Η σκοτεινή υπόθεση των χημικών και η στροφή του Τραμπ
10/04/2017Γράφει ο Σταύρος Λυγερός –
Η αμερικανική πυραυλική επίθεση εναντίον της συριακής βάσης Σαϊράτ τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή μπορεί μην ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι πάντα στο τραπέζι και προς το παρόν αναπάντητο: πρόκειται για μία τακτική κίνηση του προέδρου Τραμπ με σκοπό να επιδείξει αποφασιστικότητα, να διασκεδάσει τις κατηγορίες ότι φλερτάρει με τον Πούτιν και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εκτονώσει την πίεση που υφίσταται στο εσωτερικό; Ή μήπως η κίνησή του συνιστά την αρχή μίας στροφής με σκοπό την προσαρμογή του στο νεοψυχροπολεμικό στρατηγικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει το αμερικανικό “βαθύ κράτος”;
Οι περισσότερες ενδείξεις οδηγούν προς την πρώτη εκδοχή. Ο Λευκός Οίκος φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι πρόκειται για προληπτικό πλήγμα και όχι για την αρχή μίας ευρύτερης επέμβασης. Εκπρόσωπος του Πενταγώνου, μάλιστα, ξεκαθάρισε ότι η πυραυλική επίθεση δεν συνιστά στροφή. Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί δεν επιχείρησαν να καταστρέψουν τις συριακές συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων είναι μία ένδειξη πως δεν προτίθενται να κλιμακώσουν, στέλνοντας τα βομβαρδιστικά τους.
Από την άλλη πλευρά, η απόφαση του Τραμπ να υποχωρήσει στις σχετικές πιέσεις και να απομακρύνει τις προηγούμενες ημέρες τον κορυφαίο πολιτικό σύμβουλό του από το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι μία έμμεση ένδειξη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πρόωρο και παρακινδυνευμένο κάθε συμπέρασμα. Το έργο, άλλωστε, έχει ξαναπαιχτεί με μεγάλη επιτυχία και πιθανότατα δεν είναι η τελευταία φορά που τα χημικά θα επιστρατευθούν και ως επικοινωνιακό όπλο για να δημιουργήσουν πολιτικά και ενδεχομένως και στρατιωτικά τετελεσμένα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Επιθέσεις με χημικά έχουν πραγματοποιηθεί και στο παρελθόν, προκαλώντας όχι μόνο θύματα και παγκόσμια κατακραυγή, αλλά και πολιτικές-στρατιωτικές αντιδράσεις. Το 2012, ο Άσαντ είχε παραδεχθεί πως διαθέτει χημικά και από την πλευρά του ο πρόεδρος Ομπάμα είχε χαρακτηρίσει κόκκινη γραμμή τη χρήση τους. Ένα χρόνο αργότερα, στις 21 Αυγούστου 2013, πραγματοποιήθηκε επίθεση με αέριο σαρίν εναντίον ανταρτοκρατούμενων περιοχών κοντά στη Δαμασκό, προκαλώντας μεγάλο αριθμό θανάτων και πολλά ερωτηματικά για τους πραγματικούς δράστες.
Η Δύση είχε τότε επιρρίψει την ευθύνη στο καθεστώς, παρότι αυτό αρνιόταν κατηγορηματικά. Μερικές ημέρες αργότερα, με την παρέμβαση της Μόσχας, ο Άσαντ συμφώνησε να παραδώσει το χημικό οπλοστάσιό του στον Διεθνή Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων. Ήταν ο όρος για να αποφύγει μία δυτική επίθεση.
Ένα χρόνο αργότερα (Σεπτέμβριος 2014), έγιναν επιθέσεις με αέριο χλωρίου στις επαρχίες Χάμα και Ιντλίμπ. Οι επαρχίες αυτές ελέγχονταν κυρίως από την οργάνωση Αλ Νούσρα (επίσημο κλαδί της Αλ Κάιντα στη Συρία) και από τζιχαντιστικές οργανώσεις που καθοδηγούνται από την Άγκυρα. Και σ’ αυτή την περίπτωση η Δύση επέρριψε την ευθύνη στο καθεστώς. Το ίδιο συνέβη και στο επόμενο περιστατικό, όταν στις 16 Μαρτίου 2015 σημειώθηκε επίθεση με αέριο χλωρίου στην περιοχή του Ιντλίμπ, η οποία ακόμα και σήμερα ελέγχεται από τους τζιχαντιστές.
Τον Οκτώβριο 2016, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παρέλαβε την εμπιστευτική έκθεση ερευνητικής επιτροπής, η οποία εξέτασε εννέα περιπτώσεις –μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης– χρήσης χημικών στη Συρία. Απέδωσε την ευθύνη στον Άσαντ για τρεις από αυτές και στο Ισλαμικό Κράτος για μία. Πριν από 40 ημέρες, Ρωσία και Κίνα άσκησαν βέτο και εμπόδισαν ψήφισμα των Δυτικών, το οποίο ζητούσε την επιβολή κυρώσεων στη Συρία με το επιχείρημα ότι κάνει χρήση χημικών όπλων.
Και μόνο το γεγονός ότι η ερευνητική επιτροπή παραδέχεται ότι οι τζιχαντιστές διαθέτουν και έχουν τουλάχιστον μία φορά χρησιμοποιήσει χημικά, εγείρει ερωτηματικά για την τωρινή σπουδή σύσσωμης της Δύσης. Πριν ακόμα πραγματοποιηθεί ούτε στοιχειώδης έρευνα, επιρρίπτει και πάλι την ευθύνη στον Άσαντ για την αποτρόπαιη επίθεση με χημικά πριν λίγες ημέρες στην πόλη Χαν Σεϊχούν της επαρχίας Ιντλίμπ.
Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι κατηγορίες συνοδεύθηκαν και από στρατιωτική ενέργεια. Αφού τις δύο πρώτες ημέρες καλλιεργήθηκε το αναγκαίο κλίμα από κυβερνήσεις και Μίντια, τη νύχτα της Πέμπτης προς την Παρασκευή αμερικανικά πλοία που βρίσκονται στη Μεσόγειο εκτόξευσαν 59 πυραύλους εναντίον της βάσης Σαϊράτ, κοντά στην πόλη Χομς.
Τα ερωτηματικά για τη σπουδή της Δύσης δεν πηγάζουν, βεβαίως, από την ηθική του καθεστώτος Άσαντ. Η διεθνής πείρα μας διδάσκει, ωστόσο, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι φρόνιμο να εστιάζουμε στις πολιτικές σκοπιμότητες και όχι να μας απασχολεί η έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη ηθική των εμπλεκομένων. Με άλλα λόγια, μας διδάσκει να ακολουθούμε τον χρυσό κανόνα που μας υποδεικνύει να ψάχνουμε τον ένοχο με κριτήριο το ποιος επωφελείται.
Το τελευταίο διάστημα, με τη βοήθεια ιρανικών πολιτοφυλακών, της Χεζμπολά και κυρίως των Ρώσων, ο συριακός στρατός είχε ανακτήσει τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της επικράτειας που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων. Πρόσφατη επιτυχία του καθεστώτος ήταν η μετά από πολύνεκρες μάχες κατάληψη του Χαλεπίου.
Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός, μάλιστα, πως όταν τα κυβερνητικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη, μαζί με τους πολιορκημένους συνέλαβαν και δεκάδες δυτικούς και Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι ήταν στρατιωτικοί σύμβουλοι της Αλ Νούσρα (Αλ Κάιντα) και των άλλων τζιχαντιστών! Δεν πρόκειται για αμφισβητούμενη πληροφορία. Τα ονόματα των συλληφθέντων δόθηκαν επισήμως στον ΟΗΕ και δεν υπήρξε διάψευση.
Το προηγούμενο διάστημα, οι στρατιωτικές επιτυχίες του συριακού στρατού, η ισχυρή παρουσία και ο καθοριστικός ρόλος της Ρωσίας, καθώς και η ανάγκη να εξαλειφθεί το Ισλαμικό Κράτος υποχρέωσαν τη Δύση να βάλει νερό στο κρασί της όσον αφορά την επιδίωξή της να ανατρέψει ολοκληρωτικά το καθεστώς.
Ευρισκόμενος σε πλεονεκτική θέση στο στρατιωτικό και κατ’ επέκτασιν και στο πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο, για ποιο λόγο ο Άσαντ να χρησιμοποιήσει χημικά; Στο επιχειρησιακό επίπεδο δεν θα κέρδιζε το παραμικρό, προκαλώντας τον θάνατο μερικών δεκάδων κυρίως αμάχων. Στο δε πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο, έχοντας και την πείρα από τα προηγούμενα περιστατικά χρήσης χημικών όπλων, γνώριζε άριστα όχι μόνο πως οι Δυτικοί θα του επιρρίψουν αμέσως την ευθύνη, αλλά και πως θα πλήρωνε υψηλό κόστος και θα έδινε το πιο πολύτιμο δώρο στους εχθρούς του.
Μόνο ένας παρανοϊκός που δεν αντιλαμβάνεται ούτε στοιχειωδώς το συμφέρον του θα χρησιμοποιούσε χημικά. Ο Άσαντ μπορεί να είναι δικτάτορας και να μην έχει ηθικούς φραγμούς, αλλά έχει αποδείξει ότι γνωρίζει πολύ καλά το συμφέρον του. Και εάν ακόμα υποθέσουμε ότι ο ίδιος είναι ένας άρρωστος σαδιστής, οι Ρώσοι που τον ελέγχουν δεν θα τον άφηναν ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο. Όλα λοιπόν, οδηγούν στην εκτίμηση πως οι πραγματικοί δράστες είναι αυτοί που επωφελούνται από το κλίμα που δημιούργησε διεθνώς η χρήση των χημικών.
Στη Συρία, άλλωστε, διασταυρώνονται πολλές πολιτικές σκοπιμότητες. Το νεοψυχροπολεμικό ρεύμα, που κυριαρχεί στο αμερικανικό κατεστημένο για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, είχε θεωρήσει την εξέγερση εναντίον του Άσαντ χρυσή ευκαιρία για να ξεμπερδεύει με ένα μη αρεστό καθεστώς. Κυρίως, όμως, για να πετάξει τη Ρωσία έξω από τη Μεσόγειο, δεδομένου ότι οι μόνες ρωσικές βάσεις στην ευρύτερη περιοχή είναι στη βορειοδυτική Συρία.
Η θεώρηση αυτή συνδέεται και επηρεάζεται από τις ειδικές πολιτικές σκοπιμότητες του Τελ Αβίβ. Για τους Ισραηλινούς, το αποδυναμωμένο καθεστώς Άσαντ είναι ο ιδανικός εχθρός, με την έννοια ότι δεν αντιπροσωπεύει κατ’ ουδένα τρόπο απειλή. Παρόλα αυτά, επιδιώκουν την ανατροπή του, επειδή γι’ αυτούς το μείζον είναι να σπάσει η σιιτική αλυσίδα που συνδέει το Ιράν με τη Χεζμπολάχ, μέσω του Ιράκ και της Συρίας. Υπενθυμίζουμε ότι η Χεζμπολάχ είναι η μόνη που το 2006 υποχρέωσε τον ισραηλινό στρατό να υποχωρήσει ουσιαστικά ηττημένος από τον Λίβανο.
Ας σημειωθεί ότι Ισραηλινός αξιωματούχος έχει ομολογήσει δημοσίως πως η ύπαρξη του σουνιτικού Ισλαμικού Κράτους βολεύει το Τελ Αβίβ. Όσο οι τζιχαντιστές πολεμούν το καθεστώς Άσαντ και δεν στρέφονται εναντίον του Ισραήλ, θεωρούνται χρήσιμοι! Γι’ αυτό και ενώ οι Ισραηλινοί βομβάρδισαν επανειλημμένως και συριακές βάσεις και δυνάμεις της Χεζμπολάχ εντός της Συρίας, δεν έχουν ρίξει ούτε μία σφαίρα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, ή άλλων τζιχαντιστών.
Ως πρόεδρος, ο Ομπάμα κινήθηκε στη γραμμή της ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, αλλά με μετριοπάθεια και πολύ προσοχή. Για την ακρίβεια, απέφυγε επιμελώς κινήσεις που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν την αμερικανική εμπλοκή στο συριακό μέτωπο και πολύ περισσότερο απέφυγε την αποστολή χερσαίων δυνάμεων και βεβαίως την αντιπαράθεση με τους Ρώσους. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν ότι η ανατροπή του καθεστώτος άρχισε ως στόχος να χάνει έδαφος. Για την ακρίβεια, εμμέσως δεν αποκλειόταν πολιτική λύση που θα άφηνε ρόλο όχι μόνο στο κυβερνών κόμμα Μπάαθ, αλλά ακόμα και στον ίδιο τον Άσαντ.
Η θέση του Τραμπ από την προεκλογική περίοδο ήταν σαφής: Χαρακτήριζε τον Άσαντ «μπάσταρδο», αλλά δήλωνε πως όσο αυτός δεν απειλεί τα αμερικανικά συμφέροντα η Ουάσιγκτον δεν επιδιώκει την ανατροπή του. Προ ημερών μόλις, στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου. Δήλωσε ότι η αλλαγή καθεστώτος στη Συρία δεν είναι προτεραιότητα της αμερικανικής κυβέρνησης και ότι είναι αρμοδιότητα των Σύριων να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τον Άσαντ.
Η θέση αυτή είναι αντίθετη με δύο ισχυρές τάσεις στην αμερικανική πολιτική ελίτ. Πρώτον, με την τάση των Δημοκρατικών να επεμβαίνουν ανά τον κόσμο, προβάλλοντας ιδεαλιστικά επιχειρήματα ηθικολογικού χαρακτήρα. Δεύτερον, με την τάση των νεοσυντηρητικών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι οποίοι θεωρούν τις στρατιωτικές επεμβάσεις αναγκαίο εργαλείο για να επιβάλλονται αρεστά καθεστώτα και να διαμορφώνονται ευνοϊκοί συσχετισμοί δυνάμεων στα περιφερειακά συστήματα.
Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως ότι ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τίλερσον δήλωσε πως η επόμενη ημέρα δεν περιλαμβάνει τον Άσαντ. Η διαφοροποίησή του από τον Λευκό Οίκο δεν είναι, βεβαίως, άσχετη με τον άτυπο εμφύλιο πολιτικό πόλεμο που μαίνεται στην Ουάσιγκτον τους τελευταίους μήνες. Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η επιθετική δήλωσή του ότι η Ρωσία έχει ευθύνη που δεν εξαλείφθηκαν τα χημικά όπλα της Δαμασκού.
Όλα αυτά συμβαίνουν, μάλιστα, όταν αρχίζει ο διμερής διάλογος για τη διαμόρφωση των όρων ενός modus vivendi Ουάσιγκτον-Μόσχας. Διάλογος που εκ των πραγμάτων θα συμπεριλάβει και το πρόβλημα της Συρίας. Με το πυραυλικό πλήγμα ο Τραμπ ανταποκρίνεται στο κλίμα που καλλιέργησαν εξαρχής οι εσωτερικοί αντίπαλοί του. Ταυτοχρόνως στέλνει και ένα μήνυμα αποφασιστικότητας προς τον Πούτιν, προκειμένου να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα ενόψει ακριβώς του προαναφερθέντος διαλόγου.
Ας σημειωθεί ότι η αεροπορική βάση Σαϊράτ, που σήμερα φιλοξενεί δύο σμήνη SU-22, είχε αποφασισθεί να εκσυγχρονισθεί για να φιλοξενήσει και ρωσικά μαχητικά και βομβαρδιστικά. Ο βομβαρδισμός της, λοιπόν, έχει και τη διάσταση ότι στέλνεται ένα έμμεσο αλλά έμπρακτο μήνυμα στη Μόσχα για να αποτρέψει την περαιτέρω ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στη Συρία.
Οι απότομες στροφές και η επίδειξη πυγμής είναι στοιχεία της προσωπικότητας του Τραμπ και είχαν φανεί το προηγούμενο διάστημα σε άλλα ζητήματα. Ως επιχειρηματίας δεν θέλει να θεωρείται από τους αντιπάλους του προβλέψιμος. Είναι ενδεικτική η απάντησή του, όταν δημοσιογράφος του επισήμανε τη στροφή του: «Άλλαξα. Είμαι ευέλικτος και είμαι υπερήφανος για την ευελιξία μου»!
Εξίσου ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τις ίδιες ημέρες που ανοίγει μέτωπο με τη Μόσχα και που υποδέχεται τον Κινέζο ηγέτη για συνομιλίες προκαλεί το Πεκίνο, εγκαθιστώντας στη Νότιο Κορέα προηγμένο αντιπυραυλικό σύστημα. Η επίθεση στη Συρία, άλλωστε, είναι εκ των πραγμάτων και μία έμμεση προειδοποίηση προς τη Βόρειο Κορέα.
Όλα δείχνουν πως ο Τραμπ έχει εδραιωμένες κάποιες γενικές απόψεις, τις οποίες με ελιγμούς και εκπτώσεις επιχειρεί να τις μετατρέψει σε επίσημη αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η διαδικασία αυτή είναι στην αρχή της και αναπόφευκτα προκαλεί μεγάλες εσωτερικές τριβές και συγκρούσεις, οι οποίες επηρεάζουν όχι μόνο τους υπουργούς του, αλλά και τις επιλογές του ίδιου.
Προς το παρόν, πάντως, εισέπραξε τις επιδοκιμασίες και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των αντιπάλων του στο Κογκρέσο. Το Ισραήλ επικρότησε, κάνοντας, μάλιστα, αναφορά στο Ιράν. Η πρωτεύουσα, όμως, που χειροκρότησε πιο δυνατά ήταν η Άγκυρα. Ο Ερντογάν ελπίζει σε μία στρατηγική στροφή του Τραμπ, η οποία θα βγάλει την Τουρκία από τη δύσκολη θέση, στην οποία έχει περιέλθει.
Υπενθυμίζουμε ότι στην αρχή του συριακού πολέμου, ο Ερντογάν είχε αναλάβει με τις ευλογίες της Δύσης την εργολαβία να υποστηρίξει παντοιοτρόπως τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (άθροισμα αντικαθεστωτικών ανταρτικών ομάδων τζιχαντιστικού κατά κανόνα χαρακτήρα) με σκοπό την ανατροπή του Άσαντ. Θεωρούσε πως με τον τρόπο αυτό θα κατάφερνε να εγκαθιδρύσει ένα σουνιτικό καθεστώς, το οποίο θα μετέτρεπε τη Συρία σε άτυπο προτεκτοράτο της Τουρκίας.
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν διαφορετικά απ’ ότι τα υπολόγιζε η Άγκυρα. Η ορατή προοπτική δημιουργίας κουρδικού κρατικού μορφώματος στη βόρειο Συρία έχει προκαλέσει νευρική κρίση στους νεοοθωμανούς, εξωθώντας τους να εμπλακούν ευθέως και στρατιωτικά στο συριακό ναρκοπέδιο. Τώρα, ο Ερντογάν ζητάει να δημιουργηθεί ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, καθώς και χερσαίες ζώνες ασφαλείας, προφανώς υπό τουρκικό έλεγχο.
Κάτι τέτοιο, όμως, είναι μάλλον απίθανο. Πέρα από την καταγγελία της αμερικανικής επίθεσης και το μπλοκάρισμα του δυτικού ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Μόσχα έκανε ένα πρόσθετο βήμα: ανέστειλε τη συμφωνία της με την Ουάσιγκτον για την ασφάλεια των πτήσεων στη Συρία. Εάν η ανταλλαγή πληροφοριών σταματήσει μπορεί αυτή η απόφαση να έχει συνέπειες.
Η Ουάσιγκτον, πάντως, δήλωσε πως οι Ρώσοι είχαν προειδοποιηθεί και αυτό μάλλον επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δεν είχαν απώλειες. Το γεγονός αυτό αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρξε κάποιου είδους συνεννόηση και μία σιωπηρή ρωσική ανοχή. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, δεν αφορά τόσο την αντίδραση της Μόσχας, όσο το γεγονός ότι εφεξής ο Τραμπ είναι ευάλωτος πολιτικά.
Τί θα πράξει εάν το επόμενο διάστημα κάποιοι στήσουν μία προβοκάτσια με χρήση χημικών στη Συρία; Είναι δεδομένο ότι το ισχυρό (και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη) νεοψυχροπολεμικό ρεύμα θα σπεύσει να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να καλλιεργήσει κλίμα και με βάση αυτό να του ασκήσει πιέσεις να κλιμακώσει την αμερικανική επέμβαση στη Συρία. Θα παρασυρθεί από το κλίμα που θα έχουν προκαλέσει τρίτοι και θα κλιμακώσει; Είναι πολλοί, άλλωστε, που έχουν συμφέρον να τον εξωθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Εκτός από τους εσωτερικούς αντιπάλους του, πρώτη και καλύτερη είναι η Άγκυρα και βεβαίως οι τζιχαντιστές που ηττώνται στα πολεμικά μέτωπα και αναζητούν σανίδα σωτηρίας. Προφανώς, θα ήταν αστείο να θεωρήσουμε πως θα είχαν ηθικούς ενδοιασμούς.