Από την γερμανική ΕΕ στην αμερικανική Ευρώπη
06/05/2022Θα χρειαστεί καιρός, πολύς καιρός, για να ξεπεράσει η Ευρώπη το σοκ από την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις που έχει ήδη ο πόλεμος στην οικονομία και την αναπτυξιακή πορεία της ΕΕ. Και θα χρειαστεί επίσης πολύς καιρός για να συγκροτήσει στρατηγική, στις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται.
Μία τέτοια διαδικασία, όμως, δεν μπορεί να μην έχει αντανακλάσεις και στο εσωτερικό της ΕΕ. Η περίφημη Ostpolitik που είχε χαράξει από τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η Γερμανία, δεν υφίσταται. Οι χώρες που συνέθεταν το σύστημα δορυφόρων του Βερολίνου, από την Πολωνία και τη Βαλτική μέχρι και τα παλαιά μέλη της ΕΕ της ομάδας των “συνετών”, στρέφονται τώρα προς την Ουάσιγκτον. Το ζήτημα της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας είναι λυμένο στο πλαίσιο της ΕΕ, η άμυνα και η ασφάλειά τους το επόμενο διάστημα δεν μπορεί να λυθεί μέσω Βρυξελλών.
Η ίδια η Γερμανία, άλλωστε, έσπευσε να δηλώσει ότι θα στραφεί προς τις ΗΠΑ για την ενίσχυση του οπλοστασίου της και συμφώνησε με την ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Υπ’ αυτή την οπτική, ο διαγκωνισμός των προηγούμενων δεκαετιών στην ΕΕ, εάν η Ευρώπη θα είναι γερμανική ή η Γερμανία θα είναι ευρωπαϊκή, δεν απασχολεί, αφού όλοι πλέον δείχνουν πως έχουν αποδεχθεί ότι η Ευρώπη για το ορατό μέλλον θα είναι αμερικανική.
Η Γερμανία είναι απολύτως λογικό να μπαίνει σε αναζήτηση ενός νέου ρόλου, ποιος θα είναι αυτός, δεν γνωρίζουν ούτε οι Γερμανοί. Ωστόσο, έως ότου βρεθεί αυτός ο ρόλος, η γερμανική κυβέρνηση δίνει μάχη να διατηρήσει όσα περισσότερα μπορεί από τα προπολεμικά κεκτημένα. Η προσπάθεια είναι κατανοητή. Καμία χώρα δεν θέλει να είναι σε αναμονή, ιδίως όταν επί τόσα χρόνια ηγούνταν ή και ηγεμόνευε την ΕΕ, σύροντας στην δική της γραμμή όλες τις άλλες χώρες, να περιμένει τώρα τις αποφάσεις των ΗΠΑ πριν κινηθεί.
Τα πάνω κάτω για το Βερολίνο
Είναι έτοιμη όμως για έναν τέτοιο συμβιβασμό η γερμανική ηγεσία; Για παράδειγμα τί θα κάνει εάν αύριο οι ΗΠΑ ανοίξουν θέμα επανεξέτασης των συμφωνιών ΕΕ-Κίνας; Φυσικά, η διοίκηση Μπάιντεν, στις σημερινές συνθήκες δεν έχει λόγο να πιέσει περαιτέρω την ΕΕ. Τα μηνύματα όμως που έχει στείλει, πολύ πριν αρχίσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, τη μία με τον αγωγό Nord Stream II, την άλλη με την εναρμόνιση όλων των χωρών του ΝΑΤΟ στη δαπάνη 2%, αλλά και με ευθείες παρεμβάσεις να περιορίσει η ΕΕ τους δεσμούς που ανέπτυξε με την Κίνα, δίνουν το στίγμα της νέας σχέσης Ουάσιγκτον-Βρυξελλών.
Θα μπορεί η Γερμανία στο νέο τοπίο που προβάλλει να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ή και τη Γαλλία, που διαθέτουν στρατιωτική ισχύ και πολλαπλάσια διπλωματική επιρροή; Δικαιολογημένη, λοιπόν, η οργή του Βερολίνου για την επίθεση Πούτιν στην Ουκρανία. Δεν είναι μόνον ότι χάνεται η φθηνή πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Πολύ σοβαρότερο είναι το γεγονός της ανατροπής όλων των σταθερών που είχε διαμορφώσει η Γερμανία στην ΕΕ αλλά και στις σχέσεις της με τις μεγάλες αγορές, της Κίνας, των ΗΠΑ καθώς και της Ρωσίας. Στη νέα πίστα ανταγωνισμού, οι όροι προδιαγράφονται δυσμενείς, οικονομικά αλλά και πολιτικά.
Με καθαρά οικονομικούς όρους η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να είναι ανταγωνιστική όπως ήταν στις διεθνείς αγορές, μετά την απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας. Με γεωπολιτικούς όρους δεν έχει κάτι να υποσχεθεί, εκτός κι αν επιτρέψουν οι Αμερικανοί και συμφωνήσουν οι Γάλλοι να αποκτήσει νέα υπόσταση ο γαλλο-γερμανικός άξονας, στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης.
Νέα περίοδος αβεβαιότητας για την ΕΕ
Η Ευρώπη έχει μπει για τα καλά σε μία νέα περίοδο αβεβαιότητας και το μέγεθος της κρίσης δεν αφήνει περιθώρια ούτε για κλισέ του τύπου “κάθε κρίση, μία ευκαιρία”. Για την ώρα, η μόνη ευκαιρία που έχει η ΕΕ είναι να περάσει επιτυχώς την δοκιμασία συνοχής, άγνωστης διάρκειας και βαθμού δυσκολίας. Και το ερώτημα είναι αν η Γερμανία αυτή τη φορά είναι διατεθειμένη να κάνει τους συμβιβασμούς που θα χρειαστούν ή θα πυροδοτήσει άλλη μία ευρωπαϊκή κρίση, μέσα στην κρίση.
Οι αντιρρήσεις που προβάλλει στη διαμόρφωση μίας ενιαίας πολιτικής για την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, με την επίκληση και πάλι των εσωτερικών κανονισμών ανταγωνισμού της ΕΕ, όπως και τα αρνητικά μηνύματα στις προτάσεις για σύσταση νέου ταμείου συνοχής ύψους 250 δισ. ευρώ λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της αναθεώρησης όλων των οικονομικών προβλέψεων προς τα κάτω, παραπέμπουν σε επανάληψη της στάσης που είχε τηρήσει και στην χρηματοοικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η γερμανική ηγεσία δεν έχει καμία δικαιολογία, ούτε το τεκμήριο του πρότερου έντιμου βίου, αφού αυτή ήταν που είχε προνομιακές σχέσεις με τον Πούτιν και έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για δημιουργήσει σχέση ενεργειακής εξάρτησης. Καλές οι δηλώσεις mea culpa, του προέδρου Φ.Β. Σταϊνμάιερ, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ειλικρινείς και αυτό αποδεικνύεται στην πράξη. Ειδάλλως, δεν είναι τίποτε περισσότερο από φληναφήματα έτσι για να διασκεδαστούν οι αρνητικές εντυπώσεις γύρω από τις ευθύνες του γερμανικού κατεστημένου.
Η συγγνώμη του Σταϊνμάιερ
Το mea culpa του Σταϊνμάιερ δεν πείθει, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι πρωταγωνιστές της γερμανο-ρωσικής σχέσης, δεν λένε ούτε αυτό, για να μην αναφερθούμε στο φαινόμενο Σρέντερ, ο οποίος θα έπρεπε να μπει στη λίστα κυρώσεων της ΕΕ, αφού εξακολουθεί να συμμετέχει στην εταιρεία Gazprom, η οποία είναι στα μαύρα ευρωπαϊκά κατάστιχα.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες ένα εμπάργκο από την πλευρά της Μόσχας, ως απάντηση στο σταδιακό εμπάργκο που σχεδιάζει η ΕΕ για το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, μπορεί και να έβγαζε την Ευρώπη από τα προβλήματα που έχει μπροστά της. Αλλά, γιατί να προβεί σε μία τέτοια κίνηση, όταν βλέπει το Βερολίνο να καμώνεται πως αναγνωρίζει τα λάθη του και από την άλλη προσπαθεί να αποποιηθεί των ευθυνών του, επειδή και άλλες χώρες της ΕΕ έχουν ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Μα, τις γερμανικές οδηγίες ακολούθησαν και εξασφάλισαν ευνοϊκούς όρους, παρότι τα μεγέθη τους δεν είναι μεγάλα, όπως φερ’ ειπείν η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Σλοβακία, κάτι που δεν κατάφερε η Ελλάδα εις πείσμα της κοινής πίστης και των ιστορικών δεσμών.
Πλην όμως, την ώρα που εγείρονται αιτήματα εξαίρεσης ευρωπαϊκών χωρών από το εμπάργκο της ΕΕ, η ΕΕ σχεδιάζει να συμπεριλάβει στο εμπάργκο τρίτες χώρες, με την πρόταση απαγόρευσης στα ευρωπαϊκά δεξαμενόπλοια (εκ των οποίων τα μισά είναι ελληνικά) να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο. Υπάρχουν βεβαίως τρόποι παράκαμψης αυτών των προβλέψεων, όμως το θέμα δεν είναι πως θα παρακαμφθούν μέτρα που είναι αστήρικτα νομικά και πολιτικά, αλλά πως εμφιλοχωρούν σε κείμενα μείζονος πολιτικής σημασίας, ζωτικής όπως λέει η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις νέες συνομιλίες που θα έχουν οι μόνιμοι αντιπρόσωποι των χωρών-μελών της ΕΕ το Σαββατοκύριακο στις Βρυξέλλες, με τις τελικές τους τοποθετήσεις θα λυθεί το μυστήριο.