Η σοσιαλδημοκρατία δυσκολεύεται να γυρίσει από το κρύο
29/12/2017του Τζον Λόιντ –
Η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει πλέον πέραση. Σε πολύ λίγες χώρες σημειώνει επιτυχία. Στις περισσότερες βρίσκεται στην αντιπολίτευση, σε μερικές αγωνίζεται να επιβιώσει. Σε έναν πολιτικό κόσμο νέων ομάδων και άκρων, μοιάζει ξεπερασμένη.
Οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες που για δεκαετίες ήταν το ισχυρότερο κεντροαριστερό κόμμα στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν τώρα την προοπτική να είναι εταίροι σε άλλον έναν συνασπισμό υπό την Αγγελα Μέρκελ και τους χριστιανοδημοκράτες. Οι συνομιλίες μεταξύ της καγκελαρίου και του ηγέτη του SPD Μάρτιν Σουλτς θα ξεκινήσουν την ερχόμενη εβδομάδα. Αν οι δύο ηγέτες συμφωνήσουν, ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα συγκροτηθεί θα είναι ο τρίτος από τότε που η Μέρκελ ανέλαβε την εξουσία, το 2005.
Ένας τέτοιος συνασπισμός θα έχει απέναντί του τρεις ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις. Την Εναλλακτική για τη Γερμανία, που αποτελείται από ξενόφοβους εθνικιστές. Το FDP, που απαρτίζεται από φιλελεύθερους της οικονομικής Δεξιάς. Και την Αριστερά, που αύξησε στις τελευταίες εκλογές το ποσοστό της σε 9,2%.
Το σημερινό δίλημμα του SPD όπως και των άλλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης αποτυπώνεται στη σχετική επιτυχία αυτών των ανταγωνιστών του. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, μετά την επιτυχία δηλαδή του συντηρητισμού των Ρίγκαν και Θάτσερ, τα κεντροαριστερά κόμματα μετατοπίστηκαν προς τα δεξιά αναγνωρίζοντας το νέο οικονομικό και πολιτικό τοπίο. Οι Νέοι Δημοκράτες του Μπιλ Κλίντον και οι Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ άνοιξαν τον δρόμο, για να ακολουθήσει το Νέο Κέντρο του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Αργότερα, και πιο απρόθυμα, ακολούθησαν το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φρανσουά Ολάντ και το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι.
Κατά γενική ομολογία, τότε, το μίγμα που υποστήριζε ο Τόνι Μπλερ ήταν ιδανικό: ένας φιλελευθερισμός που μετριαζόταν από τον πατριωτισμό, μια φιλοεπιχειρηματική στάση που συνοδευόταν από υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες, καμιά αναφορά στον σοσιαλισμό, περισσότερη μετανάστευση και μεγαλύτερες εξουσίες στις Βρυξέλλες. Σήμερα, κανείς δεν πιστεύει πια σε αυτό το μίγμα. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η στασιμότητα των εισοδημάτων της εργατικής και μεσαίας τάξης, η αύξηση των ανισοτήτων και τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης κλόνισαν τις βεβαιότητες της κεντροαριστεράς.
Το μόνο success story είναι η Πορτογαλία όπου η αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού είναι δημοφιλής, ενώ το έλλειμμα και η ανεργία μειώνονται. Για δεκαετίες, η καρδιά της σοσιαλδημοκρατίας ήταν τα σκανδιναβικά κράτη. Σήμερα, η Αριστερά κυβερνά μόνο στη Σουηδία, όπου οι Σοσιαλδημοκράτες κυβερνούν μαζί με τους Πράσινους και δέχονται πίεση από τους ξενόφοβους «Σουηδούς Δημοκράτες».
Οι τελευταίοι αναδεικνύουν το πρόβλημα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η ακροδεξιά είναι ο βασικός ανταγωνιστής της κεντροαριστεράς για τις ψήφους των εργατικών στρωμάτων, καθώς διάκειται εχθρικά προς τους μετανάστες και υποδαυλίζει τους φόβους της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Αυτό συμβαίνει ακόμη και στην Ιταλία, όπου δεν έχουν σημειωθεί τρομοκρατικές επιθέσεις. Η άκρα Δεξιά αντιλαμβάνεται επίσης ότι τα εργατικά και κατώτερα στρώματα αισθάνονται αποξενωμένα από τις πιο μορφωμένες, πιο ασφαλείς και πιο καλοπληρωμένες ελίτ.
Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν χάσει την απήχησή τους και στις επιχειρήσεις, που έκριναν κάποτε σκόπιμο να βρίσκονται κοντά στα αριστερά κόμματα ώστε να εξασφαλίζουν έλεγχο των συνδικάτων. Η δύναμη των τελευταίων, όμως, είναι πια μειωμένη. Τα κόμματα της ελεύθερης αγοράς, όπως το «Μπροστά» του Εμανουέλ Μακρόν και το FDP της Γερμανίας, έχουν αντίθετα έναν βηματισμό. Και στην περίπτωση της Γαλλίας, μια τεράστια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Την ίδια στιγμή αναβιώνει ο πιο οικείος αντίπαλος των σοσιαλδημοκρατών, η ριζοσπαστική Αριστερά. Στη Βρετανία, ελέγχει το Εργατικό Κόμμα. Στις ΗΠΑ, ο Μπέρνι Σάντερς σημείωσε στην προεκλογική του εκστρατεία μια απήχηση που ούτε μπορούσε να φανταστεί ένας 76χρονος που αποκαλεί τον εαυτό του σοσιαλιστή. Στη Γαλλία, ο αρχηγός των «Ανυπότακτων» Ζαν-Λικ Μελανσόν έλαβε 20% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, τρεις φορές περισσότερο από τον σοσιαλιστή υποψήφιο Μπενουά Αμόν.
Η σοσιαλδημοκρατική συνταγή «υψηλές δημόσιες δαπάνες με ευρεία στήριξη στον καπιταλισμό» οδήγησε σε οικονομικά επιτυχημένες κοινωνίες με καλές δημόσιες υπηρεσίες και προσωπικές ελευθερίες. Όμως αυτή η συνταγή μοιάζει πλέον ξεπερασμένη. Η κεντροαριστερά χρειαζόταν μια σταθερή και αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη για να μοιράζει τα έσοδα από τους φόρους σε ένα εκτεταμένο κοινωνικό κράτος. Αν η αναιμική ανάπτυξη και οι ανισότητες στις πλούσιες οικονομίες συνεχιστούν, μαζί με μια αυξανόμενη απήχηση των λαϊκιστών της Δεξιάς και Αριστεράς στους νέους, οι δυσκολίες της κεντροαριστεράς να γίνει αποδεκτή ως κυβερνητική δύναμη θα κορυφωθούν.
(*) Ο Τζον Λόιντ είναι αρθρογράφος των Financial Times
Πηγή: Financial Times/ΑΠΕ