Το διπλό αδιέξοδο του Ερντογάν
18/09/2018Γράφει ο Κώστας Ράπτης –
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Και στην περίπτωση του Ερντογάν το πιάτο σερβίρει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, φέρνοντας τον Τούρκο ηγέτη προ αδιεξόδου, τη στιγμή ακριβώς που οι σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον καταγράφουν ιστορικό χαμηλό. Η συριακή κρίση, που διαρκεί πάνω από επτά χρόνια, έδωσε στην Τουρκία τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει το μέγιστο των φιλοδοξιών της, για προβολή της ισχύος της πέραν των νοτίων συνόρων της.
Παράλληλα, ως διεθνής αντιπαράθεση δι’ αντιπροσώπων, προσέφερε στην Άγκυρα τον χώρο για ριψοκίνδυνους ελιγμούς ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αναβαθμιζόμενη σε γεωπολιτικό “μπαλαντέρ”. Όμως ο κύκλος τώρα κλείνει. Και ο Ερντογάν θα πρέπει να επιλέξει ποια προτιμά από τις ταπεινώσεις που του επιφυλάσσουν αντίστοιχα ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η τριμερής συνάντηση κορυφής των χωρών-συναναδόχων της λεγόμενης πρωτοβουλίας της Αστάνα, ήτοι της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ιράν, στις 7 του μηνός στην Τεχεράνη αποτέλεσε σημείο τομής. Σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση της συνόδου, ο Τούρκος πρόεδρος επιχείρησε για άλλη μία φορά να πείσει τους συνομιλητές του για την ανάγκη αναβολής της σχεδιαζόμενης από τη Δαμασκό και τους συμμάχους της στρατιωτικής επιχείρησης στην ανταρτοκρατούμενη επαρχία της Ίντλιμπ.
Επρόκειτο για στιγμή μεγάλης αμηχανίας, αν κρίνει και μόνο κανείς από το γεγονός ότι ο δεινός ρήτορας Ερντογάν δεν κατάφερε να εκφωνήσει ούτε μία πρόταση χωρίς συντακτικό λάθος. Όμως ο Πούτιν ξέκοψε τη συζήτηση – και για του λόγου το αληθές λίγες ώρες μετά ακολούθησαν ρωσικές αεροπορικές επιδρομές στην επίμαχη περιοχή. Με ικανοποίηση που δύσκολα υποκρύπτονταν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης σημείωσαν τις αποκλίσεις από τις οποίες πλέον δοκιμάζεται το τρίο της Αστάνα. Οι δε Τούρκοι ιθύνοντες δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους.
Οργισμένες αντιδράσεις
Με μήνυμά του στο Twitter ο Ερντογάν τόνισε ότι η χώρα του δεν θέλει να συμμετάσχει στο “παιχνίδι” που παίζεται ούτε όμως και θα μείνει απαθής στην ανθρωποσφαγή που απειλείται. Ο εκπρόσωπός του, Ιμπραήμ Καλίν, δήλωσε την Τρίτη μετά από συνεδρίαση του τουρκικού υπουργικού Συμβουλίου ότι τυχόν επίθεση εναντίον της Ίντλιμπ “θα υπονομεύσει την εξελισσόμενη διαδικασία πολιτικής επίλυσης” του συριακού ζητήματος και θα δημιουργήσει “σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης”.
Κάλεσε μάλιστα τις ΗΠΑ να συνεργαστούν με την Τουρκία για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου. Από την πλευρά του, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επέμεινε στη δυνατότητα μιας “ειρηνικής επίλυσης” του θέματος της Ίντλιμπ με τερματισμό των επιθέσεων και πολυμερή συνεργασία για την εξάλειψη των τρομοκρατικών οργανώσεων από την περιοχή.
Υπενθυμίζεται ότι η Ίντλιμπ αποτελεί τη μοναδική πρωτεύουσα νομού της Συρίας που παραμένει εκτός ελέγχου της κεντρικής κυβέρνησης – χρησιμοποιήθηκε δε το προηγούμενο διάστημα ως καταφύγιο όσων ανταρτών εγκατέλειπαν άλλες περιοχές της χώρας στο πλαίσιο των τοπικών συμφωνιών ειρήνευσης που διαμεσολαβούσε η Ρωσία.
Ζήτημα ασφάλειας και γοήτρου
Η σημασία της περιοχής για την Τουρκία είναι διπλή: άπτεται τόσο της ασφάλειας όσο και του γοήτρου της. Με 3,5 εκατομμύρια κατοίκους και τουλάχιστον 30.000 αντάρτες, η συνορεύουσα με τη Τουρκία Ίντλιμπ, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ένα νέο κύμα τόσο προσφύγων όσο και τρομοκρατών προς τη χώρα του Ερντογάν σε μία στιγμή ούτως ή άλλως εξαιρετικά ευαίσθητη λόγω της τουρκικής οικονομικής κρίσης.
Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα έχει αναλάβει την επιτήρηση (με 2.000 άντρες σε 12 σταθμούς παρατήρησης) της γραμμής οριοθέτησης των ανταρτοκρατούμενων από τις κυβερνητικά ελεγχόμενες περιοχές. Πρόκειται για το επιχειρησιακό αντίστοιχο του πολιτικού ρόλου που διεκδικεί στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Αστάνα ως εγγυητής των σουνιτών αντικαθεστωτικών.
Ωστόσο η παρουσία των τζιχαντιστών έχει ανατρέψει πλήρως τους τουρκικούς σχεδιασμούς, αφενός διότι η Δαμασκός και οι σύμμαχοί της έχουν αξιοποιήσει την παρουσία οργανώσεων χαρακτηριζόμενων από τον ΟΗΕ ως τρομοκρατικών για να εκκαθαρίσουν τη μία μετά την άλλη όλες τις “ζώνες αποκλιμάκωσης” που είχαν εγκαθιδρυθεί με τη συνεργασία και της Τουρκίας.
Αφετέρου, η παρουσία στην Ίντλιμπ των σκληροπυρηνικών της Ταχρίρ αλ Σαμς, πρώην Αλ Κάιντα στη Συρία (και μάλιστα ακριβώς στο βόρειο τμήμα της περιοχής που ελέγχει την επικοινωνία με τα τουρκικά εδάφη), δυσχεραίνει το σχέδιο δημιουργίας ενός οιονεί προτεκτοράτου της Τουρκίας στην περιοχή. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, οι επιχειρήσεις των συριακών και ρωσικών δυνάμεων στην Ίντλιμπ αναμένεται να εξελιχθούν (με μικρά βήματα, κατά την προσφιλή τους τακτική) θέτοντας πρώτα στο στόχαστρο ακριβώς τις δυνάμεις εκείνες που πρόσκεινται στην Τουρκία και θεωρούνται λιγότερο αξιόμαχες.
Σε δύο ταμπλό
Ήδη, πάντως, η Άγκυρα έχει εντείνει την αποστολή οπλισμού, αλλά και την προώθηση δυνάμεών της νοτίως των συνόρων, ενώ από τα συριακά εδάφη που κατέχει στρατιωτικά, την Αλ Μπαμπ και τον πρώην κουρδικό θύλακα του Αφρίν, αντιστοίχως αποστέλλει ενισχύσεις του “Ελεύθερου Συριακού Στρατού” και εγκαθιστά αμάχους της Ίντλιμπ.
Την ίδια στιγμή επιχειρεί να κρατήσει τις ισορροπίες με τους εταίρους της στη διαδικασία της Αστάνα προχωρώντας στον χαρακτηρισμό της Ταχρίρ αλ Σαμς ως τρομοκρατικής οργάνωσης και συνδιαμορφώνοντας με τη Ρωσία, το Ιράν και τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, Στάφαν ντε Μιστούρα, τον κατάλογο καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών αντιπροσώπων στις συνταγματικές διαβουλεύσεις για το μέλλον της Συρίας.
Είναι δυνατή η επιστροφή στις αγκάλες της Δύσης;
Η Τουρκία παραμένει επί της ουσίας παγιδευμένη. Ενώ αναβιώνει τη ρητορική περί έξωσης του Άσαντ και συμπίπτει με τις δυτικές δυνάμεις στην καταγγελία οποιασδήποτε επέμβασης στην Ίντλιμπ, βρίσκεται ακόμη σε πολύ προβληματικό επίπεδο σχέσεων με τις ΗΠΑ, ενώ παραλλήλως έχει εντείνει με πολλούς τρόπους (αρχής γενομένης από τον ενεργειακό) την εξάρτησή της από τη Ρωσία.
Άλλωστε σε προηγούμενη προώθηση των συριακών δυνάμεων στην Ίντλιμπ το φθινόπωρο του 2017, το αντάλλαγμα που πρόσφερε η Μόσχα ήταν το πράσινο φως για την κατάληψη του Αφρίν. Όμως τυχόν νέα τουρκική επιχείρηση κατά των Κούρδων, σε αναζήτηση γοήτρου και ρόλου για την επόμενη μέρα, προορίζεται απλώς να οξύνει την αντιπαράθεση με την Ουάσινγκτον, στη φάση ακριβώς που οι ΗΠΑ καθιστούν σαφές ότι δεν σκοπεύουν να τερματίσουν συντόμως την παρουσία τους στη βορειοανατολική Συρία.