Οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η στρατηγική διαίρεση του NATO
20/02/2019Γράφει ο George Friedman –
Μτφρ. Βαγγέλης Γεωργίου
H διαίρεση στους κόλπους του ΝΑΤΟ δεν είναι μόνο διατλαντική αλλά και ευρωπαϊκή. Το περασμένο Σαββατοκύριακο πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, μια ετήσια συνάντηση της διατλαντικής κοινότητας για την ασφάλεια. Δύο πράγματα διακρίθηκαν. Πρώτον, η Γερμανία προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις κύριες λειτουργίες του ΝΑΤΟ με σημαντικούς τρόπους. Δεύτερον, οι εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης επαναπροσδιορίζονται ως εντάσεις μεταξύ ενός μπλοκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και ενός μπλοκ υπό την ηγεσία της Γερμανίας. Ενώ η Γερμανία ισχυρίζεται ότι μιλάει εκ μέρους όλης της Ευρώπης, στην πραγματικότητα οδηγεί μια φράξια μέσα στην Ευρώπη ενάντια στις ΗΠΑ και μια ομάδα ευρωπαϊκών κρατών, των οποίων τα συμφέροντα είναι πιο ευθυγραμμισμένα με αυτά της Ουάσινγκτον.
Η σημαντικότερη διαφωνία ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Αντιπροέδρο των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, ήταν σχετικά με τη Ρωσία. Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι η Ρωσία είναι ένας αντίπαλος του οποίου τα στρατηγικά συμφέροντα έρχονται σε αντίθεση με αυτά της Δυτικής Συμμαχίας. Η στάση της Ρωσίας στις πρώην σοβιετικές χώρες -που είναι πλέον ενδιάμεσα κράτη (buffer states)-, στην πολιτική της στη Μέση Ανατολή αλλά και η δραστηριότητα των μυστικών της υπηρεσιών αποτελούν απειλή που πρέπει να περιοριστεί και να αντιμετωπιστεί. Η ρωσική απόφαση να υποστηρίξει τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, Nicolas Maduro, είναι ένα μικρό παράδειγμα ρωσικής εχθρότητας έναντι των δυτικών κυβερνήσεων, πολλοί από τους οποίους υποστήριξαν την αντιπολίτευση της Βενεζουέλας.
Η γερμανική θέση είναι ότι η διαμάχη με τη Ρωσία δεν πρέπει να θεωρείται ως ζήτημα ασφαλείας ή στρατιωτικό ζήτημα, αλλά ως πολιτικό. Σύμφωνα με τους Γερμανούς, το πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί μέσω της ενσωμάτωσης της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό σύστημα. Αλλά αυτή την άποψη δεν συμμερίζονται τα ευρωπαϊκά κράτη. Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο επέκρινε τη Ρωσία επειδή φέρεται να δηλητηρίασε έναν πρώην Ρώσο κατάσκοπο σε βρετανικό έδαφος, δεν βλέπει τη Μόσχα σαν καλοπροαίρετο διεθνή δρώντα.
Η Πολωνία και η Ρουμανία, που βρίσκονται στα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, θεωρούν τους Ρώσους ως μια σημαντική στρατιωτική απειλή. Η Βαρσοβία φοβάται έναν συμβιβασμό μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας επειδή ιστορικά τέτοιοι συμβιβασμοί ήταν καταστροφικοί για την Πολωνία, μια χώρα που ζούσε υπό την κυριαρχία της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα δε κράτη της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας θεωρούν τη Ρωσία απειλή, ενώ αυτό το αισθάνεται πολύ πιο έντονα η Ουκρανία.
Κάποιες από τις χώρες αυτές είναι μέλη του ΝΑΤΟ και μερικές απλώς αποτελούν τμήμα του δυτικού μπλοκ, αλλά όλες συμφωνούν με τις ΗΠΑ ότι η Ρωσία αποτελεί απειλή για την ασφάλειά τους και πρέπει να ληφθούν στρατιωτικά μέτρα για να εμποδιστεί η ρωσική επιθετικότητα. Ως εκ τούτου, η Γερμανία δεν αντιπροσωπεύει όλη την Ευρώπη. Αν και υπάρχουν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμερίζονται τη γερμανική θέση όσον αφορά τη Ρωσία, ωστόσο το Βερολίνο δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχει καταφέρει μια ευρωπαϊκή συναίνεση επί του θέματος. Έτσι, η αντίληψη ότι το κύριο χάσμα στο ΝΑΤΟ είναι μεταξύ των ΗΠΑ και ολόκληρης της Ευρώπης είναι ψευδής. Στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη, η διάσπαση είναι πολύ πιο πολύπλοκη.
Διαφορετικές προσεγγίσεις
Οι ΗΠΑ και η Γερμανία έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη Ρωσία, επειδή οι εθνικές τους στρατηγικές είναι επίσης διαφορετικές. Για περίπου 100 χρόνια, ο πρωταρχικός στόχος της στρατηγικής των ΗΠΑ ήταν να αντισταθούν στην κυριαρχία μίας μόνο δύναμης σε όλη την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ παρενέβησαν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, για να εμποδίσουν τη γερμανική προσπάθεια για ηγεμονία. Ενεπλάκησαν στον Ψυχρό Πόλεμο, για να εμποδίσουν τη σοβιετική κυριαρχία στη Δυτική Ευρώπη.
Αυτή ήταν η κύρια στρατηγική των ΗΠΑ για έναν αιώνα και η Γερμανία βρισκόταν στο επίκεντρό της, τόσο στους Παγκόσμιους Πολέμους όσο και ως πρωταρχική ζώνη αντιπαράθεσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Μετά τη δυναμική πολιτική της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008, λειτούργησαν τα στρατηγικά αντανακλαστικά στη Δύση, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή μια διαδικασία ανάσχεσης της Ρωσίας. Είναι σημαντικό να δούμε ότι, εκτός από τις περιφερειακές ενέργειες που είναι πολύ λιγότερο προβλέψιμες, αυτή η κεντρική στρατηγική αποκλεισμού της κυριαρχίας ενός ηγεμονικού κράτους είναι τόσο προβλέψιμη όσο και θεσμοθετημένη.
Η εθνική στρατηγική της Γερμανίας, από την άλλη πλευρά, εξελίχθηκε πάνω στη δική της ιστορική εμπειρία. Πριν το 1871 ήταν κατακερματισμένη και το 1871 ενοποιήθηκε. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξαναδιαιρέθηκε και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο επανενώθηκε. Έκτοτε, η στρατηγική της Γερμανίας για την κάλυψη της πρωταρχικής ανάγκης διατήρησης της μέγιστης ενοποίησης ήταν η διατήρηση της ευημερίας, η εδραίωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος που υποστηρίζει αυτή την ευημερία και η αποφυγή όλων των στρατιωτικών συγκρούσεων που θα απειλούσαν τη γερμανική εδαφική ακεραιότητα.
Συνεπώς, η Γερμανία και οι ΗΠΑ έχουν διαφορετικά συμφέροντα. Οι ΗΠΑ και η Πολωνία έχουν πλέον συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας, που τρομάζουν τη Γερμανία, επειδή πιστεύει ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον χειρότερο εφιάλτη της -έναν άλλο ευρωπαϊκό πόλεμο. Η Γερμανία δεν επιθυμεί τη συγκέντρωση δυνάμεων στην Πολωνία ή τη Ρουμανία και θέλει μια πολιτική συμφωνία με τη Ρωσία.
Αλλά αυτή η διαδικασία είναι υπερβολικά αβέβαιη και χρονοβόρα για ορισμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα δύο μπλοκ μέσα στη Δυτική Συμμαχία. Οι Γερμανοί θεωρούν τους Αμερικανούς απερίσκεπτους, ενώ οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι Γερμανοί αξιώνουν να κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν μπορούν να συμφωνήσουν ποια θα είναι τα επόμενα βήματα, πόσο μάλλον ποιοι είναι οι πραγματικοί κίνδυνοι.
Ένα βαθύτερο πρόβλημα
Πίσω από όλα αυτά, όμως, είναι ένα βαθύτερο πρόβλημα. Η Γερμανία χρειάζεται την ΕΕ ως αγορά των προϊόντων της. Ωστόσο, η ΕΕ κατακερματίζεται τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο, φεύγει από την ΕΕ εν μέσω απειλών και καταγγελιών από την ίδια την ΕΕ. Η Ιταλία, που είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία, βρίσκεται σε σύγκρουση με τις Βρυξέλλες. Εν τω μεταξύ, η ΕΕ τα έχει βάλει με την Πολωνία και την Ουγγαρία λόγω των πολιτικών αποκλίσεών τους. Ένα βασικό συστατικό της γερμανικής στρατηγικής είναι η διάσπαση και η Γερμανία μπορεί να μην είναι σε θέση να τη συγκρατήσει.
Στο Μόναχο, η Μέρκελ τόνισε ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι μόνο στρατιωτική συμμαχία αλλά πολιτική. Όμως, αυτό ισχύει για κάθε στρατιωτική συμμαχία, γιατί έπρεπε να το δηλώσει τώρα; Η πρωταρχική σημασία του ΝΑΤΟ δεν είναι οι πολιτικές του λειτουργίες αλλά η στρατιωτική του συνιστώσα. Αυτή μπορεί να αναγκάσει ένα κράτος μέλος να πολεμήσει, για να υπερασπιστεί ένα άλλο κράτος μέλος. Αυτό είναι που φοβούνται στη Γερμανία. Δεν θέλουν να εμπλακούν σε στρατιωτική δράση ή να εγκλωβιστούν σε μια σύγκρουση άλλων κρατών.
Ένας τρόπος με τον οποίο η Γερμανία υπερασπίστηκε τον εαυτό της ήταν η διατήρηση μιας εξαιρετικά περιορισμένης στρατιωτικής ικανότητας. Αυτό μπόρεσε να το πράξει, διότι δεν αντιμετωπίζει άμεσες στρατιωτικές απειλές, καθώς η Πολωνία και η Ρουμανία λειτουργούν ως κράτη “μαξιλάρια” (buffer states), καθώς οι ΗΠΑ τους παρέχουν στρατιωτική υποστήριξη. Έτσι, παρόλο που οι στρατηγικές των ΗΠΑ και των Γερμανών αποκλίνουν, η Γερμανία επωφελείται ουσιαστικά από τη στρατηγική των ΗΠΑ, επειδή προσφέρει στο Βερολίνο χώρο για ελιγμούς.
Η αμερικανική στρατηγική είναι απλή, καθώς έτσι πρέπει να είναι οι καλές στρατηγικές. Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να κυριαρχήσει μία χώρα στην Ευρώπη ή την Ασία. Προσπαθούν να το καταφέρουν με αρκετά απλές ενέργειες όπως την ανάπτυξη στρατευμάτων στην Πολωνία, την αύξηση των δασμών στην Κίνα και τη διατήρηση της παρουσίας τους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η στρατηγική της Γερμανίας είναι πιο περίπλοκη όμως. Ψάχνει για μια πολιτική λύση στην αντίσταση που αντιμετωπίζει από τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ. Προσπαθεί να συγκρατήσει μια κατακερματισμένη Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά μια διάσπαση, έχοντας απέναντί της μια παγκόσμια δύναμη όπως οι ΗΠΑ. Όπως πάντα, δεν υπάρχει μια κομψή λύση στο γερμανικό στρατηγικό ζήτημα.