Τι εξηγεί τις αντιδράσεις της Βουλγαρίας στη Συμφωνία των Πρεσπών
28/01/2019Γράφει ο Κώστας Ράπτης –
Παρά την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών τα εμπόδια στην ευρωατλαντική προοπτική της αυριανής Βόρειας Μακεδονίας κάθε άλλο παρά έχουν απομακρυνθεί. Διότι, ανεξαρτήτως των όποιων πιθανών πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, παραμονεύουν μεταξύ άλλων και οι αντιδράσεις της Βουλγαρίας, η οποία αισθάνεται ότι έχει παραγκωνισθεί.
Πριν από μερικές ημέρες, η υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας Εκατερίνα Ζαχάριεβα προειδοποίησε με συνέντευξή της στη Republika των Σκοπίων ότι η Σόφια θεωρεί ότι η ένταξη της πΓΔΜ στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα, ωστόσο πρόκειται να είναι αυστηρή στους όρους που θα θέσει για να δώσει το “πράσινο φως”. Σε αυτούς περιλαμβάνεται, σύμφωνα με την επικεφαλής της βουλγαρικής διπλωματίας, η τήρηση σχέσεων καλής γειτονίας κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, μακριά από “απομονωτικές και εθνικιστικές πολιτικές”. Η Βουλγαρία, πρόσθεσε, δεν θα ανεχθεί την “κλοπή” της ιστορίας της από τους γείτονές της, ούτε την άρνηση της κοινής τους ιστορικής διαδρομής.
Σημειώνεται ότι με βάση το προπέρσινο Σύμφωνο Φιλίας Σόφιας-Σκοπίων, που δημιούργησε και ένα προηγούμενο για τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Βουλγαρία έχει αποκτήσει λόγο στην αναθεώρηση των ιστορικών εγχειριδίων της πΓΔΜ. Περισσότερο αιχμηρές είναι οι κατά καιρούς τοποθετήσεις του Βουλγάρου προέδρου της Δημοκρατίας Ρούμεν Ράντεφ, ο οποίος επικρίνει όχι μόνο την επιλογή του ονόματος “Βόρεια Μακεδονία” (εφόσον και η βουλγαρική “Μακεδονία του Πιρίν” βρίσκεται στον Βορρά), αλλά και αρνείται την ύπαρξη διακριτής μακεδονικής εθνικής ταυτότητας και γλώσσας.
Οι τοποθετήσεις του Ρούμεν Ράντεφ εναρμονίζονται βέβαια με τις πάγιες τοποθετήσεις της Βουλγαρίας, η οποία υπήρξε από τα πρώτα κράτη που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας”, ωστόσο επιμένει να θεωρεί ότι η κυρίαρχη γλώσσα της δεν είναι παρά μία διάλεκτος της βουλγαρικής.
Εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση
Ωστόσο, οι ενστάσεις του Ρούμεν Ράντεφ χρωματίζονται και από την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση, καθώς ο εκλεγείς με υποστήριξη των Σοσιαλιστών αρχηγός του βουλγαρικού κράτους κατηγορεί την κυβέρνηση του κεντροδεξιού πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ ότι στο ζήτημα της πΓΔΜ κινήθηκε βιαστικά, προς βλάβη των εθνικών συμφερόντων της Βουλγαρίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι τον περασμένο Ιούνιο ο Μπορίσοφ αρνήθηκε να συναντηθεί με τον προσκληθέντα από τον Ράντεφ στη Σόφια πρόεδρο της πΓΔΜ Γκιόργκι Ίβανοφ, συντονιζόμενος με τις ευρωπαϊκές πιέσεις προς τον τελευταίο να προσυπογράψει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Από την πλευρά του ο Ράντεφ ειρωνικά ανέφερε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του την Κυριακή ότι, αν οι χειρισμοί ήταν διαφορετικοί, θα μπορούσε και ο Μπορίσοφ να προταθεί μαζί με τους Ζόραν Ζάεφ και Αλέξη Τσίπρα για το Νόμπελ Ειρήνης.
Περιττό να ειπωθεί ότι ηχηρές τοποθετήσεις στο ζήτημα έχει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Άμυνας της Βουλγαρίας Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ, ηγέτης της εθνικιστικής συμμαχίας VΜRΟ-ΒΝD, ο οποίος στις βουλγαρικές προεδρικές εκλογές του 2016 απέσπασε το 15% των ψήφων. “Κύριε Ζάεφ, μην καταχραστείτε το θέμα της γλώσσας. Αυτό μπορεί να σας κοστίσει την ένταξή σας στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Δεν θα επιτρέψουμε συμβιβασμούς με την ιστορία της Βουλγαρίας, γιατί τα εδάφη αυτά ήταν βουλγαρικά” δήλωσε χαρακτηριστικά τον Δεκέμβριο.
Αντιπαράθεση “βουλγαριζόντων” και “μακεδονιστών”
Όλα αυτά παραπέμπουν στην παλαιά αντιπαράθεση “βουλγαριζόντων” και “μακεδονιστών” και υπενθυμίζουν ότι, από ειρωνεία της Ιστορίας, ήταν η ελληνική προπαγάνδα πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και η σερβική διοίκηση μετά από αυτούς που κατέβαλαν κάθε προσπάθεια ώστε η μακεδονική εντοπιότητα να αξιοποιηθεί για “αποβουλγαροποίηση”, όπως μέχρι σήμερα καταγγέλλουν πολλοί στη Σόφια, των σλαβόφωνων πληθυσμών της επίμαχης περιοχής. Σε κάθε περίπτωση, η διακριτή μακεδονική ταυτότητα ήταν ήδη παρούσα στην εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 (που αποτέλεσε μια πρώτη ήττα των βουλγαριζόντων), ενώ το ρήγμα κατέστη αγεφύρωτο μετά τη βουλγαρική φασιστική κατοχή της βόρειας Μακεδονίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεν είναι άσχετες προς αυτά και οι ταυτοτικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της πΓΔΜ, καθώς οι Σοσιαλιστές του Ζάεφ είναι διαχρονικά περισσότερο συμφιλιωμένοι με τη σλαβική τους καταγωγή (όπως αποδεικνύει και η υπογραφή τους στη Συμφωνία των Πρεσπών), πράγμα που τους καθιστά ύποπτους “γιουγκοσλαβικής νοσταλγίας” στα μάτια των εθνικιστών του VMRO-DPMNE, οι οποίοι από την πλευρά τους πρωταγωνίστησαν στην οικειοποίηση ελληνικών πολιτιστικών αναφορών, με την πολιτική της “αντικβιζάτσιγια” (εξαρχαϊσμού) του Νίκολα Γκρούεφσκι.
Το ότι οι πρώτοι αποτελούν αυτοί τη στιγμή τους εκλεκτούς της Δύσης, ενώ οι δεύτεροι κατηγορούνται ως ενεργούμενα της Μόσχας (μολονότι υπέρμαχοι και αυτοί της ευρωατλαντικής προοπτικής της γείτονος) απλώς επιδεινώνει την ειρωνεία του πράγματος.