Η Μέι στον Γολγοθά του Brexit
18/12/2018Γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου* –
«Αλλη μία τέτοια νίκη και θα καταστραφούμε εντελώς», είπε ο Πύρρος ύστερα από τις βαριές απώλειες του στρατού του στη μάχη του Ασκλο με τους Ρωμαίους το 279 π.Χ. Κάτι παρόμοιο πρέπει να σκέφθηκε η Τερέζα Μέι το βράδυ της Τετάρτης, όταν η κοινοβουλευτική ομάδα των Συντηρητικών απέρριψε την πρόταση δυσπιστίας που είχαν υποβάλει οι αντιευρωπαϊστές με ψήφους 200-117. Αν και είχε δεσμευθεί ότι δεν θα είναι υποψήφια πρωθυπουργός στις επόμενες εκλογές, προκειμένου να εκτονώσει την ανταρσία, περισσότερο από το ένα τρίτο των βουλευτών ψήφισε εναντίον της.
Ύστερα από την ταπεινωτική υποχώρηση της Δευτέρας στη Βουλή των Κοινοτήτων, όπου ανέστειλε την ψηφοφορία για τη συμφωνία γύρω από το Brexit προκειμένου να αποφύγει την πανωλεθρία, η Μέι ηγείται κυβέρνησης-ζόμπι. Η στιγμή της αλήθειας θα έρθει τον Ιανουάριο, όταν θα φέρει για ψήφιση τη συμφωνία.
Υστατη ελπίδα της είναι να μεταπείσει αρκετούς βουλευτές με τις φραστικές «διευκρινίσεις» που της παραχώρησαν οι ηγέτες των «27» στις Βρυξέλλες, την Πέμπτη, γύρω από το επίμαχο θέμα του ιρλανδικού συνόρου ή και με κάποιες πρόσθετες που θα έρθουν τον επόμενο μήνα. Με δεδομένο, όμως, ότι οι Ευρωπαίοι δεν άλλαξαν ούτε κατά ένα γιώτα το κείμενο της συμφωνίας, το να πιστεύει κανείς ότι το βρετανικό Κοινοβούλιο θα καταπιεί το πικρό χάπι, έστω πασπαλισμένο με λίγη σοκολάτα Βρυξελλών, μοιάζει σαν να πιστεύει στον Αγιο Βασίλη.
Τα ελαφρυντικά
Ο απροκατάληπτος παρατηρητής θα αναγνωρίσει αρκετά ελαφρυντικά στη Μέι. Η πρωθυπουργία που ανέλαβε μετά το δημοψήφισμα του 2016 ήταν σταυρός μαρτυρίου. Η ίδια είχε ταχθεί εναντίον του Brexit και τώρα καλείτο να το διαχειριστεί. Το έπραξε όσο καλύτερα μπορούσε. Είναι αλήθεια ότι δεν διακρίθηκε ποτέ ούτε για τη ρητορική της δεινότητα, ούτε για την πολιτική της οξύνοια – η επιλογή των πρόωρων εκλογών, που έγινε μπούμερανγκ, μιλάει από μόνη της. Ωστόσο, στις διαδοχικές φουρτούνες επέδειξε μεγάλο σθένος και ψυχραιμία – από τα πιο αξιοθαύμαστα στοιχεία του βρετανικού, εθνικού χαρακτήρα, πλάι στον ορθολογισμό και στο δηκτικό χιούμορ.
Το μέγα πρόβλημα για τη Μέι ήταν και είναι ο τριακονταετής εμφύλιος των Συντηρητικών για το θέμα της Ε.Ε., θύμα του οποίου έπεσε και μια πολύ ισχυρότερη πολιτική προσωπικότητα, η Μάργκαρετ Θάτσερ. Στον πυρήνα της διένεξης βρίσκεται η εγγενής αντίφαση των Τόρις: από τη μια πλευρά αποτελούν το κατεξοχήν κόμμα του κοσμοπολίτικου βρετανικού κεφαλαίου, από την άλλη σημαντική μερίδα τους αναπολεί τη χαμένη αυτοκρατορία. Οπως και ο Τσώρτσιλ, η μερίδα αυτή πιστεύει ότι όλα τα προβλήματα έρχονται από την ηπειρωτική Ευρώπη και όλες οι λύσεις από τον Ατλαντικό, θεωρεί δε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει λαμπρό μέλλον ως η τομή τριών «μεγάλων κύκλων»: της Βόρειας Αμερικής, της Κοινοπολιτείας και μιας Ενωμένης (ηπειρωτικής) Ευρώπης, χωρίς τη Βρετανία.
Το έργο της Θάτσερ
Τον Ιούλιο του 2016, δύο εβδομάδες μετά το σοκ του δημοψηφίσματος, ένας εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, ο Νάιτζελ Λόσον, ρωτήθηκε ποια είναι η βασική προσδοκία του από το Brexit. «Να ολοκληρώσουμε το έργο της Θάτσερ», απάντησε. Μια Βρετανία απελευθερωμένη από τις δεσμεύσεις της Ε.Ε. θα είχε λυμένα τα χέρια να προχωρήσει σε ακόμη ριζοσπαστικότερη φιλελευθεροποίηση. Το συντηρητικό περιοδικό Spectator αποτύπωνε αυτή την ιδέα με το εξώφυλλό του, παραμονές δημοψηφίσματος, όπου η Βρετανία εμφανιζόταν σαν όμορφη πεταλούδα, που μόλις έχει απελευθερωθεί από τη χρυσαλλίδα της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Ο Μπόρις Τζόνσον, πραγματικός ηγέτης της εκστρατείας για το Brexit, υποσχόταν ένα λαμπρό μέλλον μέσω συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου στο πλαίσιο της Αγγλόσφαιρας – Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία.
Αυτό το συντηρητικό όραμα δεν έπεισε τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές των Τόρις. Με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις τα hedge funds, που ανησυχούν για ισχυρότερους ελέγχους από την Ε.Ε. και τον κατεξοχήν μιντιακό εκπρόσωπο της Αγγλόσφαιρας, τον όμιλο Μέρντοχ, η συντριπτική πλειονότητα των μεγάλων επιχειρήσεων τάχθηκε εναντίον της εξόδου. Οσο για τη λαϊκή βάση του Brexit, τα ενοχλητικά ερωτήματα δεν άργησαν να έρθουν. Ακόμη κι αν η Μέι κλείσει με τον Τραμπ συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, πόσοι θα είναι πρόθυμοι να τρώνε κοτόπουλα με χλώριο και βοδινό με ορμόνες, ή να δουν αμερικανικές επιχειρήσεις να παίρνουν το φιλέτο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας;
Η συμφωνία της Μέι με τις Βρυξέλλες, ύστερα από το ψυχόδραμα του τελευταίου ενάμιση χρόνου, ήταν αρκετά ευπρόσωπη. Η Βρετανία αποκτά τον πλήρη έλεγχο των συνόρων της, καταργώντας την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών από άλλες χώρες της Ενωσης, κυρίως ανατολικές, που πίεζαν τα εργατικά μεροκάματα και το ήδη αποδυναμωμένο από τον θατσερισμό – μπλερισμό κοινωνικό κράτος, ιδίως το σύστημα Υγείας.
Ομαλή μετάβαση
Παράλληλα, εξασφάλιζε μια ομαλή μετάβαση στη νέα κατάσταση πραγμάτων, ύστερα από εύλογη μεταβατική περίοδο, και κρατούσε όσο γίνεται πιο κοντά τη Βρετανία στην ευρωπαϊκή αγορά, προκειμένου να αποφευχθεί ένα οικονομικό σοκ.
Αν και το «μισό Brexit» δεν ικανοποιούσε ούτε τους οπαδούς της καθαρής εξόδου, ούτε εκείνους της παραμονής, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό με κρύα καρδιά αν δεν προσέκρουε στο τεράστιο πρόβλημα του ιρλανδικού συνόρου.
Για ειρωνεία της ιστορίας, το όραμα για μια Αυτοκρατορία 2.0 μέσω της Αγγλόσφαιρας σκόνταψε πάνω στο μεγαλύτερο υπόλειμμα της Αυτοκρατορίας 1.0, τη βρετανική κυριαρχία σε ένα κομμάτι της Ιρλανδίας. Το αδιέξοδο μοιάζει ανυπέρβλητο. Στη σημερινή Βουλή των Κοινοτήτων δεν φαίνεται να προκύπτει πλειοψηφία για καμία εναλλακτική λύση – ούτε για την υπάρχουσα συμφωνία, ούτε για μια καθαρή έξοδο χωρίς συμφωνία, ούτε για ένα πιο μαλακό Brexit με παραμονή στην τελωνειακή ένωση, όπως προτείνουν οι Εργατικοί. Με αυτά τα δεδομένα, η προσφυγή στον λαό φαίνεται θέμα χρόνου. Οι πρόωρες εκλογές θα ήταν μια λύση, αν και οι Εργατικοί, που θα κερδίσουν κατά πάσα πιθανότητα την αναμέτρηση, είναι εξίσου διχασμένοι με τους Συντηρητικούς στο Brexit.
Το ενδεχόμενο δημοψήφισμα
Η δεύτερη εναλλακτική της «λαϊκής ψήφου» είναι το νέο δημοψήφισμα, όπου θα κριθεί αν το Brexit επικυρωθεί τελεσίδικα ή ακυρωθεί. Το ενδεχόμενο αυτό κερδίζει έδαφος τελευταία –ούτε ο Κόρμπιν το αποκλείει τώρα πια– αλλά δεν παρουσιάζει λιγότερα προβλήματα. Ποιο θα είναι το δίλημμα που θα τεθεί στους πολίτες; Ανάμεσα στην υπάρχουσα συμφωνία και στην παραμονή, όπως θα προτιμούσε η Μέι (κάτι που θα εξόργιζε, όμως, το μισό κόμμα της) ή ανάμεσα στο καθαρό Brexit και στην ακύρωσή του, όπως προτείνουν ο Τόνι Μπλερ, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι;
Τι θα συμβεί αν, σε ατμόσφαιρα εκρηκτικής πόλωσης, επικρατήσει η παραμονή με μικρή διαφορά; Πώς θα αντιμετωπιστεί η βέβαιη απαίτηση των ηττημένων για τρίτο δημοψήφισμα; Και πόσο μεγάλο θα είναι το κόστος για την αξιοπιστία του βρετανικού πολιτικού συστήματος από τη στιγμή που θα ακυρωθεί η ετυμηγορία των Βρετανών σε ένα δημοψήφισμα υποτίθεται τελεσίδικο, με ρεκόρ λαϊκής συμμετοχής; Πώς να παραβλέψει κανείς τις επιπτώσεις στο κύρος της Βρετανίας, αλλά και της ίδιας της Ε.Ε., που θα εμφανιστεί ως ενσάρκωση του περίφημου Hotel California των Eagles, όπου «μπορείς να κάνεις check-out όποτε θέλεις, αλλά δεν μπορείς να φύγεις ποτέ»; Τις επόμενες εβδομάδες μπορεί να γίνουμε σοφότεροι. Μπορεί και όχι.