Εμμανουέλ Μακρόν, ο τελευταίος επιζών
05/05/2017Ο πρώτος γύρος της προεδρικής εκλογής στη Γαλλία διέψευσε τις «Κασσάνδρες» και της Αριστεράς και της Δεξιάς που περίμεναν πιο ριζοσπαστικό αποτέλεσμα. Η λαϊκή ετυμηγορία δεν ήταν τόσο ριζοσπαστική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ανατρέπει το πολιτικό σκηνικό. Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται μια αντίφαση ανάμεσα στην εκφρασμένη γενική επιθυμία αλλαγής του πολιτικού συστήματος και στην υπερψήφιση του υποψηφίου που επαγγέλλεται τις λιγότερες αλλαγές του.
Προφανώς, ο πόλος του, παρόλο που κινείται στον χώρο του συστήματος, θεωρήθηκε ότι φέρνει κάποια ανανέωση, χωρίς όμως τον κίνδυνο της αβεβαιότητος. Πως αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η επιτυχία ενός Μακρόν, όταν ο υποτιθέμενος σεναριογράφος του, ο Φρανσουά Ολάντ, δεν συγκέντρωνε ο ίδιος ούτε 10% σε δημοφιλία;
Ακόμη μια φορά αποδεικνύεται ότι από όσους γράφουν σενάρια, ο πιο αξιόπιστος είναι αυτός που δεν γράφει ούτε εφευρίσκει τίποτα, είναι η ίδια η πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, η «τιμωρητική» ψήφος υπέρ της Λεπέν δεν ήταν τόσο σαρωτική όσο αναμενόταν από τις δημοσκοπήσεις. Στην ουσία το ποσοστό της ήταν ελαφρώς μόνον υψηλότερο από το ποσοστό που είχε πάρει ο πατέρας της το 2002: 21,7% έναντι 18,7%.
Τρίτο συμπέρασμα από το αποτέλεσμα είναι οπωσδήποτε η κατάρρευση του δικομματικού συστήματος που είχε κυβερνήσει την Γαλλία τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες. Με τον αποκλεισμό των υποψηφίων τους από τον δεύτερο γύρο, βαθύτατη εσωκομματική κρίση επισπεύδεται και ξεσπά τόσο στο χώρο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Σοσιαλιστών. Ενώ οι υποψήφιοί τους (Φιγιόν και Αμόν) είχαν αναδειχθεί όχι από την κομματοκρατία, αλλά μέσω προκριματικής εκλογής με τη συμμετοχή εκατομμυρίων ψηφοφόρων, εν τούτοις η όλη διαδικασία διαβάλλεται ως «στημένη» από τους αντίστοιχους κομματικούς μηχανισμούς.
Αυτή η κοινωνική καχυποψία έδωσε τη δυνατότητα στον Μακρόν να προβάλλεται ως «ανεξάρτητος» υποψήφιος, τοποθετούμενος «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς». Αυτές οι έννοιες βαρύνονται πλέον με το «αμάρτημα» του «κρυφού και διακριτικού κομματισμού». Όμως, στην ουσία, αφού ο Μακρόν δεν έχει κάποιο πολιτικό μηχανισμό, είναι υποχρεωμένος να μαζεύει τις «τσόντες» από τους οργανισμούς που καταρρέουν.
Δύσκολο να φαντασθούμε, λοιπόν, ότι αποτελεί φορέα κάποιας νέας εποχής. Στην πραγματικότητα, ο Μακρόν δεν είναι παρά ο ύστατος επιζών από το πολιτικό σύστημα που σήμερα βρίσκεται υπό κατάρρευση. Το παλαιό σύστημα καταρρέει, αλλά το νέο δεν έχει ακόμη αναδυθεί και στο μεσοδιάστημα υπεισέρχονται σημεία και τέρατα (ας θυμηθούμε ακόμη μια φορά τον Γκράμσι!).
Τελος, ερχόμαστε στον Μελανσόν, ο οποίος, ενώ ήταν υποψήφιος, χωρίς κομματική στήριξη από πουθενά, εν τούτοις κατέγραψε κι αυτός μια εντυπωσιακή πορεία μέσα σε ένα μήνα. Οπωσδήποτε, η επίδοση σχεδόν 20% της πέραν των Σοσιαλιστών Αριστεράς συνιστά αξιοσημείωτο γεγονός. Ουδέποτε άλλοτε, μετά το 1981, αυτή η Αριστερά είχε καταγράψει υψηλότερο ποσοστό από την σοσιαλιστική συνιστώσα.
Αυτό σημαίνει, αν μη τι άλλο, ότι παρόλο που ο υποψήφιός της δεν βρέθηκε μεταξύ των δυο πρώτων, εν τούτοις η Αριστερά των κινημάτων βγαίνει οπωσδήποτε ενισχυμένη. Και μάλιστα σε μια εποχή, κατά την οποία όλοι προέβλεπαν την συρρίκνωση, ακόμη και τον παραμερισμό της από την ομάδα των βασικών παικτών της πολιτικής.
Ίσως τελικά αυτό να είναι το μέχρι στιγμής συμπέρασμα από το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου: τα δυο κατ’ εξοχήν συστημικά κόμματα κατέρρευσαν και μαζί με αυτά κατέρρευσε και το σύστημά τους. Ο ακροδεξιός κίνδυνος αναβλήθηκε τουλάχιστον για μια πενταετία και η Αριστερά επανέρχεται στο προσκήνιο, αλλά με πιο ριζοσπαστικούς όρους.
Φυσικά, το τελευταίο συμπέρασμα δεν ισχύει παρά υπό τον αυστηρό όρο ότι η Αριστερά θα πάψει να είναι απλός παρατηρητής και σχολιαστής της εικόνας των εκλογικών αποτελεσμάτων και θα γίνει αυτό που οφείλει να είναι και αυτό που η κοινωνία αναμένει από αυτή. Δηλαδή να γίνει ενεργός διαμορφωτής των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων.
Με την κατίσχυση του Μακρόν δεν εξέλιπε ο κίνδυνος της γαλλικής Ακροδεξιάς. Απλώς αυτός μετατίθεται για το τέλος της νέας πενταετίας. Ταυτοχρόνως, ανοίγει ο δρόμος για την γαλλική Αριστερά να μετατρέψει τις σημερινές νοσηρές συνθήκες που εκτρέφουν τις ακραίες «λύσεις» σε καταστάσεις που απομακρύνουν από αυτές. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν η Ακροδεξιά είχε κατισχύσει στον πρώτο γύρο, τότε το νοσηρό πεδίο θα είχε ολοκληρωθεί και κάθε δυνατότητα αλλαγής του θα ήταν πλέον προβληματική.