Γκρίζο φθινόπωρο στην ΕΕ
09/10/2018Γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου –
Καθώς η Γερμανία γιόρταζε, την περασμένη Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018, την επέτειο της επανένωσης, τα σύννεφα του σκεπτικισμού έριχναν σκιές στη «δεύτερη ευκαιρία» που δόθηκε στο γερμανικό έθνος από την Ιστορία. Αρκετοί αναλυτές, όπως ο Μαρσέλ Φίρστεναου από την Deutsche Welle, εφιστούσαν την προσοχή στην ανισότιμη θέση του ανατολικού τμήματος της χώρας σε όλα τα επίπεδα – ανεργία, μισθοί, βιομηχανία, μερίδιο στις πολιτικές και δημοσιογραφικές ελίτ. Αυτή η εδραιωμένη ανισοτιμία είναι ένας από τους παράγοντες που εξηγούν την πολύ μεγαλύτερη επιρροή του ταχέως ανερχόμενου ακροδεξιού κόμματος AfD στις ανατολικές περιοχές.
Την ίδια στιγμή, η χώρα που πρόβαλλε για δεκαετίες ως πρότυπο πολιτικής σταθερότητας, αρχίζει να εμφανίζει όλες τις πολιτικές παθογένειες που πλήττουν την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν είναι μόνο ότι η Αγκελα Μέρκελ, ύστερα από 13 χρόνια στην καγκελαρία, εμφανίζεται αποδυναμωμένη και αμφισβητείται εκ των ένδον.
Η ίδια η κυριαρχία του πολιτικού Κέντρου τίθεται υπό αίρεση για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η Κεντροδεξιά και, πολύ περισσότερο, το σοσιαλδημοκρατικό SPD, βρίσκεται σε πτώση. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η AfD ξεπερνά το SPD σε πανεθνικό επίπεδο, με ποσοστό γύρω στο 18%.
Η γερμανική εσωστρέφεια αποτελεί κακό οιωνό για μια ΕΕ που απειλείται από πολλά σεισμογενή “ρήγματα”, με πρώτο εκείνο της Μάγχης. Ενώ απομένουν λιγότερο από έξι μήνες για την ημερομηνία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, το ενδεχόμενο ενός χαώδους Brexit, χωρίς συμφωνία, είναι απολύτως ρεαλιστικό, όπως έδειξε η μετωπική σύγκρουση στην πρόσφατη άτυπη σύνοδο κορυφής του Σάλτσμπουργκ.
Ε.Ε. όπως ΕΣΣΔ
Την περασμένη Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018, στο ετήσιο συνέδριο των Συντηρητικών, η Τερέζα Μέι διεμήνυσε ότι δεν εννοεί να υποχωρήσει από τις κόκκινες γραμμές της, ενώ αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ παρομοίασε την υπαρκτή Ε.Ε. με την ΕΣΣΔ, που «δεν άφηνε τους ανθρώπους να φύγουν».
Μπορεί να εικάσει κανείς ότι η αδιάλλακτη στάση των «27» έναντι της Βρετανίας απορρέει από την άρνησή τους να αποδεχθούν ως προδιαγεγραμμένο έναν τόσο βαθύ ακρωτηριασμό της Ένωσης. Ενδόμυχα ελπίζουν ακόμη ότι, υπό την πίεση των αγορών, οι Βρετανοί θα μπορούσαν να «συνετιστούν» και να ακυρώσουν το Brexit με ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Πρόκειται για ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου, καθώς η ΕΕ των «27» οδεύει προς το τελικό μπρα ντε φερ με τη Βρετανία ενώ η ίδια δεν βρίσκεται σε ευσταθή κατάσταση.
Το μεγάλο ρήγμα Βορρά – Νότου επανήλθε στο προσκήνιο, εννέα χρόνια μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Αυτή τη φορά, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε συγκριτικά μικρές οικονομίες, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Πορτογαλία, αλλά στην τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης – πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει, αλλά και για να διασωθεί. Η ανταρσία της κυβέρνησης συνασπισμού Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και Λέγκας εναντίον των νουθεσιών δημοσιονομικής σύνεσης από τις Βρυξέλλες απειλεί να αναζωπυρώσει την κρίση στην Ευρωζώνη, την πιο δύσκολη στιγμή.
Εύλογα μπορεί να ασκηθεί κριτική σε αυτό το αλλόκοτο αμάλγαμα κεϊνσιανισμού – νεοφιλελευθερισμού, που προωθεί το κυβερνητικό δίδυμο της Ρώμης. Ο συνδυασμός του εγγυημένου κοινωνικού εισοδήματος για τους φτωχούς, που ήταν η κεντρική προεκλογική υπόσχεση του Μ5S, με τη μείωση της φορολογίας για τους πλούσιους που επέβαλε η Λέγκα, μοιάζει να εγγυάται δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Αλαζονικός διδακτισμός
Ωστόσο οι Βρυξέλλες κινδυνεύουν να την πάθουν όπως και στην περίπτωση της Βρετανίας: ο αλαζονικός διδακτισμός και οι ανοιχτές απειλές απέναντι σε μια συγκριτικά ισχυρή χώρα–μέλος μπορεί να οδηγήσουν στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Στη Βρετανία, αυτός που τρίβει τα χέρια του από τα παθήματα της Μέι είναι ο πρωταθλητής του σκληρού Brexit Μπόρις Τζόνσον, ενώ στην Ιταλία εκείνος που επωφελείται δημοσκοπικά από τη σύγκρουση με τις Βρυξέλλες είναι ο ακροδεξιός Σαλβίνι.
Στο μεταξύ, κάθε άλλο παρά έχει κοπάσει το τρίτο ρήγμα που διατρέχει την ΕΕ, εκείνο ανάμεσα στο γαλλογερμανικό ηγετικό ζεύγος και στην Κεντρική – Ανατολική Ευρώπη. Η Ουγγαρία του Ορμπαν και η Πολωνία του Κατσίνσκι αμφισβητούν τη φιλελεύθερη συναίνεση από εθνικιστικές θέσεις και απειλούνται να τιμωρηθούν μέχρι και με αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η πειθαρχία τους σε μια αδιάλλακτη, τιμωρητική γραμμή απέναντι στη Βρετανία ή στην Ιταλία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Στο σύνολό τους, τα ρεύματα της εθνικιστικής «νέας Δεξιάς» ευελπιστούν σε μια μεγάλη εκτίναξη στις ευρωεκλογές της ερχόμενης άνοιξης.
Μία από τις πιο διαδεδομένες ερμηνείες για την πολλαπλή κρίση της ΕΕ εντοπίζει ως κοινό παρονομαστή τη σύγκρουση ανάμεσα στους «φιλελεύθερους ευρωπαϊστές» και στους «λαϊκιστές-εθνικιστές», ενώ αποδίδει την άνοδο των τελευταίων κυρίως στο μεταναστευτικό. Η ερμηνεία αυτή ακούγεται απλοϊκή.
Οργισμένο κοινό
Η «νέα Δεξιά» δεν εκτοξεύθηκε μόνο ή κυρίως λόγω του μεταναστευτικού (οι ροές μεταναστών έχουν υποχωρήσει κατά πολύ από το 2015). Θρέφεται από το οργισμένο κοινό που δημιούργησαν η μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και η έκρηξη των ανισοτήτων που την ακολούθησε. Οι ηγέτες της «νέας Δεξιάς» δεν διανοούνται να θίξουν στο ελάχιστο τα προνόμια των ισχυρών, αντίθετα είναι άκρως «φιλελεύθεροι» στην οικονομική πολιτική τους.
Ο ιδεολογικός γκουρού του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, ήταν αντιπρόεδρος της Goldman Sachs, στην οποία θήτευσε και η επικεφαλής του AfD, Αλις Βάιντελ, μια πολιτικός με ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες θέσεις. Παρά τους φιλιππικούς κατά του Σόρος (με υποτροφία του οποίου σπούδασε στην Οξφόρδη), ο Βίκτορ Ορμπαν επέβαλε ενιαίο φόρο εισοδήματος για όλους, φτωχούς και πλούσιους, ενώ δεν αμφισβητεί τον ρόλο της χώρας του ως οικονομικής ενδοχώρας της Γερμανίας.
Υποκλινόμενοι στον οικονομικό φιλελευθερισμό και εκτρέποντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς την ξενοφοβία και τις «συντηρητικές αξίες», πολιτικοί αυτής της κοπής φιλοδοξούν να υποκαταστήσουν την παραδοσιακή Κεντροδεξιά ως κυρίαρχη δύναμη του συντηρητικού χώρου – κάτι που έχει ήδη καταφέρει ο Σαλβίνι, εκτοπίζοντας τον Μπερλουσκόνι.
Ελλειψη ηγετών
Οι αμετανόητα αισιόδοξοι θα σκεφτούν, ίσως, ότι όλη η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι μια πορεία αλμάτων ύστερα από κρίσεις. Το προβληματικό με αυτή την παρηγορητική σκέψη είναι ότι σήμερα έχουν πέσει πολλές κρίσεις μαζί, χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα οι Ντε Γκωλ και οι Αντενάουερ που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να τις χειριστούν.
Οσο η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και οι ηγεσίες ισχυρών κρατών υπερασπίζονται το ευρωπαϊκό στάτους κβο ως τον καλύτερο των δυνατών κόσμων, θα προσφέρουν ανέλπιστο δώρο σε εκείνους που ενδύονται τη λεοντή της «αντισυστημικής» δύναμης για να εξωραΐσουν την εθνικιστική, ξενοφοβική ατζέντα τους. Μεταξύ των ισχυρών κρατών της Ενωσης, μόνο η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν τόνισε την ανάγκη ριζικών αλλαγών. Ωστόσο, η κυβέρνηση της πάντα «συνετής» Αγκελα Μέρκελ σπατάλησε τον χρόνο που πέρασε με παλινωδίες και δισταγμούς.
Σήμερα, η ίδια εμφανίζεται υπ’ ατμόν, ενώ ο Μακρόν βλέπει τη δημοτικότητά του να πέφτει κατακόρυφα και την κυβέρνησή του να φυλλορροεί. Η αστάθεια του γαλλογερμανικού ζεύγους έρχεται να προστεθεί στον κυκεώνα των προβλημάτων που καθηλώνουν σε νεκρό σημείο την Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ η δραματική άνοιξη του Brexit και των ευρωεκλογών πλησιάζει.
Ο κίνδυνος… κυκλώνων στα Βαλκάνια
Η χαμηλή προσέλευση στο δημοψήφισμα της ΠΓΔΜ αποτέλεσε πλήγμα και για την Ε.Ε. Οι πολίτες δεν έδειξαν να συγκινούνται από την προοπτική της ένταξης, ενώ οι ανοιχτές παρεμβάσεις Ευρωπαίων ηγετών είχαν για μία ακόμη φορά ανάστροφο αποτέλεσμα. Το ίδιο Σαββατοκύριακο απειλήθηκε σοβαρό επεισόδιο στη λίμνη Γκάζιβοντε, στο βόρειο, κυρίως σερβικό, τμήμα του Κοσόβου, όταν ένοπλη δύναμη των Αλβανοκοσοβάρων εισέβαλε στην περιοχή, ενώ η Σερβία έθεσε τον στρατό σε επιφυλακή.
Ολα αυτά, ενώ η ΕΕ παραμένει διχασμένη ως προς την προοπτική ανταλλαγής εδαφών μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, που έχει τεθεί επί τάπητος. Η Γαλλία, όπως και οι ΗΠΑ, τείνει να υποστηρίξει την ανταλλαγή, ενώ η Γερμανία φοβάται πως κάτι τέτοιο θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Πρώτος υποψήφιος για κάτι τέτοιο είναι η Βοσνία, όπου πραγματοποιούνται σήμερα εκλογές σε ατμόσφαιρα συνταγματικής κρίσης. Χωρίς κυβέρνηση εδώ και δύο χρόνια, η Βοσνία παραμένει αδύναμο προτεκτοράτο της Δύσης, με την ανεργία στο 25% και τον πληθυσμό της να έχει μειωθεί κατά 7% από το 2006. Η απόσχιση της σερβικής συνιστώσας (Srpska) και η ενσωμάτωσή της στη Σερβία δεν έχει απομακρυνθεί ποτέ ως ενδεχόμενο από τον ορίζοντα.