Aμερικανικές εκλογές και Ουκρανικό – Τι δεν έχουν πει Τραμπ και Χάρις
27/10/2024Όλοι οι εμπλεκόμενοι στο Ουκρανικό παρακολουθούν τις αμερικανικές εκλογές και αναμένουν την επόμενη μέρα. Ειδικότερα, Μόσχα και Κίεβο παρακολουθούν με προσοχή, δεδομένου ότι θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις σε έναν πόλεμο που σε λίγο συμπληρώνει τρία χρόνια. Η συνεχής υποστήριξη των ΗΠΑ αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για την Ουκρανία.
Χωρίς τα όπλα και την βοήθεια των ΗΠΑ, το Κίεβο είναι αδύνατο να εξακολουθεί να ανθίσταται στην Ρωσία. Κατά τη διάρκεια του debate στις 10 Σεπτεμβρίου, η υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις και ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος Ντόναλντ Τραμπ είχαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τις θέσεις τους για την Ουκρανία. Ο Τραμπ απέφυγε δύο φορές την ερώτηση του συντονιστή του ABC σχετικά με τη σημασία της νίκης της Ουκρανίας επί της Ρωσίας. Αντιθέτως, επανέλαβε τον πάγιο ισχυρισμό του ότι θα επιτύχει γρήγορα μια ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων – ακόμα και πριν αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος.
Η Χάρις απάντησε απορρίπτοντας την διαπραγματευτική πρόταση Τραμπ με «έναν δικτάτορα που θα σε έτρωγε για μεσημεριανό!». Υποστήριξε την πολιτική Μπάιντεν να στηρίζει την Ουκρανία για «όσο χρειαστεί», σε συνεννόηση με τους συμμάχους των ΗΠΑ. Ωστόσο, στην πραγματικότητα κανείς τους δεν αποσαφήνισε τι θα κάνει, είτε για την υποστήριξη της Ουκρανίας, είτε για τον τερματισμό του πολέμου. Επομένως, είναι σκόπιμο να δούμε την προσέγγιση των δύο υποψηφίων για την Ουκρανία με βάση το ιστορικό τους.
Τραμπ, Ουκρανία και Ζελένσκι
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ο Τραμπ έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι ο τερματισμός του πολέμου είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ και ότι μπορεί να το πράξει γρήγορα. Δήλωσε δε βέβαιος ότι αν παρέμενε πρόεδρος μετά τις εκλογές του 2020, ο Πούτιν δεν θα είχε εισβάλει, ένας μάλλον αβάσιμος ισχυρισμός, τον οποίο επανέλαβε και κατά την διάρκεια του debate. Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι οι Πούτιν και Ζελένσκι τον “σέβονται” και πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την «καλή του σχέση» και με τους δύο για να τους φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να τερματίσει τον πόλεμο.
Ωστόσο, το ιστορικό του Τραμπ για τις σχέσεις του με τους δύο ηγέτες είναι αρκετά περίπλοκο. Είναι γνωστός ο θαυμασμός του Τραμπ για τον Πούτιν, που χρονολογείται από την πρώτη του προεδρική υποψηφιότητα το 2016, πυροδοτώντας πολυάριθμες έρευνες. Πιο πρόσφατα, ο Μπομπ Γούντγουορντ (γνωστός από την αποκάλυψη του σκανδάλου Watergate) ανέφερε ότι ο Τραμπ έστειλε κρυφά τεστ COVID-19 στον Πούτιν εν μέσω ελλείψεων στις ΗΠΑ, ισχυρισμός που επιβεβαιώθηκε από το Κρεμλίνο.
Η σχέση του Τραμπ με τον Ζελένσκι είναι εξίσου προβληματική. Κατά την διάρκεια τηλεφωνικής τους επικοινωνίας το 2019, ο Τραμπ είχε πιέσει τον Ουκρανό πρόεδρο να ξεκινήσει ποινική έρευνα για τον Τζο Μπάιντεν. Ως αντάλλαγμα, η Ουκρανία θα λάμβανε την συνεχή υποστήριξη των ΗΠΑ για την άμυνα της κατά της Ρωσίας, στον proxy war που μαίνονταν στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας από το 2014. Η εν λόγω κίνηση οδήγησε τελικώς στην παραπομπή του τότε Αμερικανού προέδρου. Κατά τις ακροάσεις στο Κογκρέσο που ακολούθησαν, ένας από τους βοηθούς του Τραμπ είχε καταθέσει ότι «δεν έδινε δεκάρα για την Ουκρανία» και πως ενδιαφερόταν μόνο για τα δικά του πολιτικά κέρδη.
Οι ιδέες του επιτελείου Τραμπ
Έχοντας δίπλα του τον Ουκρανό πρόεδρο, κατά την διάρκεια της συνάντηση τους στον Πύργο Τραμπ σχεδόν έναν μήνα πριν, ο Τραμπ είπε πως Ζελένσκι και Πούτιν ενδιαφέρονται για ειρήνη και ότι μία «ταχεία συμφωνία» είναι δυνατή. Όταν ρωτήθηκε τι μπορεί να συνεπάγεται αυτή η συμφωνία, ο Τραμπ απάντησε ότι είναι «πολύ νωρίς» για να συζητηθούν λεπτομέρειες και ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο Ζελένσκι έχουν «τις δικές τους ιδέες».
Αν και ο Τραμπ δεν έχει ξεκαθαρίσει τις λεπτομέρειες επί των διαπραγματεύσεων, ή πιθανούς όρους, ορισμένοι του περιβάλλοντός του έχουν εκφράσει ορισμένες προτάσεις: Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Βανς, έχει εκπονήσει ένα σχέδιο που περιλαμβάνει πιθανές παραχωρήσεις εδαφών από την πλευρά της Ουκρανίας και την δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης κατά μήκος του εδάφους που κατέχουν οι Ρώσοι στην Ανατολική Ουκρανία.
Στο μεταξύ ο γιός του Τραμπ (Ντόναλντ Τζούνιορ) συνέγραψε ένα άρθρο με τον πρώην ανεξάρτητο προεδρικό υποψήφιο και πλέον σύμμαχο του Τραμπ, Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, υποστηρίζοντας πως είναι λογικές ορισμένες παραχωρήσεις στις ρωσικές απαιτήσεις – για την ουδετερότητα της Ουκρανίας και την διακοπή της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς – προκειμένου να αποφευχθεί ένας πυρηνικός πόλεμος. Αν και ο ίδιος ο Τραμπ ουδέποτε έχει προβεί σε σχετικούς ισχυρισμούς, ο γιος του, ο Βανς και ο Κένεντι έχουν απ’ ευθείας πρόσβαση στον ίδιο. Πριν συναντηθεί με τον Τραμπ στη Νέα Υόρκη, ο Ζελένσκι είχε επικρίνει το σχέδιο Βανς, εκφράζοντας αμφιβολίες ότι ο Τραμπ και η ομάδα του ξέρουν πραγματικά πώς να τερματίσουν τον πόλεμο. Οι πολέμιοι του Τραμπ ισχυρίζονται πως τα σχετικά σχέδια εξυπηρετούν απροκάλυπτα την Μόσχα.
Οι θέσεις της Χάρις
Η Χάρις έχει ασκήσει σκληρή κριτική στην προσέγγιση του Τραμπ στο Ουκρανικό: «Δεν είναι προτάσεις για ειρήνη. Αντίθετα, είναι προτάσεις για παράδοση», έχει πει. Να σημειωθεί ότι ως μέλος της κυβέρνησης Μπάιντεν, η Χάρις υποστήριζε πάντα σθεναρά την Ουκρανία στην αντιπαράθεση της με την Ρωσία. Μόλις ξέσπασε δε η ρωσική εισβολή στις αρχές του 2022, η Χάρις πραγματοποίησε περιοδεία στην Ευρώπη για να συγκροτήσει κοινό μέτωπο κατά της Μόσχας.
Ως αντιπρόεδρος, η Χάρις έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την Ρωσία για εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία. Τον Φεβρουάριο του 2023, ενώ συμμετείχε στην ετήσια Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου στη Γερμανία, είχε ανακοινώσει ότι οι ρωσικές ενέργειες στην Ουκρανία ισοδυναμούν με «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Οι ΗΠΑ έχουν παράσχει σημαντική βοήθεια στην Ουκρανία από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, συνολικού ύψους 61,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια. Πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι και η συνεχιζόμενη πίεση στη Ρωσία μέσω της επιβολής κυρώσεων. Η Χάρις υποστήριξε την διατήρηση των κυρώσεων και την συνέχιση της βοήθειας στην Ουκρανία και στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2024 και τον περασμένο Ιούνιο, στη Σύνοδο Κορυφής για το Ουκρανικό στην Ελβετία.
Ως υποψήφια για την προεδρία, η Χάρις δεσμεύεται στην στήριξη του Κιέβου, όχι μόνο για την επιβίωση της Ουκρανίας, αλλά και για την συλλογική ασφάλεια του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την ίδια, η Ουκρανία δεν είναι ο τελικός στόχος του Πούτιν, καθώς κατά την Χάρις «έχει τα μάτια του στην υπόλοιπη Ευρώπη, ξεκινώντας από την Πολωνία». Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2024, η Χάρις επανέλαβε κατά την συνάντηση της με τον Ζελένσκι: «Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την Ουκρανία όχι από φιλανθρωπία, αλλά επειδή είναι προς το στρατηγικό μας συμφέρον».
Αναμένοντας τις εκλογές
Ωστόσο, η πολιτική του Λευκού Οίκου για την Ουκρανία επικρίνεται ως διστακτική. Κάποιοι στην Ευρώπη βλέπουν μία προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να χειραγωγήσει τη σύρραξη προς όφελος της, ανοίγοντας και κλείνοντας τις στρόφιγγες της βοήθειας, ώστε να διατηρείται μια συνεχής αιμορραγία των Ρώσων, ταυτόχρονα με τις απώλειες των Ουκρανών και με τους Ευρωπαίους να επωμίζονται το κυριότερο κόστος του πολέμου επί της οικονομίας τους. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει περιορισμούς για τη χρήση βαρέως οπλισμού εναντίον στόχων εντός της ρωσικής επικράτειας. Επιπλέον, διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την πρόσκληση της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Δεν είναι σαφές το αν ο Λευκός Οίκος υπό την προεδρία Χάρις θα μετατοπιστεί από αυτές τις θέσεις.
Από την έναρξη της εισβολής, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε πέντε νομοσχέδια που παρέχουν βοήθεια στην Ουκρανία, συνολικού ύψους 175 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, η εξάμηνη καθυστέρηση της βοήθειας στις αρχές του 2024 ανέδειξε την αυξανόμενη κομματική ένταση στο Κογκρέσο σχετικά με τη συνεχιζόμενη βοήθεια προς την Ουκρανία. Εξάλλου, εκτός του αποτελέσματος των εκλογών του Νοεμβρίου, η σύνθεση του Κογκρέσου είναι ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας. Για παράδειγμα, ο Ζελένσκι συναντήθηκε με ηγέτες του Κογκρέσου, κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο, αλλά όχι και με τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο της Βουλής Μάικ Τζόνσον, ο οποίος είναι γνωστός επικριτής της βοήθειας στην Ουκρανία.
Το Ουκρανικό έχει βρεθεί στο επίκεντρο πολιτικής αντιπαράθεσης στο Κογκρέσο και διχάζει τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου θα καθορίσει εάν οι ΗΠΑ επικεντρωθούν σε διαπραγματεύσεις για μία διπλωματική λύση, ή αν θα συνεχίσουν να στηρίζουν στρατιωτικά την Ουκρανία.