Πώς οι κινήσεις Τραμπ σχηματίζουν τη “νέα Μέση Ανατολή”
30/12/2018Γράφει ο Κώστας Ράπτης –
Δεν είναι “απερισκεψία”, είναι μια εναλλακτική στρατηγική – με την οποία πολλοί εταίροι εμφανίζονται πρόθυμοι να ευθυγραμμισθούν. Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από την κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία καταγγέλλεται ευρύτατα στην Ουάσιγκτον ως “εγκατάλειψη” των συμμάχων των ΗΠΑ και ως κίνηση που τραυματίζει την αξιοπιστία της υπερδύναμης.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το μόνο από τα κράτη της περιοχής που έχει λόγους να θορυβείται από αυτή την απόφαση είναι το Ισραήλ, το οποίο έστειλε το μήνυμά του ανήμερα των Χριστουγέννων με τον βομβαρδισμό θέσεων στη Συρία από τον λιβανικό εναέριο χώρο. (Μόσχα και Δαμασκός καταγγέλλουν ότι τα ισραηλινά μαχητικά καλύφθηκαν πίσω από δύο πολιτικές πτήσεις της γραμμής, ώστε να αποφύγουν τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα).
Αντίθετα οι αραβικές μοναρχίες αντιδρούν ψυχραιμότερα – και σαν έτοιμες από καιρό προσανατολίζονται στην “επόμενη μέρα” της συριακής περιπέτειας.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που από πολλές απόψεις παίζουν ρόλο “οδηγού”, ξανάνοιξαν μετά από επτά χρόνια την πρεσβεία τους στη Δαμασκό. Ο πρόεδρος του Σουδάν Ομάρ Μπασίρ έγινε ο πρώτος Άραβας ηγέτης που επισκέφθηκε τη Συρία και συναντήθηκε με τον Άσαντ. Στη Δαμασκό έχουν επίσης μεταβεί και αντιπροσωπείες των μυστικών υπηρεσιών αραβικών χωρών, όπως η Αίγυπτος, κομίζοντας, εικάζει κανείς, τα αναγκαία μηνύματα.
Η Σαουδική Αραβία πρόκειται, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεγόμενα του Ντόναλντ Τραμπ, να επωμιστεί σημαντικό μέρος του οικονομικού βάρους της ανοικοδόμησης της Συρίας – δήλωση που συνιστά παραδοχή της παραμονής του Άσαντ στην εξουσία. Όποιες και αν είναι επ’ αυτού οι πραγματικές προθέσεις του βασιλείου, ο ανασχηματισμός του σαουδαραβικού υπουργικού βασιλείου, κύριο στοιχείο του οποίου ήταν η απομάκρυνση του έως τώρα υπουργού Εξωτερικών, υποδηλώνει αναθεώρηση των διπλωματικών προτεραιοτήτων του Ριάντ, ενώ την ίδια ώρα πέφτουν οι τόνοι γύρω από την υπόθεση Κοσόγκι, που υποδαύλιζε η Τουρκία.
Ανέλπιστο δώρο
Όλα δείχνουν ότι στην επόμενη σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου τον Μάρτιο η συριακή αντιπροσωπεία θα καταλάβει και πάλι την θέση της – από την οποία είχε αντικαταστατικά αποβληθεί. Τα αραβικά καθεστώτα στρέφουν τη ματιά τους από την ατυχήσασα επιχείρηση “αλλαγής καθεστώτος” στη Συρία προς την επικερδή προοπτική της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης – και σε κάθε περίπτωση συσπειρώνονται απέναντι στις εξωαραβικές δυνάμεις (Τουρκία, Ιράν) που διεκδικούν την προβολή της ισχύος τους στην περιοχή. Το Ισραήλ δεν θα συντονιστεί με τα νέα δεδομένα παρά μετά τις πρόωρες εκλογές του Απριλίου.
Στην απέναντι πλευρά, Μόσχα, Τεχεράνη, Άγκυρα και Δαμασκός βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα ανέλπιστο δώρο – το οποίο ωστόσο είναι “δηλητηριασμένο”, στον βαθμό που ο διαγκωνισμός για την κάλυψη του κενού που θα αφήσει η αμερικανική αποχώρηση προορίζεται να δημιουργήσει σοβαρές τριβές, ίσως και θερμές συγκρούσεις, μεταξύ των έως τώρα εταίρων της “διαδικασίας της Αστάνα”.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κολακεύει τις φιλοδοξίες της Άγκυρας, υποσχόμενος στον Ερντογάν στενό συντονισμό των αμερικανικών κινήσεων με την τουρκική πλευρά και αναθέτοντας στην Τουρκία τον ρόλο της καταπολέμησης των απομειναριών του ISIS.
Πρόκειται πιθανότατα για κενή υπόσχεση. Η παρουσία του ISIS εντοπίζεται γεωγραφικά σε περιοχή εξαιρετικά απομακρυσμένη από την παραμεθόριο την οποία εποφθαλμιά και δύναται να ελέγξει στρατιωτικά η Τουρκία. Οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας τουρκική επιχείρηση προϋποθέτει, όπως έδειξε και το προηγούμενο του Αφρίν, την ανοχή της Ρωσίας, που όμως δεν έχει κανέναν λόγο να συναινέσει στην αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας από τρίτο κράτος.
Εξ ου και η ρωσική πλευρά μεσολαβεί σε εντατικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Δαμασκού και των Κούρδων του PYD, ώστε η ανάπτυξη συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στα σύνορα να αποτρέψει την τουρκική εισβολή. Το δίλημμα που τίθεται στο PYD είναι η αναγνώριση της κεντρικής εξουσίας του Άσαντ ή η αυτοκτονία.
Φυγή προς τα εμπρός
Σε κάθε περίπτωση, οι πετρελαιοπηγές της βορειοανατολικής Συρίας ευκολότερα θα καταληφθούν από τη Δαμασκό και τους συμμάχους της, παρά από τις δυνάμεις του Ερντογάν, ενώ το άνοιγμα του μετώπου ανατολικά του Ευφράτη εκθέτει την Άγκυρα στον κίνδυνο να δεί τους προστατευόμενούς της αντάρτες στον θύλακα της Ίντλιμπ στα βορειοδυτικά να σφυροκοπούνται από τις συριακές και ρωσικές δυνάμεις.
Η παρεμβολή της Γαλλίας, η οποία γνωστοποίησε ότι δεν προτίθεται να αποσύρει τις δικές της δυνάμεις από τη βορειοανατολική Συρία, αποτελεί κίνηση περισσότερο επικοινωνιακή, παρά ουσιαστική, όπως κατέδειξε η ασυνήθιστη πρωτοβουλία του τουρκικού πρακτορείου Anadolu να γνωστοποιήσει τις θέσεις και τον αριθμό των Γάλλων στρατιωτιών. Πρόκειται, κατά την πηγή αυτή, απλώς για 200 άνδρες εγκατεστημένους σε εννέα βάσεις, η ασφάλεια των οποίων εξαρτάται αποκλειστικά από τις αμερικανικές δυνάμεις.
Όλα αυτά δεν υπαγορεύονται από κάποιον “πασιφισμό” του Τραμπ, καθώς, όπως έδειξε η χριστουγεννιάτικη επίσκεψή του σε Αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ (ερήμνην των αρχών της Βαγδάτης), ο ένοικος του Λευκού Οίκου είναι υπέρμαχος της συνέχισης της εκεί αμερικανικής παρουσίας, η οποία εξυπηρετεί τις βλέψεις του στο ιρακινό πετρέλαιο, αλλά και την επιδίωξη περικύκλωσης του Ιράν. Ούτε μπορεί να είναι αδιάφορος για την τύχη του Ιρακινού Κουρδιστάν, το οποίο συνιστά έναν πολύτιμο “βατήρα” και ελέγχεται από δυνάμεις φιλικές στη Δύση και την Τουρκία.
Αντίθετα, η αμερικανική εμπλοκή στην επιχειρησιακά ευάλωτη βορειοανατολική Συρία και η σύμπραξη με το PYD (συριακή θυγατρική του ΡΚΚ) είχε το μειονέκτημα να αποξενώνει όλο και περισσότερο την Τουρκία, δεύτερη μεγαλύτερη χώρα του ΝΑΤΟ, και να ενίσχυε τις πιθανότητες μιας θερμής σύγκρουσης με τις ρωσικές δυνάμεις.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η απόφαση απόσυρσης από τη Συρία συνιστά για τον Τραμπ μιαν υψηλού ρίσκου “φυγή προς τα εμπρός” σε φάση που σφίγγει ο νομικοπολιτικός κλοιός γύρω από τον ένοικο του Λευκού Οίκου. Εάν όμως ο Τραμπ κερδίσει το συγκεκριμένο στοίχημα δεν θα προσφέρει απλώς στο εκλογικό κοινό του την ικανοποίηση της υλοποίησης μίας ακόμη προεκλογικής υπόσχεσης, αλλά θα έχει ανατρέψει σε βάθος την ισορροπία ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.