Πώς προχωρά πλέον η διαπραγμάτευση για το Brexit
03/02/2019Στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την συντεταγμένη έξοδο της χώρας της από την Ε.Ε., η Βρετανίδα πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένη να μάχεται ταυτοχρόνως με τους “27”, ώστε να εξασφαλίσει παραχωρήσεις, με τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός της, ώστε να αποφύγει τη διάσπαση της συμπολίτευσης, και με τους Εργατικούς, ώστε να μην αποκτήσει πλεονέκτημα η αντιπολίτευση.
Σε τακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις αντιστάσεις της Βουλής των Κοινοτήτων ως επιχείρημα έναντι των Βρυξελλών, ενώ παράλληλα θα αξιοποιεί την πανσπερμία των απόψεων των Βρετανών κοινοβουλευτικών προκειμένου η πρωτοβουλία των κινήσεων να παραμείνει στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας.
Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να ροκανίζει τον χρόνο μέχρι την “ώρα μηδέν” της 29ης Μαρτίου και να κρατά ζωντανή την πιθανότητα ενός Brexit χωρίς συμφωνία, ώστε την ύστατη ώρα να εκβιάσει τους πάντες να επιλέξουν ανάμεσα σε μια τροποποιημένη εκδοχή του σχεδίου συμφωνίας που έχει επεξεργαστεί και το χάος.
Η αγαπημένη της φράση “μια κακή συμφωνία είναι χειρότερη από την έλλειψη συμφωνίας, αλλά η δική μου συμφωνία είναι καλύτερη από την έλλειψη συμφωνίας” αποτυπώνει με διαφάνεια τη γραμμή της Βρετανίδας πρωθυπουργού.
Από αυτή την άποψη, η ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ βγαίνει κερδισμένη από τις αλλεπάλληλες ψηφοφορίες της Τρίτης στο Ουέστμινστερ επί των τροπολογιών που κατέθεσαν συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι βουλευτές.
Η Τερέζα Μέι είδε να εγκρίνεται με ψήφους 317 έναντι 301 η “τροπολογία Μπρέιντι” (την οποία εισηγήθηκε ο επικεφαλής της “Επιτροπής 1922”, δηλ. των “πίσω εδράνων” του Συντηρητικού Κόμματος) για αντικατάσταση της επίμαχης πρόβλεψης περί δικλείδας ασφαλείας (backstop) στο ιρλανδικό σύνορο με “εναλλακτικές ρυθμίσεις”. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να ζητήσει από τους “27” την αναθεώρηση του κειμένου συμφωνίας στο συγκεκριμένο σημείο, που καθιστά αδύνατη την εξασφάλιση της τελικής έγκρισής της από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Τυχόν απόρριψη της τροπολογίας “Μπρέιντι” θα άφηνε στον αέρα όλη τη διαπραγματευτική τακτική της Μέι.
Οι σκληροί ευρωσκεπτικιστές του κόμματος της πρωθυπουργού και οι Βορειοϊρλανδοί ετάιροι της του DUP δεν μπορούσαν παρά να στηρίξουν την τροπολογία, αν και αφήνουν ανοικτό το τι θα πράξουν στις 13 Φεβρουαρίου, οπότε η Βουλή των Κοινοτήτων θα πρέπει να εξετάσει εκ νέου το αναδιαμορφωμένο με τους “27” σχέδιο συμφωνίας.
Σημαντική επιτυχία της Μέι
Σημαντική επιτυχία της Μέι ήταν επίσης η απόρριψη της τροπολογίας της βουλευτίνας των Εργατικών Υβέτ Κούπερ για παράταση των προθεσμιών αποχώρησης του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβώνας, αν δεν προκύψει συμφωνία με τις Βρυξέλλες ως τα μέσα Φεβρουαρίου. Απερρίφθη επίσης και τροπολογία η οποία θα μετέβαλλε τον κανονισμό συζήτησης του κοινοβουλίου, αφαιρώντας από την κυβέρνηση τη νομοθετική πρωτοβουλία ως προς το Βrexit.
Από την άλλη πλευρά, η υιοθέτηση, με ψήφους 318 έναντι 310 της τροπολογίας που εισηγήθηκαν η βουλευτίνα των Συντηρητικών Κάρολιν Σπέλμαν και ο βουλευτής των Εργατικών Τζακ Ντρόμι και χαρακτηρίζει μη αποδεκτή την έξοδο δίχως συμφωνία, αποτελεί μικρή και μάλλον συμβολική ήττα για την Βρετανίδα πρωθυπουργό, αφού το “σκληρό Brexit” δεν είναι απαραιτήτως κάτι που αποφασίζεται διακηρυκτικά, αλλά κάτι που μπορεί να προκύψει αντικειμενικά. Μάλιστα το αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας υποχρέωσε τον ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν να άρει την απόφασή του να μην προσέλθει σε διάλογο με την Νταόυνινγκ Στριτ, εφόσον έχει “εκπληρωθεί” πλέον ο όρος αποκλεισμού του no deal.
Με άλλα λόγια, η Τερέζα Μέι έδωσε τον λόγο στο Κοινοβούλιο, μετά την αρχική απόρριψη του σχεδίου της, μόνο και μόνο για να λάβει ως απάντηση αυτό που ήθελε να ακούσει. Η σημασία των ψηφοφοριών της Τρίτης έγκειται πρωτίστως στον ουσιατικό αποκλεισμό των σεναρίων περί δεύτερου δημοψηφίσματος, αναβολής ή ανάκλησης του Brexit και στο ξεκαθάρισμα του διλήμματος “τροποποιημένο σχέδιο Μέι ή άτακτη έξοδος”.
Το δίλημμα μεταφέρεται τώρα στους Ευρωπαίους ιθύνοντες, οι οποίοι έσπευσαν διά στόματος Ντόναλντ Τουσκ να προβάλουν αδιάλλακτο πρόσωπο, αρνούμενοι οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση. Όμως οι τελικές αποφάσεις ανήκουν στους επικεφαλής των “27” κυβερνήσεων και κανέναν άλλον.