Η βρετανική αδυναμία μπορεί να μετατραπεί σε όπλο
18/01/2019Γράφει ο Κώστας Ράπτης –
Η ηχηρή καταψήφιση του σχεδίου της Τερέζα Μέι από την Βουλή των Κοινοτήτων την Τρίτη έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη υπέρβασης των κομματικών διαχωριστικών γραμμών, προκειμένου να χαραχτεί μια πορεία εξόδου από την Ε.Ε. η οποία να μπορέσει να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ένα 24ωρο μετά, με τους βουλευτές των Συντηρητικών και του DUP να έχουν μόλις επαναβεβαιώσει την εμπιστοσύνη τους στην πρωθυπουργό που οι ίδιοι ταπείνωσαν, οι διαχωριστικές γραμμές επανήλθαν στο προσκήνιο θριαμβευτικά.
Στο βραδινό διάγγελμά της στην είσοδο της Ντάουνιννγκ Στριτ η Τερέζα Μέι δήλωσε ότι προσβλέπει σε “δημιουργική” συνεργασία με τις αντιπροσωπείες των λοιπών κομμάτων και τόνισε ότι “η πόρτα παραμένει ανοικτή” και για τους Εργατικούς, μολονότι αυτοί θέτουν ανελαστικούς όρους, όπως την απόσυρση του ενδεχομένου ενός σκληρού Brexit από το τραπέζι.
Θέτοντας όμως τη δική της “κόκκινη γραμμή”, η Βρετανίδα πρωθυπουργός τόνισε ότι η εντολή της, όπως αυτή προκύπτει από το δημοψήφισμα του 2016 και το αποτέλεσμα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών είναι να υλοποιήσει το Brexit. Με άλλα λόγια, σενάρια παραμονής στην τελωνειακή ένωση, όπως επιμένει η αξιωματική αντιπολίτευσης, πόσω μάλλον αναίρεσης της επιλογής εξόδου από την Ε.Ε. παραμένουν για την ίδια εκτός συζήτησης.
Και η μεν πρόταση διεξαγωγής ενός δεύτερου δημοψηφίσματος παραμένει ελάχιστη υπερασπίσιμη, καθώς κάτι τέτοιο απλώς θα παρόξυνε τις διαιρέσεις στην βρετανική κοινωνία και θα δηλητηρίαζε οριστικά το πολιτικό κλίμα. Εξάλλου, οι συσχετισμοί στην κοινή γνώμη παραμένουν, κατά τις δημοσκοπήσεις, μάλλον οριακοί και επιπλέον οι “27” δεν έχουν λόγους να προσφέρουν την παράταση χρόνου που χρειάζεται για ένα δημοψήφισμα, μόνο και μόνο για να έρθουν αντιμέτωποι με το ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς να έχει απαντηθεί κανένα άλλο από τα ερώτηματα που αυτό γεννά. Ποιά θα ήταν άλλωστε η στάση της κυβέρνησης Μέι στην καμπάνια για ένα τέτοιο δημοψήφισμα;
H δοκιμαζόμενη ενότητα
Στην πραγματικότητα, η ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ εξακολουθεί να ιεραρχεί ως σημαντικότερη όλων τη διαφύλαξη της δοκιμαζόμενης ενότητας του Συντηρητικού Κόμματος. Στην φάση όπου οι χαοτικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί περί το Brexit καθιστούν καθοριστική τη στάση των Εργατικών, η Τερέζα Μέι παίρνει τα μέτρα της, ώστε να συρθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μιαν εκδοχή Brexit πιο σκληρή από το απορριφθέν σχέδιο συμφωνίας, παρά να συρθεί η ίδια σε μια πιο “μαλακή” εκδοχή (“νορβηγικού” τύπου), αποχαιρετώντας οριστικά το μισό της κόμμα.
Ούτως ή άλλως, για μεγάλο τμήμα της βρετανικής ελίτ, η προοπτική έλευσης του Κόρμπυν στην εξουσία φαντάζει περισσότερο απειλητική από ένα σκληρό Brexit. Όλη αυτή η κατάσταση μεταφέρει, για πρώτη φορά στα χρονικά της διαπραγμάτευσης, την πίεση στην ευρωπαϊκή πλευρά. Μέχρι τώρα, η ανελαστικότητα των χρονικών ορίων που έθετε το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβώνας και η αρραγής ενότητα των “27” έθετε τη Βρετανία σε απόλυτα μειονεκτική θέση. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, όμως, ήρθε η στιγμή που η βρετανική αδυναμία μετατρέπεται σε όπλο.
Η ενίσχυση της πιθανότητας να υπάρξει μια βρετανική έξοδος χωρίς συμφωνία βοηθά να ξεκαθαρίσουν τα αντικειμενικά δεδομένα από την προβολή αγέρωχης στάσης για διαπραγματευτικούς λόγους. Το φρενάρισμα των ρυθμών ανάπτυξης στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, το τέλος της ποσοτικής διευκόλυνσης της ΕΚΤ, το δυσμενές διεθνές περιβάλλον που δημιουργούν οι εμπορικοί πόλεμοι, η έλλειψη πραγματικής οχύρωσης της ευρωζώνης απέναντι σε ένα νέο σοκ, οι φόβοι για τις γερμανικές εξαγωγές προς τη Βρετανία, οι υποψίες ότι στην Ιταλία κυοφορείται νέα τραπεζική κρίση και βεβαίως η κοινωνικο-πολιτική κρίση στο εσωτερικό της Γαλλίας, καθιστούν την ευρωπαϊκή πλευρά περισσότερο ευάλωτη από όσο νομίζεται, ενώ και τεχνικά λείπει η προετοιμασία για ενδεχόμενη διατάραξη των εμπορικών ροών.
Οι (ακόμη μικρές, αλλά διακριτές) αποκλίσεις στις τοποθετήσεις των Ευρωπαίων ιθυνόντων, τα περισσότερο διαλλακτικά μηνύματα που εκμπέμπονται προς τη Βρετανία και οι δημοσιογραφικές πληροφορίες ότι εξετάζεται μια γενναία και όχι ολιγόμηνη παράταση της προθεσμίας του άρθρου 50 (αν τουλάχιστον ξεπεραστεί ο σκόπελος της μη συμμετοχής των Βρετανών στις ευρωεκλογές) δείχνουν ότι η διαπραγμάτευση ανοίγει και πάλι, παρά τις έως τώρα διακηρύξεις ότι το καθαυτό κείμενο της συμφωνίας δεν πρόκειται να θιγεί και οι μόνες πιθανές παραχωρήσεις αφορούν την πολιτική διακήρυξη για τη μελλοντική σχέση των δύο μερών.
Το ακανθώδες ζήτημα της δικλείδας ασφαλείας (backstop) για το ιρλανδικό σύνορο εκτιμάται ότι είναι αυτό στο οποίο θα επικεντρωθεί η βρετανική προσπάθεια – και πιθανότατα θα εκδηλωθεί η ευρωπαϊκή υποχώρηση.