Ο θεσμός της προσυπογραφής και η σχέση μεταξύ ΠτΔ και Κυβέρνησης
16/07/2019Γράφει ο Γιάννης Α. Τασόπουλος* –
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ανώτατος άρχοντας, είναι «πολιτικά ανεύθυνος» με την έννοια ότι για τις πράξεις του την πολιτική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση. Αυτό επιτυγχάνεται με τον θεσμό της προσυπογραφής. Στο πλαίσιο αυτό, ένα κρίσιμο ερώτημα που τίθεται αναφορικά με την απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης για το διορισμό της δικαστικής ηγεσίας είναι το εξής: η αρμοδιότητα του ΠτΔ προς έκδοση της πράξης που του προτείνει και προσυπογράφει το υπουργικό συμβούλιο είναι υποχρεωτική για αυτόν ή αντίθετα είναι πράξη διακριτικής ευχέρειας, την οποία μπορεί κατά την κρίση του να αρνηθεί;
Στο κοινοβουλευτικό σύστημα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν κυβερνά. Την αποφασιστική πολιτική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση, εφόσον έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αυτό αποτελεί συνέπεια της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, επειδή η Βουλή, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εκλέγεται από τον λαό. Με πιο τεχνική ορολογία, τα ανωτέρω συνοψίζονται στο ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ανώτατος άρχοντας, είναι «πολιτικά ανεύθυνος». Ο όρος αυτός δηλώνει το γεγονός ότι για τις πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας την πολιτική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση. Αυτό επιτυγχάνεται με τον θεσμό της προσυπογραφής.
Η κυβέρνηση (το υπουργικό συμβούλιο ή ο αρμόδιος υπουργός ή υπουργοί) αναλαμβάνει την πολιτική πρωτοβουλία και ευθύνη των πράξεων του Προέδρου της Δημοκρατίας με την προσυπογραφή τους. Συνεπώς, τα Προεδρικά Διατάγματα μπορεί να είναι τυπικά πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά την πολιτική πρωτοβουλία και ευθύνη για το ουσιαστικό περιεχόμενό τους φέρει η δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση.
Η προσυπογραφή του ΠτΔ ως θεμελιώδης θεσμός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τις οποίες αναφέρει ρητά το άρθρο 35 του Συντάγματος, καμιά πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορεί να εκδοθεί, ούτε υπάρχει νομικά, χωρίς προσυπογραφή. Υπό την έννοια αυτή, ως αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση πράξεων του Προέδρου της Δημοκρατίας, η προσυπογραφή αποτελεί θεμελιώδη θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο οποίος ανάγεται ιστορικά στην υπέρβαση της μοναρχικής αρχής και συνεπάγεται τον περιορισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ρυθμιστικό και μη κυβερνητικό ρόλο.
Η πρόσφατη όμως πολιτική πραγματικότητα έφερε στο προσκήνιο την αντίστροφη λειτουργία της προσυπογραφής, η οποία αναδεικνύεται στην πράξη σπανιότερα, και αφορά τη βεβαίωση, την «επισφράγιση», θα λέγαμε, την οποία προσφέρει η υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι η συγκεκριμένη πράξη που υπογράφει είναι νόμιμη, δηλαδή τηρεί την πολιτειακή νομιμότητα και τη συνταγματική τάξη. Με την έννοια αυτή, η υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει μάλλον χαρακτήρα βεβαιωτικό της «εξωτερικής» τυπικής νομιμότητας των πράξεων του, οι οποίες εκδίδονται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, παρά εγγυητικό της ουσιαστικής συνταγματικότητάς τους, ο οποίος αντιστοιχεί στα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας.
Ως έκφραση του πολιτικά ανεύθυνου ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, η προσυπογραφή εμποδίζει και την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας να αναπτύξει τα γνωρίσματα ενός θεσμού, ο οποίος ελέγχει, αναχαιτίζει ή περιορίζει θεσμικά την παντοδυναμία της δημοκρατικά νομιμοποιημένης κυβέρνησης, ιδίως χάριν των μειοψηφιών (θεσμικό αντίβαρο της εξουσίας).
Προεκλογική απόφαση ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγές στην κορυφή της δικαιοσύνης και η επιστροφή των ανυπόγραφων διαταγμάτων από τον ΠτΔ
Αφορμή για τη δοκιμασία όλων των ανωτέρω αρχών έδωσε η πρόσφατη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ να προβεί σε αλλαγές στην κορυφή της δικαιοσύνης, επιλέγοντας τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου, ενόσω ουσιαστικά είχε αρχίσει η προεκλογική περίοδος, στο μέτρο που είχαν ανακοινωθεί οι βουλευτικές εκλογές και η πρόωρη διάλυση της Βουλής μετά τα αρνητικά για την τότε κυβέρνηση αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Μέχρι τη συμπλήρωση της θητείας της προηγούμενης ηγεσίας του Αρείου Πάγου, η μη υπογραφή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των σχετικών διαταγμάτων ανάδειξης της νέας ηγεσίας ήταν δικαιολογημένη, επειδή, όπως σωστά υποδείχθηκε και από συναδέλφους, ανέκυπτε και τυπικό ζήτημα χρονικής αρμοδιότητας για την άσκηση της σχετικής εξουσίας του υπουργικού συμβουλίου προς ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
Μετά όμως την λήξη της θητείας της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, το τυπικό εμπόδιο εξαλείφθηκε και πλέον γεννήθηκε η ουσιαστική αμφισβήτηση για το εάν η κυβέρνηση και ειδικότερα το υπουργικό συμβούλιο είχε την αρμοδιότητα να προβεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης ή, αντίθετα, όφειλε να παραλείψει μία τέτοια ενέργεια προς όφελος της νέας κυβέρνησης, η οποία θα αναδεικνυόταν από τις επικείμενες εκλογές και θα είχε νωπή λαϊκή νομιμοποίηση.
Ενόψει της αμφισβήτησης αυτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν προέβη πριν από τις εκλογές στην υπογραφή και έκδοση των σχετικών διαταγμάτων επιλογής της νέας ηγεσίας του Αρείου Πάγου. Ούτε όμως έπραξε αυτό μετά από τις εκλογές και ήδη τα επέστρεψε ανυπόγραφα.
Η δέσμια αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας
Τίθεται λοιπόν εν προκειμένω το ερώτημα εάν και κατά πόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιούται να αρνηθεί ρητά ή σιωπηρά να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου. Με άλλα λόγια, η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας προς έκδοση της πράξης που του προτείνει και προσυπογράφει το υπουργικό συμβούλιο είναι δέσμια, δηλαδή υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ή αντίθετα είναι πράξη διακριτικής ευχέρειας, την οποία μπορεί κατά την κρίση του να αρνηθεί; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό…