Ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος στις ΗΠΑ – Οι επιπτώσεις για τον κόσμο
27/01/2021Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στις δομικές εξελίξεις στην οικονομία των ΗΠΑ. Όπως είναι φυσικό, οι τεκτονικές μετατοπίσεις στην οικονομία προκαλούν σημαντικές μεταβολές και στην κοινωνία. Ένα κομμάτι της αμερικάνικης κοινωνίας κερδίζει και ευημερεί, διότι ωφελείται από την παγκοσμιοποίηση. Ένα άλλο κομμάτι της όμως μένει πίσω και λοιδορείται, ως καθυστερημένο ή ως μη ανταγωνιστικό.
Στην πράξη τίποτα δεν είναι τόσο απλό, αφού η συντελούμενη αναδιανομή πλούτου τροφοδοτείται από μια αδιατήρητη διαδικασία. Δεν κερδίζουν δηλαδή ακριβώς οι πιο “ανταγωνιστικοί”, αλλά αυτοί που μπορούν να αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους δίνει η παγκοσμιοποίηση ή είναι σε θέση να ιππεύουν τις αντιφάσεις τους συστήματος.
Πράγματι, η Αμερική με τη συσσώρευση χρέους και το συνεχές τύπωμα δολαρίων φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία που πιθανώς οδηγεί σε ένα αδιέξοδο. Μέσα, όμως, από αυτή τη διαδικασία οι ΗΠΑ συνεχίζουν να καταναλώνουν και μια “παγκοσμιοποιητική” ελίτ συσσωρεύει τεράστια κέρδη. Από την άλλη μεριά χτίζεται και η παραγωγική βάση των πλεονασματικών χωρών (Κίνα και Γερμανία), οι οποίες ευημερούν με τα “τυπωμένα” αμερικανικά δολάρια.
Σε αυτό το πλαίσιο, κοινωνικές δυνάμεις στις ΗΠΑ (αλλά και στη Βρετανία), οι οποίες σταδιακά μένουν πίσω, επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την πολιτική, ως αυτό που πάντα ήταν: ως εργαλείο για να βελτιώσουν τη θέση τους στον καταμερισμό πλούτου. Και με αυτή τη λογική επιχειρούν μια αναδίπλωση στο εθνικό κράτος, διότι καταλαβαίνουν ενστικτωδώς ότι το εθνικό κράτος μπορεί να τους επαναφέρει τον έλεγχο που τους στερεί η παγκοσμιοποίηση.
Πάνω από όλα, μπορεί να τους δώσει μια εκλεγμένη από αυτούς κυβέρνηση, η οποία θα είναι υπόλογη για την ευημερία τους. Σε αυτή την εσωτερική λαϊκή απαίτηση θα πρέπει να αποδοθεί τόσο το Brexit όσο και το συμφυές φαινόμενο της προεδρίας Τραμπ. Ένα τμήμα λοιπόν της αμερικανικής κοινωνίας επανακάμπτει προς το εθνικό περιεχόμενο, αναζητώντας μια συλλογική ταυτότητα που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αμερικάνικη ισχύ.
Διχασμός
Το τμήμα αυτό –με τις όποιες παραλλαγές του– αποτελεί και την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικανών. Μια βάση που σε ένα τμήμα της ριζοσπαστικοποιείται και αποκτά αντισυστημικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να ταυτίζεται ή να εκφράζεται περισσότερο από τον Τραμπ, παρά από το παραδοσιακό κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας κινείται προς τον ατομικισμό, βλέποντας ως φυσικό του χώρο αυτόν που οικοδομεί η παγκοσμιοποίηση. Αυτό το κομμάτι αποτελεί τη βάση των Δημοκρατικών και εν πολλοίς τους καθορίζει. Πράγματι, εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων και οι Δημοκρατικοί έχουν μεταλλαχθεί πολιτικά, αγκαλιάζοντας πλέον τις λεγόμενες ταυτοτικές πολιτικές (identity politics), τις μειονότητες, τα κινήματα δικαιωμάτων και τους μετανάστες που εισέρχονται αυθαίρετα στις ΗΠΑ (και αποτελούν εν δυνάμει μελλοντικούς ψηφοφόρους τους).
Πρόκειται για μια πολιτική που δεν αναζητεί μια συλλογική ταυτότητα, αλλά που προσπαθεί να διασφαλίσει τα δικαιώματα ή την έκφραση ομάδων με βάση τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους. Είναι η νέα κοινωνία που καθιερώνει η παγκοσμιοποίηση, μια κοινωνία ατομικοτήτων, χωρίς κοινό δημόσιο παρελθόν, που θέλει να γκρεμίσει σύμβολα, βάθρα και παραδόσεις. Μια κοινωνία που αποθεώνει την ατομικότητα και θεωρεί ότι το δικαίωμά της είναι η ισότητα στην απόλαυση, χωρίς φραγμούς και συλλογικές αναφορές.
Και εδώ είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο συναντιούνται η διεθνιστική αριστερά και ο μεταεθνικός νεοφιλελευθερισμός. Διότι η αριστερά του δικαιωματισμού και των ταυτοτικών πολιτικών, βρίσκει με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να αναβαπτίσει τον παλιό διεθνισμό της στον νέο οικουμενισμό, που παράγει η παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών. Αντίστοιχα, ο νεοφιλελευθερισμός οραματίζεται τον κόσμο μέσα από τη φιλελεύθερη ουτοπία της ενιαίας αγοράς. Μιας αγοράς που λειτουργεί χωρίς φραγμούς από εθνικές κυβερνήσεις και χωρίς συλλογικές αναφορές.
Μεταναστευτικό και δημογραφικό
Στην επιτάχυνση αυτών των ιδεολογικό-πολιτικών ζυμώσεων, ρόλο καταλύτη παίζει και η δημογραφική μεταβολή που έχει προκαλέσει στις τελευταίες δεκαετίες η μαζική διείσδυση μεταναστών στις ΗΠΑ. Πρόκειται κυρίως για ισπανόφωνους μετανάστες από τη Λατινική Αμερική, αλλά και για μετανάστες που προέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου.
Σε αντίθεση όμως με το παρελθόν, αυτοί οι νέοι μετανάστες δεν ενσωματώνονται στο “αμερικανικό όνειρο”, γιατί εισέρχονται σε μια κοινωνία κατακερματισμένη, η οποία έχει χάσει τις παλιές συλλογικές της αξίες. Εξαιρουμένων δε, μερικών οικονομικών κλάδων, έχει χάσει και τον παλιό παραγωγικό της δυναμισμό. Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν διαμορφώσει μια κοινωνία πολυφυλετική και πολυταυτοτική.
Μια κοινωνία υποσυνόλων, μεταξύ των οποίων οι φυγόκεντρες δυνάμεις συχνά εκδηλώνονται με τέτοια ένταση, ώστε οι μόνοι συνεκτικοί παράγοντες να είναι οι κρατικοί θεσμοί και οι δυνάμεις ασφαλείας. Αυτό το είδαμε πολύ καλά στις πρόσφατες αναταραχές στις ΗΠΑ, οι οποίες ξεκίνησαν με αφορμή τον θάνατο του αφροαμερικανού Τζ. Φλόιντ, αλλά πολύ σύντομα ξεπέρασαν κάθε έννοια κοινωνικής διαμαρτυρίας. Έφτασαν έτσι σε πολλές Πολιτείες να τροφοδοτήσουν ακόμη και φαινόμενα οχλοκρατίας και γενικευμένης ανομίας.
Σε αυτή την αποδόμηση της αμερικανικής κοινωνίας, εκτός από τους παράγοντες που αναφέραμε, σημαντικό ρόλο φαίνεται να έχει παίξει και η επί δεκαετίες εσωτερική υπονόμευση από τα περίφημα ενεργά μέτρα (active measures) της KGB. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, διάφοροι Σοβιετικοί πράκτορες που είχαν αυτομολήσει στη Δύση, μιλούσαν για μια συστηματική και μεγάλης κλίμακας υπονόμευση του αξιακού πλαισίου της κοινωνίας, των προτύπων της και των θεσμών της.
Πολιτική σύγκρουση
Επρόκειτο για μια υπονόμευση που τα αποτελέσματά της θα φαίνονταν μετά από μια-δύο γενεές, όταν αυτές θα έβγαιναν από το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο εν τω μεταξύ θα είχε αλωθεί εκ των ένδον. Σε αυτή την ιστορική φάση η Αμερική, βιώνει την πολιτική σύγκρουση που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα.
Μια σύγκρουση που διεξάγεται ανάμεσα σε δυο διακριτά στρατόπεδα: Ανάμεσα στις δυνάμεις του εθνοκρατικού προτάγματος και στις δυνάμεις του ατομοκεντρικού δικαιωματισμού. Πρόκειται για μια σύγκρουση βαθιά, με υπόβαθρο οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό. Μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα υποδαυλιστεί και από φυλετικές αντιπαραθέσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, η σύγκρουση αυτή θα έχει διάρκεια και ένταση.
Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια συγκρουσιακή δυναμική στο εσωτερικό των ΗΠΑ, θα οδηγήσει αναπόφευκτα τις πολιτικές ελίτ της χώρας σε μια παρατεταμένη εσωστρέφεια. Την εσωστρέφεια των ΗΠΑ, την έχουμε ήδη δει με τη μερική τους απόσυρση από την Ανατολική Μεσόγειο ή από άλλες περιοχές. Η απόσυρση αυτή είναι πιθανόν να οφείλεται στην υπονόμευση της οικονομικής τους ισχύος ή και στην επιδίωξη τους να επικεντρωθούν στην αντιπαράθεση με την ανερχόμενη Κίνα.
Σχετικά δεν είναι τυχαίο μάλλον ότι την τελευταία τετραετία οι ΗΠΑ δεν διεξήγαν κανέναν πόλεμο. Όμως σε αυτή τη φάση η εσωστρέφεια των ΗΠΑ ετοιμάζεται να τροφοδοτηθεί και από την κοινωνική σύγκρουση που σοβεί στο εσωτερικό τους. Και όταν βέβαια μπαίνει σε αστάθεια ο παράγων, ο οποίος δια της κυριαρχίας του σταθεροποιεί τον κόσμο, είναι βέβαιο ότι το γεωπολιτικό θερμόμετρο θα ανέβει σε πολλές περιοχές.
Η Τουρκία καραδοκεί
Πράγματι, η μερική ή και η ολική απόσυρση των ΗΠΑ από διάφορες περιοχές του πλανήτη, θα τροφοδοτήσει τις φιλοδοξίες και τις ορέξεις των αναθεωρητικών δυνάμεων που ελλοχεύουν σε περιφερειακό επίπεδο. Ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές πρώτη (και χειρότερη για εμάς) είναι η Τουρκία. Μια Τουρκία, η οποία ήδη, δρα κατά τρόπο που αντιμετωπίζει ως παράθυρο ευκαιρίας το κενό που ανοίγεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Ας το προσέξει αυτό το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξουσίας, το οποίο διακατέχεται από μια επικίνδυνη αυταπάτη.
Έχοντας ξεμείνει σε λογικές ψυχρού πολέμου, τείνει να πιστεύει ότι μια σύρραξη με την Τουρκία είναι σχεδόν αδύνατη στο πλαίσιο των ισορροπιών, που επιβάλλει η ηγεμονία των ΗΠΑ. Είναι όμως πολύ πιθανό αυτά τα δίχτυα ασφαλείας που φαντασιώνεται η Αθήνα, να μην υπάρχουν πια (αν βέβαια υπήρξαν ποτέ).
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα είτε το θέλει είτε όχι, είναι υποχρεωμένη να βγει από τον ρόλο του ετερόφωτου γεωπολιτικού κομπάρσου και να μπει στη διεθνή αρένα ως ενεργός παίκτης. Ως παίκτης που θα επιδιώξει να ανασυγκροτήσει την ισχύ του, που θα χαράξει στόχους και στρατηγική και θα κινητοποιήσει συμμαχίες προς όφελός του.
Το μπορεί άραγε αυτό το ελληνικό σύστημα εξουσίας; Ή ακόμη περισσότερο, το θέλει; Ή μήπως αναζητά νέες σχέσεις υποτέλειας, ώστε να αναπαυτεί στην απατηλή τους ασφάλεια και το ίδιο να διατηρήσει την εξουσία, ακόμη κι αν αυτό θα κοστίζει στη χώρα; Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του ελληνικού προβλήματος. Και με βάση την απάντηση που θα δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα, θα κριθεί το κατά πόσο η Ελλάδα θα επιβιώσει στις επόμενες δεκαετίες με τη μορφή που την γνωρίσαμε έως σήμερα