Δυο σχολές σκέψεις στην Ουάσιγκτον για την Τουρκία: Η συνήθεια να “αρμέγει” την Αμερική
28/07/2019Γράφει ο Μάριος Ευρυβιάδης* –
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κυριάρχησαν δυο σχολές σκέψεις στην Ουάσινγκτον για την Τουρκία: η μια που υποστήριζε πως η εκτελεστική εξουσία στην αμερικανική πρωτεύουσα δεν κάνει αρκετά για την τόσο στρατηγικά σημαντική για τη Δύση Τουρκία, και η άλλη που υποστήριζε πως πρέπει να γίνονται περισσότερα από την εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ για την Τουρκία. Κοινό στοιχεία και των δυο σχολών είναι πως η Τουρκία είναι μια “αδικημένη” και “παραμελημένη” από την Ουάσιγκτον και τους λοιπούς Ατλαντικούς της συμμάχους χώρα, και πως δικαιολογημένα συμπεριφέρεται και αντιδρά κατά της “αγνωμοσύνης” που εισπράττει.
Αυτή είναι και η θέση που εκφράζει σήμερα ο Πρόεδρος Τράμπ με τη δημόσια εκφρασμένη στεναχώρια του πως η προηγούμενη κυβέρνηση Ομπάμα είχε “αδικήσει” το καθεστώς Ερντογάν, αρνούμενη να του πουλήσει το αντιπυραυλικό/αντιαεροπορικό σύστημα Patriot, εξαναγκάζοντας το έτσι να προμηθευτεί το αντίστοιχο Ρωσικό σύστημα S-400. Ανάλογη υπήρξε και η θέση της κυβέρνησης Ομπάμα, έναντι της προηγούμενης κυβέρνησης Μπούς του νεώτερου.
Υπενθυμίζω πως η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Ομπάμα στο εξωτερικό το 2009 ήταν στην Άγκυρα, όπου έμπλεξε το εγκώμιο του Ερντογάν, της χώρας του και ευρύτερα του Ισλάμ. Η επίσκεψη Ομπάμα αποφασίσθηκε κατόπιν επισταμένων διαβουλεύσεων στη μεταβατική περίοδο της εκλογής του, και με το σκεπτικό πως έπρεπε να αρθεί η “αδικία” κατά της Τουρκίας από τη σχετική διπλωματική “απομόνωση” που της είχε επιβάλει η κυβέρνηση Μπούς.
Η τότε περιστασιακή “απομόνωση” είχε προκύψει από την άρνηση του καθεστώτος Ερντογάν, το 2003, να επιτρέψει σε αμερικάνικα στρατεύματα να ανοίξουν δεύτερο πολεμικό μέτωπο κατά του Σαντάμ του Ιράκ, μέσω Τουρκίας. Στη περίπτωση των Patriots- που οι Τούρκοι θα “αγόραζαν” με χαριστικούς οικονομικούς όρους, όπως ανέκαθεν- η Άγκυρα απαιτούσε και τα “κλειδιά” του λογισμικού τους συστήματος, μαζί με μεταφορά τεχνολογίας, κάτι που η Ουάσινκτον και οι κατασκευαστικές εταιρίες δεν παραχωρούν σε κανένα, για ευνόητους λόγους. (Οι Τούρκοι δεν πήραν ούτε από τους Ρώσους τίποτα ανάλογο).
Αυτή ήταν η μεγάλη “αδικία” του Ομπάμα κατά των Τούρκων, που θέλει τώρα να θεραπεύσει ο Τράμπ. Στην περίπτωση του 2003 η “αδικία” προέκυψε από το γεγονός πως οι Τούρκοι ζήτησαν, δια στόματος του τότε Πρωθυπουργού Γκούλ, 90 δις δολλάρια(!) ως αποζημίωση για τις “ζημιές” τους από τον επικείμενο πόλεμο. Και οι “αγνώμονες” αμερικάνοι τους πρόσφεραν μόνο 30(!), αλλά “και την Κύπρο υπό τη μορφή του Σχεδίου Ανάν”, και την οποία τους τους έδωσαν, όπως κυνικά παραδέχθηκε ο τότε αξιωματούχος Daniel Fried.
Ζήτησαν επιπλέον και το ελεύθερο να κινηθούν στρατιωτικά -και παράλληλα με τους αμερικανούς- κατά των Κούρδων του Ιράκ, κάτι που οι Αμερικάνοι αρνήθηκαν. Και βρέθηκαν “αδικημένοι” οι φουκαριάρηδες οι Τούρκοι. Ακριβώς λόγω της ύπαρξης των δυο σχολών – που ανταγωνίζονταν η μια την άλλη- η Άγκυρα πείστηκε πως ήταν “αναντικατάστατη” για τους ατλαντικούς σχεδιασμούς κατά της Μόσχας την ψυχροπολεμική περίοδο. Και απαιτούσε διαρκές χαράτσι όλων των μορφών από τη Δύση.
“Πρέπει να πληρώνετε τους λογαριασμούς μας, γιατί μας έχετε ανάγκη”, δήλωσε σε αμερικανό πρώην αξιωματούχο – κατά μαρτυρία του- ένας Τούρκος πρώην Πρωθυπουργός, πιθανότατα ο Σουλειμάν Ντεμιρέλ, το 1979, παραμονές του πραξικοπήματος του Εβρέν, με τη οικονομία της Τουρκίας υπό κατάρρευση.
Η ίδια αντίληψη συνεχίσθηκε μεταψυχροπολεμικά, αφού η κυβέρνηση Κλίντον παρουσίαζε την Τουρκία ως πιο σημαντική για την επιβίωση της Δύσης, από όσο ήταν η Δυτική Γερμανία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μια από τις πρώτες κυνικές, αλλά ταυτόχρονα και σημαδιακές, απαιτήσεις των Τούρκων μετά το τέλος του Β´ΠΠ, ήταν η άρνηση τους να επιστρέψουν στο συμμαχικό ταμείο για επιστροφή στους δικαιούχους, το χρυσάφι των Ναζί που οι τελευταίοι έκλεψαν από Εβραίους και άλλους, και φύλαγαν στην Τουρκία.
Από τότε δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο ως προς τις απαιτήσεις της Άγκυρας και την ικανοποίησή τους από τη Δύση. Ενώ για παράδειγμα η Τουρκία δεν συμμετείχε στον Β´ΠΠ και δεν είχε απώλειες αλλά πολλαπλά κέρδη στη διάρκειά του, απαίτησε και πήρε μεγάλη βοήθεια από το Σχέδιο Μάρσαλ, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της Ουάσιγκτον. Οι δομές της χώρας και η οικονομία της οικοδομήθηκαν με δωρεάν βοήθεια και χαριστικά δάνεια από τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Το ίδιο συνέβη με τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις συναφείς στρατιωτικές δομές. Από το 1980 μέχρι το 1990, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον ξόδεψε κοντά στα 20 δις δολάρια σε στρατιωτικές υποδομές στην Ανατολική Τουρκία.
Και με εξαίρεση τον πόλεμο του 1990-91 για το Κουβέιτ, όπου το καθεστώς Οζάλ εισέπραξε δεκάδες δις δολάρια σε δωρεάν βοήθεια, χαριστικά δάνεια και μαζί την κατασκευή του αγωγού Μπακού-Τσεηχάν, η Άγκυρα επανειλημμένα αρνήθηκε πρόσβαση στους Αμερικανούς στις βάσεις της. Αρνήθηκε το 1958 στην περίπτωση ανωμαλιών στον Λίβανο. Το 1983 αρνήθηκε την χρήση της βάσης Ίνσιρλικ για ανθρωπιστική βοήθεια, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των Αμερικανών πεζοναυτών στο Λίβανο- ένα κενό που παρεμπιπτόντως θεράπευσε η Κύπρος μέσω Λάρνακος.
Το 1989-90 αρνήθηκε τη χρήση της βάσης για πτήσεις των U-2, χωρίς τη συναίνεση της Μόσχας. Και κατά καιρούς και για να εξασφαλίσει μικρο-απαιτήσεις, απαγόρευε ακόμη και την παροχή σκευασμάτων γάλακτος για μικρά παιδιά, σε οικογένειες Αμερικανών που υπηρετούσαν στη βάση. Είναι γεγονός πως για τρία περίπου χρόνια, από το 1975-78, όχι η Εκτελεστική εξουσία αλλά και η Νομοθετική δηλ. το Κονγκρέσο, επέβαλε ένα μερικό εμπάργκο όπλων στη Άγκυρα, λόγω της παράνομης χρήσης αμερικανικών όπλων στην τουρκική επιδρομή κατά της Κύπρου το 1974. “Αδικήθηκαν” τότε οι Τούρκοι, κατά τις δυο σχολές και άλλους.
Τότε όμως: α) η Εκτελεστική εξουσία πολέμησε με νύχια και με δόντια το μερικό εμπάργκο β) παρείχε μέσω Νατοϊκών χωρών, της Ιαπωνίας, της Νοτίου Κορέας και άλλων, περισσότερη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Άγκυρα από ό,τι πριν το εμπάργκο και γ) και πολύ πιο σημαντικό, οι πολιτικές Νίξον-Κίσσινγκερ-Φόρτ, επέστρεψαν στην Άγκυρα να κατακτήσει την μισή σχεδόν Κύπρο και να παραμένει εκεί ως κατοχική δύναμη από τότε.
Έτσι “αδικήθηκαν” οι Τούρκοι το 1974. Αντίθετα, το 1956 ο Πρόεδρος Άισενχαουερ εξεδίωξε τις επιδρομικές χώρες Αγγλία, Γαλλία και Ισραήλ από τα εδάφη της Αιγύπτου, τα οποία κατέκτησαν με τον τότε επιδρομικό τους πόλεμο του Σουέζ. Είναι γεγονός πως τούτη τη φορά υπάρχει σοβαρό ρήγμα και στις δυο σχολές σκέψεις. Υπάρχει σε πολιτικό επίπεδο η μετωπική σύγκρουση και αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας από μια Νατοϊκή χώρα που τύγχανε προνομιακού χειρισμού μεταπολεμικά, όσο καμιά άλλη. Χωρίς υπερβολή η Τουρκία υπήρξε το πιο κακομαθημένο κράτος της Ατλαντικής συμμαχίας. Και το οποίο σήμερα πρωτοστατεί στην υπόσκαψη του πιο αποτελεσματικού “μή πολεμικού” όπλου της Ουάσιγκτον, αυτού των κυρώσεων.
Αν δεν επιβληθούν κυρώσεις σε μια τέτοια κατάφωρη καταπάτηση αμερικανικών συμφερόντων, η πολιτική αυτή πάει “περίπατο”. Και μαζί η αξιοπιστία του ηγεμόνα. Στο δε στρατιωτικό επίπεδο μιλάμε για 5ης γενιάς σύγκρουση οπλικών συστημάτων (κομπιούτερς ηλεκτρονικού πολέμου, όπως ουσιαστικά είναι οι ρωσικοί S-400 και τα αμερικανικά F-35) μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αλλά και με την Κίνα στην κορνίζα. Ο Τραμπ μπορεί να ενδιαφέρεται μόνο μην χάσει την “μπίζνα” με την Τουρκία.
Το Πεντάγωνο όμως ενδιαφέρεται να μη διακινδυνευθεί η ασφάλεια της χώρας με την υποκλοπή 5ης γενιάς λογισμικών οπλικών συστημάτων, τα οποία απαιτεί να έχει η Άγκυρα ώστε να τερματίσει τους κατά τακτά διάστημα εκβιασμούς της. Προς το παρόν το άμεσο ζήτημα της υποκλοπής αποκλείστηκε με την αναστολή του προγράμματος συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας για τα F-35. Η “αναστολή” υποδηλώνει μελλοντική συνεργασία, εφόσον η Τουρκία καταστήσει, με κάποιο τρόπο, ανενεργό το ήδη στη κατοχή της σύστημα S-400.
Eδώ καλλιεργείται επισταμένα η αυταπάτη, όχι μόνο στην Ουάσιγκτον αλλά και στα λοιπά δυτικά κέντρα στο ΝΑΤΟ από τον Γραμματέα του και από διάφορους κονδυλοφόρους που επιστρατεύονται σε τέτοιες περιπτώσεις – όπως τον γραφικό πλέον Ελληνοαμερικανό ναύαρχο James Stavridis- πως όλα όσα συμβαίνουν στις σχέσεις Τουρκίας και Δύσης αποτελούν πολιτικά τερτίπια του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν και πως με το “πέρασμά” του, η Τουρκία θα “ξαναβρεί” τον δυτικο-ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Και εδώ εδράζεται και το όλο σκεπτικό που υποβόσκει για τη μη επιβολή κυρώσεων ώστε να μην καούν, τάχατες, οι γέφυρες.
Ό,τι και να συμβεί οι δυο σχολές σκέψεις για τη Τουρκία έχουν εξαντλήσει το ρόλο τους. Ας ελπίσουμε πως μέχρι οι σχέσεις Ουάσινγκτον- Άγκυρας εκτονωθούν, θα περάσει αρκετός χρόνος ώστε η Αθήνα, κυρίως, να μπορέσει να αποκτήσει ερείσματα και υλοποιήσει μια πολιτική που να περιορίζει, ακόμη και να ακυρώνει, την μέχρι πρόσφατα ικανότητα της Άγκυρας να ποδηγετηθεί την αμερικανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.