Ποιος φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία – Μία απάντηση στον Mearsheimer

Ποιος φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία – Μία απάντηση στον Mearsheimer

*Γράφει o Adam Tooze

«Γιατί φταίει η Δύση για την Ουκρανία;» Αυτός είναι ο προκλητικός τίτλος μιας διάλεξης που έδωσε ο καθηγητής John J. Mearsheimer, διάσημος εκπρόσωπος της λεγόμενης ρεαλιστικής σχολής διεθνών σχέσεων, σε μια συνάντηση αποφοίτων του Πανεπιστημίου του Σικάγο το 2015. Η βιντεοσκόπηση (της συνάντησης) έχει ήδη προβληθεί περισσότερες από 18 εκατομμύρια φορές στο YouTube . Αλλά και τον Μάρτιο του 2022, ο Mearsheimer είχε υπερασπιστεί αυτή την άκρως εκρηκτική θέση, σε μια κάπως ατυχή τηλεφωνική συνέντευξη στον New Yorker.

Με την ρωσική εισβολή να μαίνεται στην Ουκρανία, η πρόκλησή του προκαλεί ξεκάθαρη οργή. Εδώ τίθεται όμως το ερώτημα: Τι είναι αυτός ο “ρεαλισμός” που πρεσβεύει (ο Mearsheimer);
Από τη μία, ο καθηγητής είναι αφοπλιστικά ειλικρινής. Η απόπειρα το 2008 για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ ήταν ένα τρομερό λάθος. Η ανατροπή του υποστηριζόμενου από τη Μόσχα καθεστώτος του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, που χαιρετίστηκε και ενθαρρύνθηκε από τη Δύση, ώθησε τη Ρωσία ακόμη περισσότερο σε εχθρική στάση.

Η Δύση πρέπει να αναγνωρίσει ότι είναι και η ίδια εν μέρει υπεύθυνη για τη δημιουργία μιας πολύ επικίνδυνης κατάστασης, με το να επεκτείνει την παλιά αντισοβιετική συμμαχία σε περιοχές που έχουν απομείνει από τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο συμπέρασμα από αυτήν την εικόνα της κατάστασης: Η βίαιη προσπάθεια του Πούτιν ν΄ αποκρούσει αυτήν την προέλαση, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν.
Αυτό ήταν προσβλητικό, ήδη το 2015 και ακόμη περισσότερο σήμερα, υπό το πρίσμα της εντελώς αδικαιολόγητης παραβίασης του διεθνούς δικαίου από τον Πούτιν.

Στις 28 Φεβρουαρίου, όταν ένα tweet του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών παρέπεμπε στον Mearsheimer, η Anne Applebaum ανταπέδωσε: «Ορίστε οι αποδείξεις», έγραψε η διάσημη και φιλελεύθερης ιδεολογίας ιστορικός της μετασοβιετικής εποχής: «Αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό έχουν οι Ρώσοι την αφήγησή τους από τον Mearsheimer and Co. Η Μόσχα θα πρέπει να πει ότι οι εισβολές της στην Τσετσενία, τη Γεωργία, τη Συρία και τώρα την Ουκρανία έγιναν με ευθύνη της Δύσης και δεν βασίστηκαν στην απληστία και τον ιμπεριαλισμό. Αμερικανοί επιστήμονες παρείχαν αυτό το αφήγημα».

Ένα παράδειγμα “ρεαλισμού Μεγάλης Δύναμης”

Μετά από αυτό ξέσπασε η μεγάλη οργή. Φοιτητές του Πανεπιστημίου του Σικάγου έστειλαν ακόμη και μια ανοιχτή επιστολή: Θα πρέπει να διευκρινιστεί αν ο καθηγητής Mearsheimer δεν βρίσκεται κρυφά σε κάποια λίστα πληρωμών της Μόσχας; Στο επίκεντρο του σκανδάλου βρίσκεται η άρνηση του Mearsheimer να δει την επιθετικότητα του Πούτιν ως οτιδήποτε άλλο εκτός από μια τυπική κίνηση Μεγάλης Δύναμης. Σε αντίθεση με την Applebaum, (ο Mearsheimer) έχει ελάχιστη σχέση με τη ρωσική ή την ουκρανική ιστορία ή με το παρόν.

Ερμηνεύει αυτό που συμβαίνει απλώς ως παράδειγμα της αγαπημένης του θεωρίας των διεθνών σχέσεων, του “επιθετικού” ή “ρεαλισμού της Μεγάλης Δύναμης”: Η Ρωσία είναι Μεγάλη Δύναμη, σύμφωνα με αυτή την θεωρία και προστατεύει τα συμφέροντά της για την ασφάλεια, με την δημιουργία και την υπεράσπιση σφαιρών επιρροής. Το κάνουν και οι ΗΠΑ, για παράδειγμα με τη μορφή του Δόγματος Μονρόε ή, πιο πρόσφατα, του Δόγματος Κάρτερ, που οριοθετεί τον χώρο των αμερικανικών συμφερόντων μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Αν χρειαστεί, αυτές οι ζώνες θα υπερασπιστούν με όλες τις δυνάμεις. Και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, δεν έχει ιδέα από την πραγματική λογική των διεθνών σχέσεων.

Στη ρητορική επίθεση της Applebaums, ο Mearsheimer θα κούνησε μάλλον βαριεστημένα το κεφάλι του! Και φυσικά, ο Πούτιν σίγουρα δεν χρειάζεται ενθάρρυνση από την ακαδημαϊκή κοινότητα της Αμερικής για να κατανοήσει τη Ρωσία ως Μεγάλη Δύναμη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις χρησιμοποιούν ηθικές και ανήθικες μεθόδους, η εργαλειοποίηση απόψεων από ξένα πανεπιστήμια είναι σίγουρα το μικρότερο αμάρτημά τους. Για τον Mearsheimer, οι διεθνείς σχέσεις περιστρέφονται γύρω από τη γεωγραφία, την οικονομία και τη στρατιωτική ισχύ.

Στο βαθμό που οι ιδέες έχουν οποιαδήποτε επιρροή, το καλύτερο από μια τέτοια προοπτική είναι να ελπίζει κανείς ότι η κοινή γνώμη και οι ελίτ αυτών των Μεγάλων Δυνάμεων που αποφασίζουν θα σεβαστούν η μία τις σφαίρες επιρροής της άλλης και θ΄ αποφύγουν τις περιττές αντιπαραθέσεις. “Ρεαλισμός” σημαίνει εδώ: Σαφήνεια για τις βασική δομή πίσω από τα γεγονότα και μια απέλπιδα αποδοχή από την υποτιθέμενη αναπόφευκτη λογικής αυτών (των γεγονότων).

Η θέση του Mearsheimer 

Στη δεκαετία του 2000, ο Mearsheimer χρησιμοποίησε επίσης αυτή την άποψη για να επικρίνει, σύμφωνα με τη δική του οπτική, αυτό που έβλεπε ως υπερβολική επιρροή του ισραηλινού λόμπι στην πολιτική των ΗΠΑ: Αυτή η επιρροή θολώνει την αντίληψη της αμερικανικής πολιτικής για τα πραγματικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Και στην παρούσα κατάσταση μας προτρέπει να εγκαταλείψουμε επιτέλους την ιδέα ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά είναι μια ασταμάτητη ιστορική τάσ,  ή μια σταυροφορία για την οποία αξίζει να πολεμήσουμε.

Αναμφίβολα, σε αυτή την προοπτική υπάρχει ελάχιστος χώρος για την εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας. Επομένως, το περιθώριο αυτής της χώρας επισφραγίζεται μοιραία και για πάντα από το ότι βρίσκεται εντός της ρωσικής ζώνης επιρροής. Όμως, όσο πικρό κι αν ακούγεται αυτό: Όποιος αποτυγχάνει να λάβει υπόψη του το πραγματικό δυναμικό ισχύος και τα συμφέροντα της Ρωσίας κινδυνεύει με ένα ακόμη χειρότερο αποτέλεσμα: Η Ουκρανία κινδυνεύει να συντριβεί.

Ο Mearsheimer δεν αρνείται την επιθετικότητα της Ρωσίας, απλώς τη θεωρεί δεδομένη. Η πολεμική του στοχεύει στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, οι οποίες θα οδηγούσαν τη χώρα (Ουκρανία) σε αυτήν την επικίνδυνα ολισθηρή κατηφόρα: Από τη μια πλευρά, οι Ουκρανοί πολιτικοί δύσκολα θα μπορούσαν να αντισταθούν στο δυτικό νεύμα μιας πιθανής σύνδεσης στην ΕΕ και ένταξης στο ΝΑΤΟ, κάτι που όμως, από την άλλη πλευρά, θα τους παρέδιδε αναπόφευκτα στην οργή της Μόσχας.

Για Αυτοκρατορίες και “Μεγαχώρους”

Ποια είναι όμως στην πραγματικότητα η απαρχή αυτής της συναρπαστικής, αλλά και ζοφερής κοσμοθεώρησης; Αν ρωτούσατε τον Mearsheimer για αυτό, πιθανότατα θα έλεγε ότι ήταν μια πανάρχαια αντίληψη, που βρίσκεται ήδη στα γραπτά κείμενα του αρχαίου Έλληνα ιστορικού Θουκυδίδη. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μια παράδοση που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων. Ο κλάδος της πολιτικής επιστήμης των διεθνών σχέσεων εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για αυτό, θα πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του Matthew Specter, “The Atlantic Realists”, που μόλις κυκλοφόρησε. Σε αυτό, ο Specter δείχνει μια πολύ πιο αληθοφανή ιστορία προέλευσης των “ρεαλιστικών” ιδεών. Αυτή (η θεωρία) δεν έχει την αρχή της στη νεφελώδη αρχαιότητα ή στην εποχή της παροιμιώδους “Realpolitik” του Otto von Bismarck, στην οποία υπήρχε μια σχετικά σταθερή ισορροπία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων – αλλά στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η “διανομή” του κόσμου φαινόταν να έχει κλείσει και ο κοινωνικός δαρβινισμός ήταν στη μόδα, που εμφανίστηκε αυτό το όραμα ενός κόσμου που καθορίζεται από τον αγώνα πανίσχυρων κρατών για τους χώρους σε έναν πεπερασμένο πλανήτη.

Ο Specter τραβάει μια ευθεία γραμμή, η οποία ξεκινά από τους πολιτικούς της γεωγραφίας και τους θεωρητικούς της ναυτικής ισχύος του τέλους του 19ου αιώνα, όπως ο Friedrich Ratzel στη Γερμανία ή ο Alfred Mahan στις ΗΠΑ, (και προχωρά) μέσω των Γερμανών γεωπολιτικών του Μεσοπολέμου – όπως ο Karl Haushofer και ο Carl Schmitt – έως τους κλασικούς του αμερικανικού “ρεαλισμού”, για παράδειγμα, στον Χανς Μοργκεντάου.

Παρομοίως όπως ο Mearsheimer, για παράδειγμα, ο Schmitt, ο ναζί νομικός και θεωρητικός του “Μεγαχώρου” (“Großraum”), σκέφτηκε με όρους μιας παγκόσμιας τάξης βασισμένης στο διαμελισμό του πλανήτη (σε περιοχές) μεταξύ μεγάλων μπλοκ, σε κάθε μια από τις οποίες θα δέσποζε από μια κυρίαρχη δύναμη. Χαρακτηριστικό αυτής της κοσμοθεώρησης είναι ένας άκαμπτος ηθικός σχετικισμός, ο οποίος απορρίπτει κάθε έννοια οικουμενικών αξιών και βασίζεται λιγότερο σε οποιεσδήποτε φιλοσοφικές έννοιες, παρά μόνο στον υποτιθέμενο ανταγωνισμό αυτών των ίδιων των (μεγάλων) δυνάμεων.

Haushofer και Schmitt

Με έναν παρόμοιο τρόπο, όπως σήμερα ο Mearsheimer, αντιλαμβάνονταν ο Haushofer και ο Schmitt το γερμανικό “Großraum” σαν αντίστοιχο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του Δόγματος Μονρόε, το οποίο de facto ανακήρυξε τη διπλή αμερικανική ήπειρο ως σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Το ίδιο έκαναν και οι υποστηρικτές της “Σφαίρας Ευημερίας της Μεγάλης Ανατολικής Ασίας”, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 διεκδίκησαν για την Ιαπωνία έναν “Μεγαχώρο” που περιλάμβανε την κορεατική χερσόνησο, σημαντικά τμήματα της Κίνας, καθώς και το Βιετνάμ, το Λάος, την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία, την Ινδονησία και το Μπαλί.

Επίσης, αυτή η ιστορία των ιδεών είναι τόσο λίγο γνωστή, επειδή είναι τόσο σκανδαλώδης για τον φιλελευθερισμό. Είναι ασυμβίβαστη με το ιδεώδες των καθολικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, (δηλαδή) να αποδεχόμαστε απλώς τις αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και να τις κάνουμε αφετηρία της πολιτικής σκέψης. Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανοί γεωπολιτικοί, όπως ο Haushofer, εξοστρακίστηκαν από τον συμμαχικό Τύπο και μερικοί ξαναβρέθηκαν αργότερα στο ειδώλιο των κατηγορουμένων (του δικαστηρίου) της Νυρεμβέργης.

Αυτό θα πρέπει να τους προκάλεσε μεγάλη σύγχυση, αφού ανέκαθεν αναφέρονταν ως παράδειγμα διδασκαλίας στην άνοδο των Ηνωμένων Πολιτειών τον 19ο αιώνα. Φυσικά, αυτό ήταν ενοχλητικό – και ο Specter δείχνει σε μια σειρά από αποκαλυπτικά κεφάλαια πώς ο αμερικανικός “ρεαλισμός” επινόησε στη συνέχεια μια νέα ιστορία, η οποία εξαφάνισε αυτές τις ιμπεριαλιστικές ρίζες πίσω από μια πιο αφηρημένη θεωρία. (…)

Η γερμανο-αμερικανική γραμμή παράδοσης, στην οποία εστιάζει ο Specter, είναι επομένως αξιοσημείωτη, αλλά σε αυτό το σημείο είναι μόνο μια επιμέρους πτυχή. Έναν ρόλο σε αυτήν την συζήτηση έπαιξαν επίσης Βρετανοί ιστορικοί, όπως ο Edward Hallett Carr και ένας φιλόσοφος, όπως ο Goldsworthy Lowes Dickinson, όπως και στις ΗΠΑ αριστεροί ιστορικοί των διεθνών σχέσεων, για παράδειγμα ο Charles Beard. Μέχρι σήμερα, υπάρχει μια συγγένεια μεταξύ ατόμων όπως ο Mearsheimer και Αριστερών (για θέματα) εξωτερικής πολιτικής, η οποία εκτιμά τον “ρεαλισμό”, καθώς χωρίς περιστροφές τοποθετείται τουλάχιστον απέναντι στη βάναυση λογική των ισχυρών δυνάμεων.

Φιλελεύθερη απογοήτευση

Πρέπει να το αναγνωρίσουμε: Η οπτική του Mearsheimer δίνει πραγματικά μια εικόνα για το τι συμβαίνει. Παρότι κανείς δεν το λέει φωναχτά, η διάγνωσή του για την κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία γίνεται de facto αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η υπόσχεση για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, που προωθήθηκε από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους και την κυβέρνησή του το 2008, ήταν πράγματι μια πράξη ύβρεως. Και τώρα η Δύση δεν θα εγκαταλείψει την Ουκρανία, αλλά ούτε θα επέμβει άμεσα στρατιωτικά.

Ο θυμός για τον Mearsheimer αντανακλά επίσης τη φιλελεύθερη απογοήτευση για την αναγνώριση των ορίων όσων μπορεί να κάνει η Δύση και υπάρχουν πολύ καλοί λόγοι για αυτά τα όρια. Το ΝΑΤΟ προσπαθούσε πάντα ν΄ αποφύγει μια άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές στον Βλαντίμιρ Πούτιν ότι αυτές δεν θα επέμβουν στρατιωτικά. Ακόμη και οι έκτακτης ανάγκης παραδόσεις όπλων απειλούν να θολώσουν αυτή τη γραμμή. Μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων θα ήταν επικίνδυνη για την (ίδια τη) ζωή.

Ωστόσο, ακόμη και μετά από όσα έχουν ειπωθεί μέχρι εδώ, θα ήταν διαστρέβλωση να μιλήσουμε για μια διανοητική νίκη του “ρεαλισμού” του Mearsheimer. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει δίκιο όσον αφορά στο παρασκήνιο των εντάσεων που έχουν πυκνώσει τα τελευταία χρόνια. Αλλά αυτό ακόμα δεν εξηγεί τον πόλεμο. Η απόφαση του Γερμανού Κάιζερ να εκδώσει λευκή επιταγή στους Αυστριακούς τον Ιούλιο του 1914, δεν μπορεί να απορριφθεί μόνο με μια απλή αναφορά στον ιμπεριαλισμό της εποχής. Το “ρεαλιστικό” μοντέλο είναι εξαιρετικά απροσδιόριστο, ούτε μπορεί να καταγράψει την ποιοτική μετατόπιση η οποία συμβαδίζει με την έναρξη ένοπλων συγκρούσεων.

Βεβαίως o Πρώσος στρατηγός Carl von Clausewitz είπε ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Αλλά (αυτή) η μεγάλη κουβέντα απέχει πολύ από το να απαντήσει γιατί κάποια, Μεγάλη Δύναμη ή όχι, καταφεύγει σ΄ ένα τόσο ακραίο κι επικίνδυνο μέσο.
Στη Μόσχα, καμία σοβαρή φωνή του κατεστημένου (σε θέματα) ασφαλείας, που στέκεται ενωμένο πίσω από τη ρωσική πολιτική της Μεγάλης Δύναμης, δεν πίστευε ότι ο Πούτιν θα πήγαινε πραγματικά σε πόλεμο. Και όχι επειδή αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται τη λογική της εξουσίας, αλλά ακριβώς επειδή τα καταλαβαίνουν όλα τόσο καλά. Δεν έβλεπαν καμία καλή αιτιολόγηση για ν΄ αποδεχτούν τους κινδύνους, τις ζημιές και τ΄ ακατανόητα ενός ανοιχτού πολέμου. Και η μέχρι τώρα εξέλιξη του (πολέμου) φαίνεται να τους δικαιώνει.

Ανθρώπινη ηθική και διεθνής νομικισμός αποτελούν τον έναν ισχυρό λόγο για να εναντιωθεί κανείς στους πολέμους. Ο άλλος όμως είναι ότι ο πόλεμος, τουλάχιστον τα τελευταία 100 χρόνια, απλά δεν έφερε καλά αποτελέσματα. Πέρα από τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους, είναι δύσκολο να βρει κανείς ακόμη και έναν επιθετικό πόλεμο που να έχει δώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα, ακόμη και για αυτούς που τον ξεκίνησαν. Ένας “ρεαλισμός” που το παραβλέπει και αγνοεί τα συμπεράσματα που έχουν βγει σε μεγάλο βαθμό από αυτό το ιστορικό μάθημα της πολιτικής δεν είναι αντάξιος του ονόματός του. Μάλιστα, αυτό δεν σημαίνει ότι σύντομα ο πόλεμος θα εξαφανιστεί με κάποιο τρόπο από προσώπου γης

Πιο ρεαλιστικός και από τον “ρεαλισμό”

Όμως, όποιος φαντάζεται το μέλλον του (πολέμου) ως μια συνεχή επανάληψη ενός ερεθιστικού μιλιταρισμού αλά 1914, αποκλείει (το) οποιαδήποτε κοινό δίδαγμα από την ιστορία. Επιπλέον, αυτές οι ιδέες είναι αντιφατικές, ειδικά στην εποχή των πυρηνικών όπλων Στα κεφάλαιά του για τη μεταπολεμική περίοδο, ο Specter δείχνει με μεγάλη λεπτομέρεια πώς μετά το Βιετνάμ και υπό τον κακό οιωνό του πυρηνικού οπλοστασίου ως πολεμικό μέσο, ο υπερατλαντικός “ρεαλισμός” πήρε μια εξαιρετικά προσεκτική θέση. Από αυτή την άποψη, ο “επιθετικός” ρεαλισμός του Mearsheimer, φαινόμενο που παρουσιάστηκε μετά το 1990, φέρει και πάλι επάξια το όνομά του.

Δεδομένης της φρίκης κάθε πολέμου, συμπεριλαμβανομένου και τον παρόντα (στην Ουκρανία), μπορεί κανείς να μπει στον πειρασμό να δει την ψύχραιμη ανάλυση του Mearsheimer για τη λογική της σύγκρουσης Μεγάλων Δυνάμεων ως κάποιου είδους νομιμότητας της επίθεσης του Βλαντίμιρ Πούτιν. Στην πραγματικότητα, ο Mearsheimer είναι περισσότερο ένα “μυστικό όπλο” της Δύσης: Αν ο Πούτιν προχώρησε, κατά τη δική του αίσθηση, πράγματι σ‘ έναν πόλεμο, που θα μπορούσε να γίνει ένα νέο Αφγανιστάν, δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Για να κατανοήσουμε πως λήφθηκε στο Κρεμλίνο η μοιραία και εγκληματική απόφαση για εισβολή, δεν χρειαζόμαστε κάποιες κοινοτοπίες για διλήμματα ασφάλειας από Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά ενός είδους ιατροδικαστικής έρευνας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και των υποκείμενων διαπιστώσεων. Και πρέπει επίσης να μάθουμε να καταλαβαίνουμε γιατί η Ουκρανία, η οποία στα χαρτιά φαίνονταν τόσο ανυπεράσπιστη, μπόρεσε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, να προβάλει μια εκπληκτικά αποτελεσματική αντίσταση.

Προς το παρόν, η ουσία είναι ότι μια πραγματικά ρεαλιστική θεώρηση της παγκόσμιας πολιτικής δεν εξαντλείται στο ν΄ αγγίζει πάντοτε μια γνωστή από παλιά εργαλειοθήκη διαχρονικών αληθειών. Ούτε αρκεί να φαίνεται σκληροτράχηλη και απρόσβλητη απέναντι στον υπερβάλλοντα ηθικά φιλελευθερισμό. Μόλις κάποιος το αποδεχτεί αυτό (όπως είναι), ο ρεαλισμός είναι μια ατελείωτη πρόκληση. Πρόκειται για το ότι πρέπει να συμβαδίζει κανείς με τη συνεχή αλλαγή ενός πολύπλοκου κόσμου, κυριολεκτικά ώρα με την ώρα. Ενός κόσμου στον οποίο βρισκόμαστε ανεπανόρθωτα μπλεγμένοι, τον οποίο μπορούμε να επηρεάσουμε και να τον αλλάξουμε ως ένα βαθμό, αλλά που συνεχώς αμφισβητεί τις αντιλήψεις μας, καθώς και αυτό που εμείς καθορίζουμε ως συμφέροντά μας.

Ο αληθινός ρεαλισμός είναι το ατελείωτο καθήκον να καθορίζουμε λογικά τους πολιτικούς μας στόχους και τα μέσα για να τους πετύχουμε. Η καταφυγή σε πόλεμο, ως αποτέλεσμα αυτών (των στόχων), θα πρέπει να καταδικαστεί, όσο ξεκάθαρα αξίζει ένα τέτοιο βήμα. Μια τέτοια απόφαση δεν θα επιτρέπεται να κανονικοποιηθεί ως “λογική” και τελικά σαν προφανής αντίδραση στις οποιεσδήποτε δεδομένες περιστάσεις. Όποιος εμπλέκεται σε πολιτικές αποφάσεις ή κάνει δημόσιες και επιστημονικές δηλώσεις σχετικά με αυτές, πρέπει να συγκρίνεται στη βάση αυτής της επιταγής.


*O Adam Tooze είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Columbia στη Νέα Υόρκη. Η μετάφραση από τα γερμανικά του Βασίλη Στοϊλόπουλου, από την εφημερίδα “Freitag”.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι