Άνοιγμα Ερντογάν στην Κίνα, δυσαρέσκεια στη Δύση
20/04/2018Γράφει ο Κώστας Ράπτης –
Ούτε οι τουρκικές επευφημίες για τα πλήγματα ΗΠΑ-Βρετανίας-Γαλλίας εναντίον συριακών στόχων το Σάββατο, ούτε η αιφνιδιαστική προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών και προεδρικών εκλογών στη γείτονα φαίνεται να άλλαξαν πολλά πράγματα ως προς την εικόνα της Τουρκίας και του ηγέτη της στη διεθνή σκηνή. Ο Ταγίπ Ερντογάν διαθέτει πολύ μεγαλύτερο βαθμό αποδοχής στον ευρασιατικό χώρο απ’ ό,τι μεταξύ των συμμάχων του στο ΝΑΤΟ.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπινγκ είχε την Πέμπτη τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ερντογάν. Σύμφωνα με όσα ανέφερε στα μέσα ενημέρωσης μη κατονομαζόμενη πηγή της τουρκικής προεδρίας, οι δύο ηγέτες στάθηκαν κυρίως στις εξελίξεις στη Συρία, με τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας να δικαιολογείται τρόπον τινά για τις επιλογές των τελευταίων ημερών που τον έφεραν αντιμέτωπο με την κινεζική και ρωσική διπλωματία, λέγοντας ότι η χώρα του πάντοτε είχε ευαισθησία στο ζήτημα των χημικών όπλων.
Πάντως ο Ταγίπ Ερντογάν φέρεται να τόνισε την ανάγκη εκτόνωσης των εντάσεων στην περιοχή, ενώ συμφώνησε με τον συνομιλητή του ως προς τη σημασία διαφύλαξης της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας και την προτεραιότητα της ανάληψης κοινής διεθνούς δράσης κατά της τρομοκρατίας. Ο Σι Τζινπινγκ, από την πλευρά του, δέχθηκε τα συγχαρητήρια του Ερντογάν για την έναρξη της νέας προεδρικής του θητείας και συζήτησε τις επενδύσεις που μπορούν να υπάρξουν επί τουρκικού εδάφους στο πλαίσιο του κινεζικής εμπνεύσεως “νέου δρόμου του μεταξιού”.
Είναι προφανές ότι ο Κινέζος ηγέτης αντιλαμβάνεται την Τουρκία ως την φυσική έξοδο προς Δυσμάς του σχεδίου στο οποίο επί των ημερών του συμπυκνώνονται οι κυριότερες φιλοδοξίες του ασιατικού γίγαντα. Και πάντως αναγορεύει τον Τούρκο ομόλογό του σε συνομιλητή, σε μία συγκυρία κατά την οποία κορυφώνεται το άγχος της Άγκυρας για την εξασφάλιση ρόλου στην “επόμενη μέρα” της συριακής κρίσης.
Την ίδια στιγμή, η στάση των δυτικών δυνάμεων απέναντι στον Ερντογάν φανερώνει από επιφύλαξη έως αντιπαλότητα. Ήδη οι παρατηρήσεις της τελευταίας έκθεσης προόδου της Κομισιόν για την Τουρκία, οι πιο αυστηρές από το 2005, αποτελούν αντικείμενο έντονης αντίδρασης από μέρους των Τούρκων ιθυνόντων, καθώς, με τα όσα αναφέρουν για την υποχώρηση των πολιτικών ελευθεριών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην γείτονα, πλήττουν ευθέως την νέα εθνική ιδεολογία που εκπονεί το σύστημα Ερντογάν δίνοντας ακριβώς στην 15η Ιουλίου 2016 κεντρικό συμβολικό ρόλο.
Ταυτόχρονα, η δημοσίευση της έκθεσης προόδου επισφραγίζει ένα πολιτικό κλίμα απολύτως απαγορευτικό για το άνοιγμα νέων κεφαλαίων στις ευρωτουρκικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις, ενώ δεν ενόχλησαν λιγότερο την Άγκυρα οι αναφορές στα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος (εξ ού και το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών στην απαντητική ανακοίνωσή του αισθάνθηκε την ανάγκη να υποστηρίξει ηχηρότερα από ποτέ ότι τα Ίμια είναι τουρκικά).
Ακόμη περισσότερο, το γεγονός ότι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ περιέγραψαν την Τρίτη στο ευρωκοινοβούλιο τα Δυτικά Βαλκάνια ως πεδίο στο οποίο η Ε.Ε. ανταγωνίζεται για την άσκηση επιρροπής με την Τουρκία (και τη Ρωσία) δεν πέρασε απαρατήρητο στην Άγκυρα.
Περισσότερο κατάσκοπος από τον Μπράνσον
Όμως τα πιο σκληρά μηνύματα για την γείτονα εξακολουθούν να έρχονται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Με το να αναρτά μήνυμα στο Twitter υπέρ του κρατούμενου υπό διετία στην Τουρκία Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, ο οποίος τώρα δικάζεται με την κατηγορία της κατασκοπείας και της τρομοκρατικής δράσης, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ καθιστά προσωπική του υπόθεση την αναμέτρηση με τις διωκτικές αρχές του Ερντογάν. “Εγώ είμαι περισσότερο κατάσκοπος από τον Μπράνσον” ανέγραψε χαρακτηριστικά, ξεκόβοντας εμμέσως και κάθε συζήτηση περί ανταλλαγής του κρατούμενου πάστορα με τον εγκατεστημένο στην Πενσιλβάνια Φετουλάχ Γκιουλέν, όπως δημοσίως υπαινιχθεί ο Τούρκος πρόεδρος.
Σε αυτό το κλίμα, η προκήρυξη των τουρκικών πρόωρων εκλογών όχι μόνο δεν ήρθε να αλλάξει κάτι, αλλά ώθησε την αμερικανική διπλωματία να προβεί σε “προκλητικό πλήγμα” που θα επιτρέπει αύριο στην Ουάσιγκτον να αμφισβητεί τη νομιμοποίηση της νέας εξουσίας στην Τουρκία. Επαναφέροντας τις αιτιάσεις των ΗΠΑ ως προς την παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία, η εκπρόσωπος του State Department Χέδερ Ναόυερτ εξέφρασε ανησυχίες ότι σε αυτό το πλαίσιο “θα είναι δύσκολο να διεξαχθούν απόλυτα ελεύθερες, δίκαιες και διαφανείς εκλογές με τρόπο που θα συνάδει με το τουρκικό δίκαιο και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Τουρκίας”.
Είχε προηγηθεί ένα 24ωρο νωρίτερα άλλη μία προειδοποίηση, αυτή τη φορά μέσω γραπτής ανακοίνωσης του βοηθού υφυπουργού Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας, Γουές Μίτσελ προς την επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η σχεδιαζόμενη προμήθεια από την Τουρκία ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, “ενδέχεται να προκαλέσει την επιβολή κυρώσεων” με βάση την αντιρωσική νομοθεσία που ενέκρινε το αμερικανικό Κογκρέσο το περασμένο καλοκαίρι, αλλά και να έχει “αρνητική επίδραση όσον αφορά την συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροκασφών F-35”.
Προφανώς η συγκυριακή συμπόρευση στο ζήτημα των χημικών όπλων του Άσαντ δεν αναιρεί τις τριβές σε τόσα άλλα μέτωπα των τουρκοαμερικανικών σχέσεων.
Πηγή: Capital.gr