Δουλειές υπάρχουν, αλλά είναι… στην Ινδία
26/01/2018των Αντρέα Μπέκερ και Γιάννη Παπαδημητρίου –
Η αβεβαιότητα στην αγορά εργασίας αποτελεί βασική αιτία για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Οι συμμετέχοντες στο Φόρουμ του Νταβός αναζητούν απαντήσεις. Αλλά οι απαντήσεις δεν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικές. Στην υφαντουργία, στη βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών και άλλους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης οι περισσότερες θέσεις εργασίας έχουν ήδη μεταφερθεί στην Κίνα, την Ινδία και άλλες χώρες που προσφέρουν εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους, αλλά υψηλής εξειδίκευσης.
Σε όλα αυτά προστίθεται η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση που ψηφιοποιεί τα πάντα, προκαλώντας την τέλεια καταιγίδα για τους εργαζόμενους στον δυτικό κόσμο. Αλλά για τον Βιζάι Βιζαγιακουμάρ, εκτελεστικό διευθυντή (CEO) του ομίλου πληροφορικής HCL με έδρα την πόλη Νόιντα της Ινδίας, άλλο είναι το πρόβλημα. «Υπάρχει τεράστια έλλειψη δεξιοτήτων. Πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας παραμένουν κενές, γιατί δεν εμφανίζονται οι κατάλληλοι υποψήφιοι», ισχυρίστηκε ο Ινδός επιχειρηματίας, μιλώντας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.
Την ίδια στιγμή εκατομμύρια Αμερικανοί και Ευρωπαίοι με δυνατό βιογραφικό δεν βρίσκουν δουλειά γιατί, όπως τους ενημερώνουν επίδοξοι εργοδότες, δεν διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Παλαιότερα, λέει ο Γιοβάλ Νοά Χαραρί, καθηγητής στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, οι εργαζόμενοι αγανακτούσαν γιατί θεωρούσαν ότι κάποιοι εκμεταλλεύονται την υπεραξία τους. Σήμερα δεν προσφέρονται καν για εκμετάλλευση, επισημαίνει με έναν σκωπτικό τόνο: «Οι άνθρωποι φοβούνται πλέον κάτι χειρότερο από την εκμετάλλευση. Φοβούνται την απαξίωση. Όταν σε εκμεταλλεύονται, αυτό σημαίνει ότι αν μη τι άλλο έχεις μία αξία, την οποία κάποιοι άλλοι προσπορίζονται. Αλλά το να σε απαξιώνουν είναι πολύ πιο τρομακτικό…»
Επανεκπαίδευση, αλλά πώς;
Αυτός ο φόβος εξηγεί την επιστροφή του προστατευτισμού, του λαϊκισμού και του εθνικισμού, επισήμαναν πολλοί ομιλητές στο Νταβός. Το κύμα αγανάκτησης έφερε στον Λευκό Οίκο και τον Ντόναλντ Τραμπ, λέει η Άρλι Χόχσιλντ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Για να προσθέσει ότι οι αμερικανοί ψηφοφόροι «δεν τον αγαπούν, αλλά είναι απελπισμένοι και θεωρούν ότι είναι ο μόνος που αναγνωρίζει την παρακμή στην οποία έχουν περιέλθει…».
Ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι οι δασμοί, η ομφαλοσκόπηση και η περιχαράκωση δεν δίνουν λύσεις. Η πιο αποτελεσματική λύση θα ήταν μία επιθετική τακτική με στόχο τη διαρκή επανεκπαίδευση και επαγγελματική εξέλιξη. Αυτό που χρειάζεται, συνοψίζει ο Β. Βιζαγιακουμάρ, είναι «αντί να εστιάζουμε στην απώλεια θέσεων εργασίας, να προτάξουμε την επανεκπαίδευση με στόχο την επανένταξη στην αγορά εργασίας, την ανταπόκριση στις ανάγκες των καιρών».
Όσο προφανές ακούγεται στη θεωρία, τόσο δύσκολο αποδεικνύεται στην πράξη. Γιατί, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Χαραρί, «το ερώτημα είναι αν μπορείς να επινοείς εκ νέου τον εαυτό σου και τη δουλειά σου και μάλιστα να το κάνεις αυτό κάθε δέκα χρόνια. Γιατί η ψηφιακή επανάσταση δεν θα γίνει μόνο μία φορά. Δεν είναι ότι γίνεται επανάσταση και μετά επέρχεται ισορροπία. Θα έχουμε μία συνεχή περιδίνηση επαναστάσεων, θα πρέπει συνεχώς να επινοούμε εκ νέου τον εαυτό μας και αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο».
“Επίδομα επανεκπαίδευσης” θέλει ο Μακρόν
Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση είναι σε πλήρη εξέλιξη και, σύμφωνα με σχετικές έρευνες, απειλεί το ένα τρίτο των συμβατικών θέσεων εργασίας. Οδηγοί, ταμίες, υπάλληλοι γραφείου θα γνωρίσουν τον ανταγωνισμό της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία όμως δημιουργεί παράλληλα την ανάγκη για άλλες, νέες θέσεις εργασίας -με διαφορετική εξειδίκευση, εξυπακούεται.
Η προσαρμογή θα είναι δύσκολη για ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Αλλά και αν ακόμη όλοι δηλώσουν πρόθυμοι να προσαρμοστούν, το ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει την επανεκπαίδευσή τους. Οι μεγάλες επιχειρήσεις αυξάνουν τα κονδύλια που διαθέτουν για μετεκπαίδευση, αλλά αυτό δεν φτάνει. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν προτείνει να δοθούν χρήματα απευθείας στους πολίτες, υπό τον όρο ότι εκείνοι θα τα επενδύουν όπως αρμόζει.
Η ανάγκη για διά βίου μάθηση αλλάζει και τον ρόλο των πανεπιστημίων, αλλά και τη διασύνδεσή τους με κρατικούς φορείς και επιχειρήσεις. Αλλά όπως επισημαίνει ο καθηγητής Χαραρί, η διαχείριση της κρίσης και της προσαρμογής στην κρίση δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα. Προϋποθέτει και μία ψυχική θωράκιση, την αναγκαιότητα της οποίας δεν αντιλαμβάνονται όλοι.
«Η μόνη σιγουριά που έχουμε σήμερα είναι η επίγνωση των αλλαγών», επισημαίνει. «Όποια επανεκπαίδευση κι αν κάνεις, είναι ένα στοίχημα που δεν ξέρεις αν θα αποδώσει τελικά. Θα χρειαστείς συναισθηματική ευστάθεια και πνευματική διαύγεια για να επιβιώσεις. Αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο, δεν έχω ακούσει για κανένα πανεπιστήμιο που προσφέρει μαθήματα συναισθηματικής ευστάθειας…»
Πηγή /DW