Το τέλος του Russiagate και η κληρονομιά
31/03/2019Το ουσιαστικό κλείσιμο της έρευνας του Αμερικανού ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μάλερ για το λεγόμενο Russiagate επιτρέπει στον ένοικο του Λευκού Οίκου και το περιβάλλον του να θριαμβολογούν, εφόσον, όπως μπορούσε να προβλέψει κανείς, δεν στοιχειοθετήθηκαν οι καταγγελίες περί συμπαιγνίας της προεκλογικής καμπάνιας Τραμπ με τον ρωσικό παράγοντα, ώστε να επηρεασθεί το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ το 2016. Μάλιστα ο Ντόναλντ Τραμπ προαναγγέλλει ότι θα περάσει στην αντεπίθεση, ελέγχοντας τον ρόλο προσώπων που τροφοδότησαν τη συγκεκριμένη έρευνα, την οποία “δεν θα πρέπει να ξαναπεράσει πρόεδρος”, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών επικρατεί προβληματισμός, αν όχι διχασμός, καθώς πολλά ηγετικά στελέχη επιμένουν στην συνέχιση της ίδιας γραμμής πλεύσης (λ.χ. με διεκδίκηση της πλήρους δημοσιοποίησης της έκθεσης Μάλερ, αμφισβήτηση της σπουδής του Γενικού Εισαγγελέα να κλείσει την υπόθεση, αξιοποίηση εκκρεμών ερωτημάτων ως προς την πιθανή προσπάθεια του Λευκού Οίκου να παρεμποδίσει το έργο της δικαιοσύνης κ.ο.κ.), ενώ ανερχόμενοι αστέρες του κόμματος τονίζουν την ανάγκη της στροφής σε ουσιαστικότερα πολιτικά ζητήματα που να αγγίζουν την πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
‘Ο,τι επί δυόμιση χρόνια βρέθηκε στο επίκεντρο της αμερικανικής επικαιρότητας, ως μία προσπάθεια απονομιμοποίησης του νικητή των τελευταίων προεδρικών εκλογών, καταλήγει σε ένα μάλλον άδοξο τέλος. Η σχέση του Τραμπ με το δικό του εκλογικό ακροατήριο παραμένει ακλόνητη (τουλάχιστον όσο δεν ξεδιπλώνονται οι αρνητικές επιπτώσεις της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής ειδικά για τις πολιτείες και τα κοινωνικά στρώματα που έκριναν τη μάχη του 2016), ενώ η εμμονή των Δημοκρατικών με τον “ρωσικό δάκτυλο” έχει αφήσει εν πολλοίς στο απυρόβλητο πάμπολλες προβληματικές επιλογές του Αμερικανού προέδρου – ιδίως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Δεν είναι αυτό ένα σκηνικό που δικαιολογεί αισιοδοξία από πλευράς όσων επιδιώκουν την εκθρόνιση του Τραμπ το 2020 – τουλάχιστον όχι όσο από την τωρινή πανσπερμία των πιθανών διεκδικητών του χρίσματος των Δημοκρατικών δεν προκύπτει μια φυσιογνωμία ισχυρή, ενωτική, αλλά και ικανή να εμπνεύσει τη βάση,
Άλλωστε, το ίδιο το Russiagate προέκυψε ουσιαστικά ως παρενέργεια των εσωτερικών διαμαχών των Δημοκρατικών, όταν το καλοκαίρι του 2016 άρχισαν να εμφανίζονται στο Wikileaks (το πιθανότερο από εσωτερική διαρροή παρά από κυβερνοεισβολή) τα έγγραφα της κομματικής ηγεσίας και της καμπάνιας της Χίλαρι Κλίντον, που αποκάλυπταν αθέμιτους χειρισμούς για τον παραγκωνισμό της υποψηφιότητας του Μπέρνι Σάντερς – του μόνου πολιτικού που σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις ήταν σε θέση να νικήσει τον Τραμπ.
Το κατεστημένο των Δημοκρατικών δείχνει αποφασισμένο να μην επιτρέψει παρεκκλίσεις προς τα αριστερά, αλλά να επιμείνει σε έναν συνδυασμό “ταυτοτικών πολιτικών” με ψυχροπολεμικές πινελιές. Το πρώτο σκέλος αυτής της γραμμής βασίζεται στην σταδιακή δημογραφική μετατροπή των ΗΠΑ σε χώρα “πλειοψηφουσών μειονοτήτων”. Το δεύτερο σκέλος, ατυχώς, αποτελεί την διαρκή κληρονομιά του Russiagate στην διεθνή σκηνή.
Το τέλος της έρευνας Μάλερ δεν πρόκειται να φέρει θεαματική βελτίωση των βαριά τραυματισμένων αμερικανο-ρωσικών σχέσεων – πόσω μάλλον που το Κογκρέσο έχει νομοθετήσει ότι μόνο το ίδιο μπορεί να επιτρέψει τυχόν άρση των κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Η αντιπαράθεση όσων προέκριναν ως πρώτο αντίπαλο των ΗΠΑ την Κίνα (και άρα αποζητούσαν α λα Τραμπ τον προσεταιρισμό της Ρωσίας) με όσους φρονούσαν το αντίθετο είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να εφαρμοστούν και οι δύο γραμμές. Για πρώτη φορά έτσι Μόσχα και Πεκίνο ωθούνται σε στρατηγική σύμπραξη υπό την αμερικανική πίεση.
Έτερο κληροδότημα της υπόθεσης Russiagate είναι η κατοχύρωση στον δημόσιο λόγο της Δύσης της προσπάθειας (υπέρ) κρατικού ελέγχου της ροής της πληροφορίας, στο όνομα του ελέγχου των fake news. Το ότι αυτό προέκυψε από μία θεωρία συνομωσίας περί ρωσικού δακτύλου η οποία τροφοδοτήθηκε από υπηρεσίες όπως η CIA ή το FBI και υπηρετήθηκε από τα μεγαλύτερα mainstream μέσα ενημέρωσης με ζήλο εφάμιλλο αυτού για τα “όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ”, απλώς υπογραμμίζει την ειρωνεία του πράγματος.