεις που αναπτύσσει με πλούσιες περιοχές της υφηλίου, επιλύει το μεγάλο ζήτημα της χρηματοδότησης της οικονομίας της.
Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί, ότι η επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας θα διευκολύνει τα μέγιστα στην εξέλιξη φιλόδοξων εξοπλιστικών προγραμμάτων της Ρωσίας, τα οποία εάν ανταποκριθούν στις φιλοδοξίες, θα έχουν σαφή επιρροή και στην ισορροπία δυνάμεων και με τις ΗΠΑ.
Πόσο απίθανο είναι να προκύψει προσεχώς συμμετοχή π.χ. της Σαουδικής Αραβίας στο πρόγραμμα της οικογένειας τεθωρακισμένων Armata, κάτι που θα άλλαζε την τύχη και τον ρυθμό εξέλιξης – υλοποίησής του; Τα ίδια θα μπορούσαν να ισχύουν ενδεχομένως και για το μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς Su-57 (το T-50 PAK FA προ της ονοματοδοσίας).
Θα πρέπει επιπροσθέτως να επισημανθεί, ότι οι εξαγορές εταιριών με σημαντικές τεχνολογικές δυνατότητες από τα ΗΑΕ, θα μπορούσαν μελλοντικά να επιλύσουν προβλήματα της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας σε συγκεκριμένους τομείς που είναι λιγότερο ανεπτυγμένοι σε σχέση με άλλους, επηρεάζοντας τις επιδόσεις και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των αμυντικών προϊόντων.
Ανταγωνισμός Μόσχας-Ουάσιγκτον
Η εμφανώς επηρεασμένη από τη σκέψη του Χένρι Κίσιντζερ Ρωσία, εξακολουθεί να ενδιαφέρεται γνήσια για τη μετεξέλιξη του κόσμου με βάση την πολυπολικότητα (multipolarity) και την αναγνώρισή της στην «πρώτη ταχύτητα» των χωρών που θα καθορίζουν το μέλλον του πλανήτη μέσω «συνδιαχείρισης», ενώ μεταξύ τους θα έχουν βρει τρόπο αντιμετώπισης των διαφωνιών, ώστε να μη διαταράσσεται η παγκόσμια ισορροπία (equilibrium).
Με αυτό ως δεδομένο, οι επιτυχίες της Μόσχας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, θα αποτελέσουν ένα ακόμα «όπλο» της ρωσικής διπλωματίας για να πείσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την πολιτική της μετωπικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα, μια πολιτική που προς το παρόν επικρατεί, παρότι δεν ικανοποιεί την κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ.
Ο Λευκός Οίκος μπορεί να επιθυμεί αλλαγές στην ακολουθούμενη πολιτική, όμως παραμένει παγιδευμένος στο «σύστημα» λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ, αναφορικά με την παγκόσμια στρατηγική της χώρας. Από μία άποψη, αλίμονο εάν η στρατηγική μιας υπερδύναμης εξαρτιόταν από τις προδιαθέσεις και τα στερεότυπα, των οποίων φορέας είναι οποιοσδήποτε πρόεδρος.
Η συνέχεια στο defence-point.gr
* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας