Από τη μεταναστευτική κρίση στην καταναγκαστική διπλωματία
12/03/2020Κατά τον Alexander George, η εξαναγκαστική διπλωματία μπορεί να περιγραφεί ως “πειθαναγκασμός”, δια της επίδειξης δύναμης. Με άλλα λόγια, είναι η προσπάθεια εξαναγκασμού ενός στόχου (κράτους, ομάδας, ομάδας εντός κράτους ή μη κρατικού δρώντος) σε αλλαγή της αντιρρητικής του στάσης, είτε μέσω απειλής χρήσης βίας είτε, σπανιότερα, μέσω χρήσης περιορισμένης βίας. Σε αντίθεση με την αποτροπή, το ζητούμενο εδώ είναι ο αντίπαλος να ωθηθεί στο να πράξει κάτι συγκεκριμένο, ενώ η αποτροπή στοχεύει στο να αποθαρρύνει τον αντίπαλο από το να κάνει κάτι.
Συνήθως, η εξαναγκαστική διπλωματία παίρνει τη μορφή επίδειξης ισχύος, με τη χρήση
διπλωματικών κυρίως μέσων που δεν αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο, ενώ ταυτόχρονα είναι δυνατό να παρατηρείται και ανισορροπία στο ισοζύγιο ισχύος μεταξύ των εμπλεκομένων. Πρόκειται για μια στρατηγική που στοχεύει περισσότερο στο να πείσει έναν αντίπαλο να παύσει τυχόν επιθετική συμπεριφορά, παρά να τον εξαναγκάσει σε παύση με βίαιο τρόπο.
Εν συντομία, θα λέγαμε πως ο πειθαναγκασμός –και κατ’ επέκταση η εξαναγκαστική
διπλωματία– μπορεί να γίνει γενικώς αντιληπτός ως η πρακτική πρόκλησης ή πρόληψης αλλαγών στη συμπεριφορά ενός αντιπάλου, μέσω χρήσης απειλών, εκφοβισμού ή κάποιας άλλης μορφής πίεσης, συνήθως στρατιωτικής δύναμης.
Όπως σημειώνει η Kelly Greenhill, πλέον είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε παγκοσμίως μια πολύ συγκεκριμένη μέθοδο άσκησης εξαναγκαστικής πίεσης, με κύριο χαρακτηριστικό τη μη χρήση στρατιωτικών μέσων: τη χρήση μεταναστευτικών και προσφυγικών κρίσεων ως μέσο πίεσης/πειθούς. Με άλλα λόγια, έχουμε την εισαγωγή της μεταναστευτικής διπλωματίας στο κομμάτι της καταναγκαστικής διπλωματίας.
Από τον Αμίν στον Καντάφι
Η μεταναστευτική διπλωματία (βάσει ενός από τους ορισμούς της) αναφέρεται σε κρατικές ενέργειες και διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η διασυνοριακή κινητικότητα ενός πληθυσμού συνδέεται με κρατικούς διπλωματικούς στόχους. Κατ’ επέκταση, μπορεί πλέον να γίνει λόγος για καταναγκαστική μεταναστευτική διπλωματία. Σύμφωνα την Greenhill, έχουμε να κάνουμε με διασυνοριακές μετακινήσεις πληθυσμών που δημιουργούνται ή χειραγωγούνται σκόπιμα, με απώτερο σκοπό πολιτικές, στρατιωτικές ή και οικονομικές παραχωρήσεις από κάποιο κράτος ή κράτη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής ήταν η εκδίωξη του μεγαλύτερου μέρους
των Ασιατών (οι οποίοι κατείχαν την πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων) από την
Ουγκάντα του Ίντι Αμίν το 1972 – κάτι που αρχικά ερμηνεύθηκε ως ξεκάθαρη απόπειρα
απαλλοτρίωσης των περιουσιακών τους στοιχείων.
Στην πραγματικότητα, δεδομένου το ότι 50.000 από αυτούς τους Ασιάτες ήταν κάτοχοι βρετανικού διαβατηρίου, ο απώτερος σκοπός του Ίντι Αμίν ήταν η άσκηση πίεσης στους Βρετανούς ώστε αυτοί να σταματήσουν την απόσυρση της στρατιωτικής τους βοήθειας προς την Ουγκάντα, μέσω της “προώθησης” προς τη Μεγάλη Βρετανία 50.000 προσφύγων. Μάλιστα, προσέφερε και μια “περίοδο χάριτος” ενενήντα ημερών ώστε οι Βρετανοί να ξανασκεφτούν τις κινήσεις τους σχετικά με τη στρατιωτική τους βοήθεια.
Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση του Καντάφι στη Λιβύη, ο οποίος το 2010 απειλούσε να «κάνει την Ευρώπη μαύρη» αν η ΕΕ δεν του εξασφάλιζε συμφωνία με την οποία θα του παραχωρούσε πέντε δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για τον έλεγχο των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών από την Αφρική προς την Ευρώπη.
Το παράδειγμα της Τουρκίας
Σήμερα, η Τουρκία, σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα παραδείγματα, προφανώς και δεν ευθύνεται per se για την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, καθώς δεν τη δημιούργησε – τουλάχιστον όχι μέχρι τα πρόσφατα πεπραγμένα της στη Συρία. Δε δίστασε όμως να την αξιοποιήσει καιροσκοπικά προς εξυπηρέτηση της εξωτερικής της πολιτικής, αποσκοπώντας σε οικονομικά και πολιτικά οφέλη.
Η εργαλειοποίηση της συριακής προσφυγικής κρίσης (τακτική γνωστή και ως refugee commodification) σε διπλωματικό επίπεδο από τον Ερντογάν οδήγησε μεταξύ άλλων στην περίφημη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας τον Μάρτιο του 2016. Είχε προηγηθεί τον Νοέμβριο του 2015 το μήνυμα του Ερντογάν στους Ντόναλντ Τουσκ και Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ ότι «μπορούμε να ανοίξουμε τις πύλες προς Ελλάδα και Βουλγαρία οποιαδήποτε στιγμή και να βάλουμε τους πρόσφυγες σε λεωφορεία. Πώς θα τους διαχειριστείτε χωρίς συμφωνία;».
Η συμφωνία αυτή απέφερε στην Τουρκία έξι δισ. ευρώ ως “αντάλλαγμα” για τον περιορισμό (και ει δυνατόν, διακοπή) των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη, όπως επίσης επιτάχυνση ενταξιακών διαπραγματεύσεων και εξασφάλιση πρόσβασης χωρίς βίζα στις χώρες Σένγκεν για τους Τούρκους. Όταν όμως έγινε λόγος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για αναστολή των ενταξιακών διαδικασιών, η στρατηγική Ερντογάν πήρε μορφή ξεκάθαρων απειλών περί ανοίγματος συνόρων και ανεξέλεγκτων προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών προς την ΕΕ, με την Ελλάδα να δέχεται το μεγαλύτερο βάρος.
Τα εσωτερικά ζητήματα του Ερντογάν
Η στρατιωτική εμπλοκή του Ερντογάν στη Συρία και οι επακόλουθες απώλειες του σε
συνδυασμό με την άρνηση της Ευρώπης για οποιαδήποτε υποστήριξη, ήταν το έναυσμα για να περάσει η Τουρκία στην πραγματοποίηση των απειλών. Έχοντας αυτή τη φορά δημιουργήσει νέες ροές προερχόμενες από την περιοχή του Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρία, με σημαντικότατες απώλειες σε στρατιωτικό δυναμικό και εν μέσω διεθνούς απομόνωσης σε όλα τα επίπεδα, ο Ερντογάν προέβη σε άνοιγμα των τουρκικών συνόρων στοχεύοντας σε πολλαπλά επίπεδα.
Αφενός, η ενέργεια αυτή γίνεται στο πλαίσιο εκβιασμού προς στην ΕΕ με τη μορφή
εξαναγκαστικής διπλωματίας για να εξασφαλίσει την οικονομική και στρατιωτική συνδρομή της με στόχο τη διαχείριση και περιορισμό των απωλειών στο Ιντλίμπ. Η τουρκική εμπλοκή στα συριακά εδάφη από το 2014 μέχρι σήμερα έχει αποφέρει τεράστια κόστη στην τουρκική κυβέρνηση, τόσο οικονομικά όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Αφετέρου, η κίνηση αυτή αποσκοπεί στο να διασκεδάσει τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς οι ειδήσεις για νεκρούς Τούρκους στρατιώτες ταξιδεύουν γρήγορα. Έτσι, στο πλαίσιο κατευνασμού της κοινής γνώμης και της αντιπολίτευσης ο Ερντογάν με το άνοιγμα των συνόρων προβαίνει σε μια κίνηση που του επιτρέπει να διατηρήσει το γόητρό του εντός της χώρας του. Στο εσωτερικό οι Τούρκοι, εκτός του ότι αναρωτιούνται γιατί η Τουρκία χάνει τόσους στρατιώτες στο Ιντλίμπ, αρνούνται και την είσοδο περισσότερων προσφύγων από την περιοχή!
Παράλληλα, ο Ερντογάν στοχεύει να διατηρήσει τη στήριξη του de facto πολιτικού του συμμάχου υπερεθνικιστή Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος, μεταξύ άλλων, απαιτεί σκληρότερη στάση απέναντι σε Δαμασκό και Μόσχα. Αν επικεντρωθούμε στη διεθνή διάσταση του ζητήματος, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι πρωτίστως ο Ερντογάν αποσκοπεί με το νέο του αυτό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα –μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές– να εξαναγκάσει την ΕΕ να υπακούσει στις επιθυμίες του.
Είτε αυτές αφορούν οικονομική και στρατιωτική στήριξη είτε επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Σημειώνεται ότι ο Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει την ΕΕ “κλαμπ χριστιανών”. Όσον αφορά το δεύτερο, απευθύνεται σε μια Ευρώπη πληγωμένη από το ακραίο ισλάμ ενώ οι ροές που δημιουργήθηκαν με τις πρόσφατες τουρκικές ενέργειες εμπεριέχουν σε μεγάλο βαθμό το φονταμενταλιστικό στοιχείο.
Ο προαιώνιος εχθρός
Αφετέρου, υπάρχει ο προαιώνιος αντίπαλος, η Ελλάδα. Οι πρόσφατες τουρκικές προκλήσεις στη θάλασσα και η επακόλουθη άκαμπτη στάση της Ελλάδας δημιούργησαν μια κατάσταση που με συμβατικά διπλωματικά μέσα η Τουρκία αδυνατεί να αντιμετωπίσει. Η λύση είναι πάλι η καταναγκαστική μεταναστευτική διπλωματία, καθώς επιτρέπει στην Τουρκία να ασκήσει ακραία πίεση στην Ελλάδα και να την ωθήσει σε πάσης φύσεως συμβιβασμό, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε ένοπλες ενέργειες με πιθανό μεγαλύτερο κόστος.
Ειδικότερα, για την περίπτωση της Ελλάδας, γίνεται λόγος (κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα)
για το ότι η Τουρκία, μετερχόμενη τέτοιων αθέμιτων μέσων κατά της Ελλάδας, προβαίνει σε αυτό που περιγράφεται από το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ως υβριδικός πόλεμος. Αν και δεν υπάρχει κάποιος σαφής ορισμός για αυτόν τον όρο, ισχύει ότι η καταναγκαστική μεταναστευτική διπλωματία αποτελεί κομμάτι του.
Επειδή όμως στην περίπτωση του υβριδικού πολέμου υπάρχει ένας ρευστός αλλά σαφής και οργανωμένος “υβριδικός αντίπαλος”, συνήθως μη κρατικός δρων εναντίον κράτους (όπως η Χεζμπολάχ εναντίον του Ισραήλ το 2006), είναι ακόμη προς συζήτηση το αν οι ελεγχόμενες από την Τουρκία μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές είναι εργαλειοποιημένες σε βαθμό που να συνιστούν τουρκικό proxy σε μια νέου τύπου σύγκρουση.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελιγμοί των επόμενων ημερών –μιας και στον ευρωπαϊκό χώρο δεν έχει προηγούμενο η παρούσα κατάσταση– απαιτούν εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς αλλά περισσότερο, πυγμή. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι οι υποκύπτοντες σε εκβιασμούς τείνουν να καταλήγουν θύματα στο διηνεκές.